
Του Γιώργου Σκαφιδά
Η πλευρά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου θα είχε, εάν ήταν στο χέρι της, ήδη εμπλέξει τους Αμερικανούς στον πόλεμο, στέλνοντας βομβαρδιστικά της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας -εφοδιασμένα με διατρητικές υπερβόμβες που μόνον οι Αμερικανοί διαθέτουν- κατά των υπογείων πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν στο Φορντό.
Ενας από τους διακηρυχθέντες στόχους της ισραηλινής επιχείρησης «Rising Lion» είναι, άλλωστε, η καταστροφή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, η οποία όμως δεν γίνεται να επιτευχθεί στον βαθμό που θα επιθυμούσε η ισραηλινή ηγεσία χωρίς την «απτή» συνδρομή των ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδωσε χθες στον εαυτό του διορία «δύο εβδομάδων», προκειμένου να αποφασίσει εάν θα προχωρήσει σε ένα τέτοιου τύπου άμεσο αμερικανικό πλήγμα κατά του Ιράν ή όχι.
Ο Νετανιάχου και τα νεοσυντηρητικά «γεράκια» του Ρεπουμπλικανικού κόμματος καλούν τον Τραμπ να χτυπήσει άμεσα. Ο νεοσυντηρητικός Ελιοτ Κόεν έγραψε στο αμερικανικό περιοδικό Atlantic ένα πύρινο άρθρο υπέρ της αμερικανικής εμπλοκής, υπογραμμίζοντας την «ιρανική απειλή» κατά του Ισραήλ την οποία χαρακτηρίζει «υπαρξιακή». Η απομονωτιστική MAGA (make America great again) πτέρυγα της Ρεπουμπλικανικής παράταξης ωστόσο από την άλλη πλευρά –όπως εκείνη εκφράζεται από τον Τάκερ Κάρλσον, τον Στιβ Μπάνον κ.ά.– καλεί τον Τραμπ να μείνει αμέτοχος, υπενθυμίζοντας τις δηλώσεις που είχε ο ίδιος κάνει στο παρελθόν υπέρ της ανάγκης απεμπλοκής των ΗΠΑ από τους «ατελείωτους πολέμους» στη Μέση Ανατολή. Οσο για τους εξωτερικούς παρατηρητές, αυτοί ανακαλούν στη μνήμη τις πολεμικές περιπέτειες των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν που, αντί να τελειώσουν γρήγορα κι ανώδυνα, κράτησαν χρόνια.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, ο όρος «δύο εβδομάδες» μάλλον δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά. Επί της ουσίας, σημαίνει απλώς «αργότερα», χωρίς όμως να προδικάζει την όποια τελική αμερικανική κίνηση.
«Επικίνδυνη» αναμονή
Στην πράξη, ο Αμερικανός πρόεδρος παρουσιάζεται τώρα να κερδίζει χρόνο, ενώ όμως η ιρανοϊσραηλινή ανταλλαγή πυρών συνεχίζεται με αμείωτη ένταση προκαλώντας απώλειες και φθορές εκατέρωθεν.
Ο χρόνος που κερδίζει ο Ντόναλντ Τραμπ, τού επιτρέπει να μεταφέρει ακόμη περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Από το αμερικανικά αεροπλανοφόρα, το USS Carl Vinson είναι ήδη εκεί, το USS Nimitz κατευθύνεται προς τα εκεί και το USS Gerald R. Ford ετοιμάζεται να βάλει πλώρη για εκεί κοντά (στην Ευρώπη). Οι όποιες αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούσαν είτε να επιτεθούν άμεσα στο Ιράν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση είτε να αποκρούσουν τα όποια πιθανά ιρανικά αντίποινα έπειτα από ένα αμερικανικό πλήγμα στο Φορντό. Με άλλα λόγια, ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί τώρα να θωρακίζεται ενώπιον μελλοντικών κινδύνων, «εξαπατώντας» τους Ιρανούς τους οποίους έχει ήδη αποφασίσει ότι θα χτυπήσει. Την ίδια ώρα ωστόσο, όταν καθυστερεί την αμερικανική εμπλοκή, παρουσιάζεται να δίνει νέες ευκαιρίες στη διπλωματία, δικαιολογώντας έτσι το προφίλ του επίδοξου ειρηνοποιού στο οποίο είχε επενδύσει προεκλογικά. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Τραμπ μπορεί να ελπίζει ότι το συνεχιζόμενο ισραηλινό σφυροκόπημα μπορεί να υποχρεώσει το Ιράν σε υποχωρήσεις στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων αναφορικά με το μέλλον ιρανικών πυραυλικών και πυρηνικών προγραμμάτων.
Ο Ισραηλινοί θα χρειαστούν τη συνδρομή των ΗΠΑ προκειμένου να καταστρέψουν τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Φορντό. Η αναμονή ωστόσο αυτής της αμερικανικής συνδρομής, που δεν είναι καν βέβαιο ότι θα έρθει, ενέχει παράλληλα κινδύνους και για το ίδιο το Ισραήλ.
Ενώ περιμένει τον Τραμπ, το Ισραήλ βλέπει τις δικές του αεράμυνες να καταπονούνται. Εάν καταλήξουμε σε έναν πόλεμο αντοχής και κατατριβής, ο πρώτος που θα γονατίσει κάποια στιγμή στο μέλλον θα είναι σαφώς το Ιράν. Μέχρι να συμβεί ωστόσο αυτό, έπειτα από εβδομάδες ή ακόμη και μήνες, το Ισραήλ θα έχει –κι εκείνο– υποστεί πλήγματα τα οποία θα προτιμούσε να έχει αποφύγει, ενώ παράλληλα θα έχει «εξαντλήσει» σε σημαντικό βαθμό και τα αντιπυραυλικά του αποθέματα. Κι αυτό, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς το κόστος που έχει ο συνεχιζόμενος πόλεμος και όλες οι συνέπειές του (ο κλειστός εναέριος χώρος, ο περιορισμός των εμπορικών πτήσεων, η ύφεση της εμπορικής κίνησης κ.ά.) στην ισραηλινή οικονομία έπειτα από μια περίοδο εντονότατης στρατιωτικής δραστηριότητας όπως είναι εκείνη που διαδέχθηκε τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου του 2023. Με άλλα λόγια, το Ισραήλ μπορεί να δείχνει επί του παρόντος έτοιμο για όλα καθώς φέρνει σε πέρας επιχειρήσεις τις οποίες σχεδίαζε εδώ και χρόνια, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα.
Η Τεχεράνη από την άλλη πλευρά, μπορεί κι εκείνη να ποντάρει σε μια σειρά από στοιχεία που θεωρεί ότι θα μπορούσαν να στραφούν υπέρ της: στην καταπόνηση των Ισραηλινών, στην απροθυμία του ιδίου του Τραμπ να αναλάβει δράση, στη δυνητική διάσταση απόψεων μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ, στις διαφωνίες εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Οσο συνεχίζεται όμως το ισραηλινό σφυροκόπημα, οι Φρουροί της Επανάστασης θα βλέπουν αναπόφευκτα τις απώλειές τους να πολλαπλασιάζονται, τα ιρανικά προγράμματα (πυραυλικό και πυρηνικό) θα αποδυναμώνονται περαιτέρω και το ίδιο το θεοκρατικό ιρανικό καθεστώς θα ρισκάρει να δει το μέλλον του να τίθεται εν αμφιβόλω.