ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

«Ο άνθρωπος που εκπλήρωσε την υπόσχεση του παιδιού που ήταν κάποτε»

Συνέντευξη με τον άνθρωπο που συναντούσε μυστικά για έξι χρόνια τον Πάπα Φραγκίσκο προκειμένου να εκδοθεί η πρώτη αυτοβιογραφία ρωμαιοκαθολικού Ποντίφικα

Kathimerini.gr

Για πρώτη φορά στην Ιστορία ένας Πάπας εξέδωσε την αυτοβιογραφία του. Και έμελλε να εκδοθεί στα ελληνικά («Ελπίδα», εκδ. Gutenberg, μτφρ: Αννα Παπασταύρου) όπως και σε άλλες 30, τουλάχιστον, γλώσσες, λίγες εβδομάδες πριν από την αποδημία του. Η «Κ» στον απόηχο της αλλαγής σκυτάλης στην Αγία Έδρα θέλησε να έρθει σε επαφή με τον άνθρωπο που συναντούσε για έξι ολόκληρα χρόνια και σε συνθήκες άκρας μυστικότητας ο Πάπας Φραγκίσκος προκειμένου να δημοσιευθεί εγκαίρως η πνευματική παρακαταθήκη του.

Πρόκειται για τον Ιταλό δημοσιογράφο Κάρλο Μούσο με τον οποίο επικοινώνησε ο δημοσιογράφος της «Κ» Νικόλας Ζώης και με την ευκαιρία της απονομής του σημαντικού ιταλικού λογοτεχνικού βραβείου Bancarella στην αυτοβιογραφία του εκλιπόντοντος, πλέον, Πάπα. Η χρονική σύμπτωση του αιτήματος για συνέντευξη με τον θάνατο του Ποντίφικα και τις προετοιμασίες για την κηδεία περιέπλεξε τα πράγματα με αποτέλεσμα ο Ιταλός δημοσιογράφος και οι εκδόσεις Mondadori να στείλουν μερικές ενδεικτικές απαντήσεις σε επιλεγμένα ευρωπαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης περιλαμβάνοντας και τις περισσότερες ερωτήσεις της «Κ».

Κατά τη διάρκεια αυτών των έξι ετών συνεργασίας, είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε και την ανθρώπινη διάσταση του Φραγκίσκου. Πώς θα τον περιγράφατε;

Ηταν μια εξαιρετική εμπειρία. Ανθρώπινη πρώτα απ’ όλα. Από την αρχή με εντυπωσίασε η απλότητα και η ταπεινότητά του, που είναι πρωτίστως μια προθυμία και ικανότητα να εισέλθει αυθεντικά σε σχέση με τους άλλους. Σε μια από τις πρώτες μας συναντήσεις, αφού είχαμε δουλέψει μόνοι μας σε μια μικρή αίθουσα στη Σάντα Μάρτα για μιάμιση ώρα, πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον για να φύγουμε, με αποτέλεσμα να τραβηχτώ πίσω χαμογελώντας. «Αγιε Πατέρα, δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω την πόρτα πριν από τον Πάπα…». Μου αποκρίνεται: «Οχι, σας παρακαλώ, βγείτε εσείς πρώτος. Ξέρετε, πρέπει να σβήσω τα φώτα, είναι μια εμμονή που έχουμε εμείς οι ιερείς». Και το κάνει. Αίσθηση του χιούμορ, επίσης, ακόμη και αυτοσαρκασμός («Αν θέλεις να βεβαιωθείς ότι δεν θα χρειαστεί να γελάσουν μαζί σου αύριο, κάνε το ίδιο σήμερα», λέει στο βιβλίο), που συνοδεύεται από μια φυσική τάση να συμπάσχει με τις ανθρώπινες υποθέσεις.

Ποιες στιγμές του ήταν πιο δύσκολο να ανακαλέσει ή πιο ευαίσθητες συναισθηματικά για να τις χειριστεί;

Στην πορεία υπήρξαν χαμόγελα, αλλά υπήρξαν προφανώς και επώδυνες στιγμές, υπήρξε ατόφια συγκίνηση. Πάνω απ’ όλα, θυμάμαι την αγανάκτησή του, θα έφτανα στο σημείο να πω τον θυμό του, για την εγκληματική βαρβαρότητα του πολέμου, για τα αμέτρητα αθώα θύματα που πολλαπλασιάζουν οι συγκρούσεις και τα οποία είχε την ευκαιρία να συναντήσει κατά χιλιάδες στα πολλά ταξίδια του: ορφανά, χήρες, πρόσφυγες… Και έπειτα μια θαυμαστή μνήμη, πραγματικά ασυνήθιστη ακόμη και σε πολύ νεότερους ανθρώπους.

Και ποια διαδικασία ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών, υπήρχαν πρωτόκολλα που έπρεπε να τηρούνται κατά τη διάρκεια των συναντήσεων;

Ηταν μια πολύ ανοιχτή και πολύ ελεύθερη διαδικασία, χωρίς κανέναν αποκλεισμό εκ μέρους του, που αποτελούνταν από πολλές συναντήσεις και πολλές ανταλλαγές, συμπεριλαμβανομένων μηνυμάτων, προτάσεων, τηλεφωνημάτων. Μου έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη σε όλη τη διάρκεια, για την οποία είμαι ευγνώμων. Οπως και η ίδια η διαδικασία, έτσι και το βιβλίο αποτελούσε μυστικό —«το καλύτερα κρυμμένο μυστικό στις παγκόσμιες εκδόσεις», έγραψε ένα αμερικανικό μέσο ενημέρωσης— επειδή η κυκλοφορία του είχε προγραμματιστεί αρχικά για μετά τον θάνατό του. Στη συνέχεια, το Ιωβηλαίο έτος της Ελπίδας, το οποίο αποτελεί το νήμα με το οποίο υφαίνεται ολόκληρη η αφήγηση, ακόμη και στις πιο δραματικές σελίδες της, ήταν η αφορμή για να επισπευτεί η έκδοσή του. Και τελικά, οι δύο ημερομηνίες σχεδόν συνέπεσαν, μοιραία. Προφητικά, θα μπορούσα να πω.

Ποιο είναι το υπέρτατο νόημα αυτού του ιστορικού έργου, της πρώτης αυτοβιογραφίας ενός Πάπα στη σύγχρονη ιστορία;

Στο βιβλίο, ο Πάπας Φραγκίσκος παραθέτει ένα ποίημα που έγραψε ο Χέλντερλιν, ο Γερμανός ρομαντικός ποιητής, ένας από τους μεγάλους της λογοτεχνίας, για τα γενέθλια της γιαγιάς του. Από μικρό παιδί αγαπούσε τον Χέλντερλιν, όπως αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του, τη Ρόζα. Αυτοί οι στίχοι τελειώνουν με τα λόγια: «Είθε ο άνθρωπος να εκπληρώσει την υπόσχεση του παιδιού που ήταν κάποτε». Είναι ένας σκοπός που διαρκεί μια ζωή. Εδώ, πιστεύω ότι οι σελίδες της εκτενούς αυτοβιογραφίας του, πέτυχε το εξής: εκπλήρωσε την υπόσχεση του παιδιού, και στη συνέχεια του αγοριού, και του νεαρού άνδρα που ήταν. Αλλά αυτό το βιβλίο δεν είναι καθόλου η προσωπική του γιορτή, και ακόμη λιγότερο η αγιοποίησή του – τόσο πολύ που υπάρχουν και οι αδυναμίες του, οι δυσκολίες του. Δεν είναι ένα βιβλίο «για τον εαυτό του» αλλά ένα βιβλίο «για τους άλλους», όπως ήθελε να είναι η ίδια του η ύπαρξη.

Ποια είναι για εσάς η πιο συναρπαστική ιστορία του βιβλίου;

Υπάρχουν πολλές, και δεν είναι λίγες από αυτές που λέγονται για πρώτη φορά. Σκέφτομαι την είδηση της διπλής απόπειρας δολοφονίας του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στο Ιράκ το 2021, η οποία κατέληξε στον θάνατο των επιτιθέμενων. Είναι κάτι που, φυσικά, είχε επηρεάσει και αναστατώσει πολύ τον Πάπα: «Αυτό είναι ο δηλητηριασμένος καρπός του πολέμου», είχε σχολιάσει. Επίσης, αποκαλύπτονται δραματικές ιστορίες της εφηβείας του, όπως οι αδημοσίευτες ιστορίες του συμμαθητή του από το λύκειο που σκότωσε έναν φίλο του με το όπλο του πατέρα του ή του προβληματικού αγοριού που φρόντιζε ως νεαρός άνδρας, το οποίο μια μέρα σκότωσε την ίδια του τη μητέρα του με ένα μαχαίρι. Υπάρχει η προσωπική ιστορία της «άστεγης» θείας που έζησε μια μακρά και μοναχική ζωή ή η πραγματικά υπέροχη ιστορία της πόρνης από το Φλόρες που στο τέλος της ζωής της γίνεται μια «σύγχρονη Μαγδαληνή» και αφιερώνεται στη φροντίδα ηλικιωμένων για τους οποίους δεν ενδιαφερόταν κανένας. Ή πολλές πολύχρωμες ιστορίες που σχετίζονται με τη γειτονιά της παιδικής του ηλικίας, μερικές φορές ακόμη και τρυφερές και αστείες. Και μετά υπάρχει η μουσική, το τανγκό, τα τραγούδια, η λογοτεχνία, η ποίηση, ο κινηματογράφος: είναι πραγματικά ένα απόσταγμα ζωής , με τη σοφία κάποιου που δεν την έχει παρακολουθήσει να παρελαύνει από ένα μπαλκόνι, αλλά την έχει ζήσει στο έπακρο, στους δρόμους.

Γιατί αυτός ο Πάπας αγαπήθηκε τόσο πολύ ακόμη και από εκείνους που δεν ασπάζονταν το καθολικό δόγμα ή δεν πίστευαν καθόλου;

Επειδή αναγνωρίστηκε ως «αξιόπιστος». Ενα αγαθό που δυστυχώς φαίνεται μάλλον σπάνιο ακόμη και μεταξύ των παγκόσμιων ηγετών. Είναι η αξιοπιστία του, αλλά και το θάρρος του – η σαφήνεια και η αδιαλλαξία του στις μάχες για την ειρήνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για παράδειγμα – που τον έχουν καταστήσει σημείο αναφοράς για «άνδρες και γυναίκες καλής θέλησης», χωρίς διάκριση, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Νομίζω ότι η ανατροφή του σε μια συνηθισμένη οικογένεια, και σε μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική γειτονιά, όπου ο νεαρός Χόρχε μεγάλωσε με μια στέρεη καθολική παιδεία, αυθεντική και λαϊκή, έχοντας φιλικές και καλές γειτονικές σχέσεις και με οικογένειες άλλων ομολογιών, Προτεστάντες, Εβραίους, Μουσουλμάνους, ακόμη και με αγνωστικιστές ή άθεους, σίγουρα συνέβαλε σε αυτή την πτυχή του. Ηταν σίγουρα σημαντική για την ανάπτυξη αυτής της κουλτούρας της συνάντησης στην οποία αναφερόταν σε όλη της τη ζωή. Αν κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του τόσοι πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ήταν ανήσυχοι, αν ένα γιγάντιο πλήθος συνωσίστηκε στην κηδεία του, είναι επειδή τον αναγνώρισαν ως ένα αυθεντικό νόμισμα, που δαπανήθηκε για άλλους. Και αυτό το πλήθος μας λέει και κάτι άλλο: ότι ο κυνισμός ή ακόμα χειρότερα η βιαιότητα που πολύ συχνά φαίνεται να κυριαρχεί στην επικοινωνία μας καθώς και στην πολιτική είναι κάτι στο οποίο εκατομμύρια άνθρωποι δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.

Πώς φανταζόταν ο Φραγκίσκος την εξέλιξη του παπισμού;

Στην αυτοβιογραφία του, λέει ότι ονειρεύεται έναν παπισμό που θα είναι ολοένα και περισσότερο αυτός της προσφοράς και της κοινωνίας, που θα υπηρετεί τους πάντες, και ταυτόχρονα μια Εκκλησία ικανή να αναπτύσσεται σε δημιουργικότητα και να κατανοεί τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, να ανοίγεται στον διάλογο: «Μια κλειστή, φοβισμένη Εκκλησία είναι μια νεκρή Εκκλησία», λέει.

Επιμέλεια: Δημήτρης Ρηγόπουλος

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X