
Kathimerini.gr
Οι στρατιωτικές δαπάνες ανέβηκαν κατακόρυφα στην Ευρασία την τελευταία δεκαετία, με σημείο αναφοράς κυρίως δύο γεγονότα-επιταχυντές από τα οποία πήραν ώθηση: τη μονομερή προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία του 2014 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία του 2022. Οσα έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή μετά τον Οκτώβριο του 2023 ήρθαν να επιταχύνουν, αλλά και να διευρύνουν γεωγραφικά, ήδη υπάρχουσες τάσεις, τις οποίες παράλληλα συνδαυλίζει εδώ και χρόνια το πλούσιο σε αντικρουόμενες διεκδικήσεις μέτωπο της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Ως προς αυτήν την -πρωτοφανή για τα μεταψυχροπολεμικά δεδομένα- άνοδο των αμυντικών δαπανών, τα ίδια τα νούμερα δεν αφήνουν πια κανένα περιθώριο αμφιβολίας.
Με βάση τις σχετικές εκθέσεις των ινστιτούτων IISS και SIPRI («Military Balance» και «Trends in World Military Expenditure» αντίστοιχα), οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν το 2024 κατά περίπου 40% σε σχέση με το 2023 (38% σύμφωνα με το SIPRI, 42% σύμφωνα με το IISS) ενώ συνολικά, από το 2015 και έπειτα, αυτές έχουν διπλασιαστεί αφού κατέγραψαν μια αύξηση που ξεπερνά το 100%.
Αλλά και από την «άλλη» πλευρά, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες -που ανεβαίνουν αδιαλείπτως κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία- έχουν πια αυξηθεί κατά περίπου 50% σε σχέση με το 2014, ενώ το 2024 σημείωσαν ένα άλμα ύψους 12% σε σχέση με το 2023.
Από τα -συνολικά 32 πια- μέλη του ΝΑΤΟ, τα 22 φέρονται τελικώς να έπιασαν πέρυσι τον στόχο του 2% του ΑΕΠ στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών (αν και προηγούμενες εκτιμήσεις τα υπολόγιζαν σε 18). Υπενθυμίζεται πάντως ότι προ δεκαετίας, οι αντίστοιχοι «επιτυχόντες» μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Σε επίπεδο ποσοστών επί του ΑΕΠ, πρωταθλητές μεταξύ των νατοϊκών δυνάμεων είναι πια οι Πολωνοί με το 4,1% που επέτυχαν το 2024, ενώ για τη Ρωσία το αντίστοιχο ποσοστό κινήθηκε πέρυσι κοντά στο 7% επί του ΑΕΠ (6,7% σύμφωνα με το IISS – 7,1% σύμφωνα με το SIPRI) και για την Ουκρανία κοντά στο… 34%.
Σε επίπεδο απόλυτων μεγεθών ωστόσο, οι νατοϊκές ΗΠΑ παίζουν χωρίς αντίπαλο, αφού ο αμυντικός τους προϋπολογισμός πέρυσι σχεδόν άγγιξε το 1 τρισ. δολ., ποσό πολλαπλάσιο εάν συγκριθεί με τα αντίστοιχα της Κίνας (των επισήμως περίπου 230 δισ. δολ.) και της Ρωσίας (των επισήμως περίπου 150 δισ. δολ.). Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης PPP (δηλαδή όταν ένα δολάριο μπορεί να έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη στη Ρωσία ή στην Κίνα από ό,τι στις ΗΠΑ) που ανεβάζουν σημαντικά τις «πραγματικές» αμυντικές δαπάνες Κινέζων και Ρώσων, τα ποσά που αυτοί ξόδεψαν στην άμυνα υπολείπονται κατά πολύ των αντίστοιχων αμερικανικών.
Αρχής γενομένης από την περασμένη εβδομάδα ωστόσο, οι νατοϊκές δυνάμεις, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, πήραν τον στόχο του 2% που είχαν θέσει το 2014 και τον ανέβασαν ακόμη υψηλότερα, στο 5%, με το βλέμμα στραμμένο στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν από τη μία πλευρά και στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη. Με βάση το ανακοινωθέν που έδωσαν στη δημοσιότητα οι «32» έπειτα από τη νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής της Χάγης την περασμένη εβδομάδα, «η μακροπρόθεσμη απειλή που συνιστά η Ρωσία για την ευρωατλαντική ασφάλεια» επιβάλλει ως ανάγκη την ακόμη μεγαλύτερη αποτροπή και, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το 2% θα πρέπει να γίνει 5%.
Αυτός ο στόχος του 5%, ακόμη κι αν εκληφθεί ως «συμβολικός», «πολιτικός» ή «μη κυριολεκτικός», ως ένα σημείο αναφοράς δηλαδή που πιο πολύ φανερώνει μια διάθεση κι όχι μια κυριολεκτική δέσμευση, φανερώνει πια ότι το ΝΑΤΟ δίνει τώρα προτεραιότητα στην αποτροπή, στη σκληρή ισχύ και στη στρατιωτική ετοιμότητα, γεγονός το οποίο όμως σηματοδοτεί μια ευρύτερη μετατόπιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο νοείται πια η ασφάλεια, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το ινστιτούτο SIPRI.
Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» της τελευταίας νατοϊκής Συνόδου ωστόσο, δεν ήταν ο Πούτιν αλλά ο Τραμπ, ο οποίος αποκήρυσσε παλαιόθεν το 2% ως απαγορευτικά χαμηλό και καλούσε τους Ευρωπαίους να το αυξήσουν, όχι λόγω της ρωσικής απειλής (την οποία άλλωστε πρώτος ο ίδιος ο Τραμπ δεν αναγνωρίζει όταν προσεγγίζει ως τον Πούτιν) αλλά με στόχο να ελαφρύνουν τα συμμαχικά βάρη που έχουν επωμιστεί οι ΗΠΑ.
Εκείνο το 2% είχε όντως «ταλαιπωρήσει» ως εσωτερικό αγκάθι (ή ακόμη και «ανέκδοτο» τουλάχιστον για μια περίοδο) το ΝΑΤΟ επί σειρά ετών. Επισημοποιήθηκε ως στόχος το 2014 στη νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας, έπειτα από τα γεγονότα της Κριμαίας, αλλά επί της ουσίας ήταν στο τραπέζι ως οδηγία ήδη από το 2006. Με βάση όσα αποφασίστηκαν ωστόσο την περασμένη εβδομάδα στη Σύνοδο Κορυφής της Χάγης, οι νατοϊκοί Σύμμαχοι (των νεοφερμένων Φινλανδών και Σουηδών συμπεριλαμβανομένων) καλούνται τώρα να ανεβάσουν τις αμυντικές τους δαπάνες ακόμη υψηλότερα: στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Μπορούν; Κι αν ναι, με ποιο «παράπλευρό» κόστος; Κι αν το πράξουν, η Ρωσία θα μπορέσει, άραγε, να τους ακολουθήσει σε αυτήν τη νέα εξοπλιστική κούρσα;
Σύμφωνα με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, η περαιτέρω αύξηση των αμυντικών δαπανών από την πλευρά των χωρών του ΝΑΤΟ θα μπορούσε μελλοντικά να οδηγήσει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ακόμη και στην κατάρρευση. Ο πολύπειρος επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας υποστηρίζει, με άλλα λόγια, ότι οι νατοϊκές δυνάμεις δεν πρόκειται να καταφέρουν να σηκώσουν μεσομακροπρόθεσμα το κόστος των δαπανών που τώρα προπαγανδίζουν ως γεωστρατηγικά αναγκαίο.
Μόλις πριν από λίγα 24ωρα ωστόσο, ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, είχε υποστηρίξει το ίδιο για τη Ρωσία: ότι δηλαδή θα μπορούσε κι εκείνη να καταρρεύσει οικονομικοπολιτικά υπό το βάρος των δικών της υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών… όπως άλλωστε είχε γίνει και στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Πολωνό ΥΠΕΞ, η Μόσχα θα έχανε εάν έμπαινε σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών απέναντι στη Δύση, διακινδυνεύοντας ανατροπές εντός των ρωσικών συνόρων, μεταξύ αυτών ακόμη και την πτώση του ιδίου του Πούτιν. «Ο Πούτιν θα πρέπει να καταλάβει ότι βρίσκεται στον δρόμο του Μπρέζνιεφ. Ο ίδιος (σ.σ. ο Πούτιν) είχε πει κάποτε ότι η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε επειδή ξόδευε πάρα πολλά σε εξοπλισμούς, και τώρα αυτός κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα […] διεξάγει έναν πολύ ακριβό πόλεμο […] προκαλώντας τη Δύση να ενισχύσει τις αμυντικές της δαπάνες», δήλωσε ο Σικόρσκι, μιλώντας στο AFP.
Παρά τις δυτικές κυρώσεις με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η ρωσική οικονομία αναπτύχθηκε τα έτη 2023 και 2024 κατά 3,6% και 4,1% αντίστοιχα, παίρνοντας ώθηση κυρίως από τις κλιμακούμενες ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες. Η εικόνα ωστόσο, δείχνει διαφορετική φέτος, καθώς Ρώσοι αξιωματούχοι σπεύδουν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με τη φάση στην οποία πλέον βρίσκεται η ρωσική οικονομία.
Ο Ρώσος ΥΠΟΙΚ Μαξίμ Ρεσέτνικοφ, δήλωσε προ ημερών, κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ότι η οικονομία της χώρας του βρίσκεται πια στο πρόθυρα της ύφεσης, ενώ η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, Ελβίρα Ναμπιουλίνα, υπογράμμιζε τον κίνδυνο της υπερθέρμανσης ο οποίος όμως δημιουργεί ανάγκες ψύξης και επιβράδυνσης καθώς αναζητά διέξοδο. Σύμφωνα με το Bloomberg, η ρωσική οικονομία καλείται πια να αντιμετωπίσει επιδεινούμενες προοπτικές, πολύ πιο σοβαρές από ό,τι αναγνωρίζεται δημόσια, μεταξύ αυτών ακόμη και τον κίνδυνο μιας συστημικής τραπεζικής κρίσης μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
«Η ρωσική οικονομία ήδη καταρρέει», διαμηνύει από την πλευρά του ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επενδύοντας επικοινωνιακό κεφάλαιο σε ένα σενάριο («ευσεβή πόθο» για τους Ουκρανούς) το οποίο προφανώς θα βόλευε το Κίεβο.
«Ορισμένοι ειδικοί και εμπειρογνώμονες επισημαίνουν τους κινδύνους στασιμότητας, ακόμη και ύφεσης. Αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί να συμβεί σε καμία περίπτωση», δήλωσε από την πλευρά του ο ίδιος ο Πούτιν, παραδεχόμενος έτσι ότι όντως υπάρχουν ρωσικές ανησυχίες που αρχίζουν πια να βγαίνουν στο φως. Προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, ο Ρώσος ηγέτης υποστήριξε ότι η χώρα του πρόκειται να αρχίσει τώρα, ξεκινώντας από το 2026, να μειώνει τις αμυντικές της δαπάνες. «Σχεδιάζουμε να μειώσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες. Τον επόμενο και τον μεθεπόμενο χρόνο. Κατά την επόμενη τριετία. Το σχεδιάζουμε. Αντίθετα, η Ευρώπη σκέφτεται πώς να αυξήσει τις δικές της δαπάνες. Ποιος προετοιμάζεται λοιπόν για επιθετικές ενέργειες; Εμείς ή αυτοί;», δήλωσε από την πλευρά του ο Ρώσος πρόεδρος, αφήνοντας όμως ασχολίαστο το γεγονός ότι ήταν ο ίδιος ο Τραμπ, στον οποίο ο Πούτιν δεν θέλει να ασκεί δημόσια κριτική, εκείνος ο οποίος απαίτησε από τους Ευρωπαίους να αυξήσουν αυτές τις δαπάνες. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ρώσος ηγέτης, το 6,3% του ΑΕΠ που ξοδεύει επί του παρόντος η Μόσχα στην Αμυνα είναι απαγορευτικά υψηλό με ορίζοντα μεσομακροπρόθεσμο. Ευρωπαίοι, Ουκρανοί και Αμερικανοί έχουν βέβαια λόγους να αντιμετωπίζουν με «καχυποψία» όσα λέει τώρα ο Ρώσος πρόεδρος.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, το ύψος των αμυντικών δαπανών μπορεί να εξελιχθεί όντως σε πονοκέφαλο για πολλούς εκ των Ευρωπαίων ηγετών. Χώρες όπως η Ισπανία του Σάντσεθ, η Σλοβακία του Φίτσο και το Βέλγιο δεν έκρυψαν τη δυσφορία τους για τον στόχο του 5%… αν και «συνυπέγραψαν» το κοινό ανακοινωθέν του ΝΑΤΟ στη Χάγη, ενώ η Ιταλία της Μελόνι επιχειρεί τώρα να παρουσιάσει ως στρατιωτική δαπάνη την ύψους 13,5 δισ. ευρώ κατασκευή μιας γέφυρας που θα συνδέει τη Σικελία με την υπόλοιπη Ιταλία.
«Τα επίπεδα χρέους μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ είναι σχετικά υψηλά και η δημοσιονομική βιωσιμότητα αρκετών εξ αυτών αμφισβητήσιμη», γράφουν οι αναλυτές του SIPRI, στρέφοντας το βλέμμα σε χώρες όπως είναι, μεταξύ άλλων, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία αλλά και οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι προοπτικές ανάπτυξης των οποίων αναθεωρήθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις επί τα χείρω ενώ χρέη και ελλείμματα παραμένουν στο κόκκινο.
Πώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν οι αμυντικές δαπάνες τα επίπεδα του χρέους αλλά και όλες τις άλλες δαπάνες στο πλαίσιο των εθνικών προϋπολογισμών; Το 5% έχει καταγραφεί πια ως στόχος, αλλά με ορίζοντα τα έτη 2029 (οπότε αναμένεται να γίνει μια πρώτη αξιολόγηση) και 2035…