
Kathimerini.gr
Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε τα ξημερώματα της Πέμπτης πως ακύρωσε τη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς «δεν του φαινόταν σωστό».
Δεν φαινόταν να οδηγούμαστε πουθενά, οπότε την ακύρωσα, όμως θα γίνει στο μέλλον», δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ σχετικά με την ανακοινωθείσα συνάντηση που επρόκειτο να έχει με τον Ρώσο ομόλογό του στη Βουδαπέστη για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Λίγο νωρίτερα, ο Τραμπ είχε εγκρίνει νέες, σοβαρές κυρώσεις κατά ρωσικών ενεργειακών κολοσσών.
«Κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντιμίρ, έχουμε καλές συζητήσεις, όμως κατόπιν δεν πάνε πουθενά», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον γενικό γραμματέα του NATO, Μαρκ Ρούτε, στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου.
Λίγο νωρίτερα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε κυρώσεις στους ρωσικούς ενεργειακούς ομίλους Rosneft και Lukoil, προσάπτοντας στη Μόσχα «έλλειψη σοβαρής δέσμευσης σε μια ειρηνευτική διαδικασία για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία».
«Με δεδομένη την άρνηση του προέδρου Πούτιν να βάλει τέλος σε αυτόν τον παράλογο πόλεμο, το υπουργείο Οικονομικών (των ΗΠΑ) επιβάλλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες (ρωσικές) πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες χρηματοδοτούν την πολεμική μηχανή του Κρεμλίνου», τόνισε ο Σκοτ Μπέσεντ στην ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από τις υπηρεσίες του.
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε ότι η Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένη να «αναλάβει περαιτέρω δράση αν χρειάζεται» και συμπλήρωσε πως «παροτρύνουμε τους συμμάχους μας να ενωθούν μαζί μας και να υιοθετήσουν τις κυρώσεις αυτές».
Εν συνεχεία, υποδεχόμενος τον κ. Ρούτε, ο Τραμπ δήλωσε ότι «ελπίζει» πως οι κυρώσεις που ανακοινώθηκαν θα είναι βραχείας διάρκειας και ότι θα έχουν συμβολή στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Μιλώντας για «τεράστιες» κυρώσεις, ο Ρεπουμπλικανός είπε ότι «ελπίζουμε πως δεν θα διαρκέσουν πάρα πολύ. Ελπίζουμε πως θα ο πόλεμος θα τερματιστεί».
Ανοικτοί σε διάλογο
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Μάρκο Ρούμπιο, διαβεβαίωσε πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξακολουθεί να επιθυμεί να γίνουν συνομιλίες με αυτήν της Ρωσίας, παρά την ακύρωση της σχεδιαζόμενης συνάντησης Τραμπ – Πούτιν στη Βουδαπέστη και την επιβολή κυρώσεων στους ρωσικούς πετρελαϊκούς ομίλους.
«Επιθυμούμε πάντα να συναντηθούμε με τους Ρώσους», είπε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών σε δημοσιογράφους. «Ενδιαφερόμαστε πάντα για διάλογο εάν υπάρχει πιθανότητα να καταλήξουμε στην ειρήνη» στην Ουκρανία, πρόσθεσε.
Οι κυρώσεις στους ρωσικούς πετρελαϊκούς ομίλους έγιναν δεκτές με ικανοποίηση από το Κίεβο. Η πρέσβειρα της Ουκρανίας στην Ουάσιγκτον εξήρε χθες την αμερικανική απόφαση, τονίζοντας πως μόνο οι επιδείξεις ισχύος έχουν αποτέλεσμα έναντι της Μόσχας.
«Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται πλήρως με την πάγια θέση της Ουκρανίας κατά την οποία η ειρήνη δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά διά της ισχύος και της άσκησης μέγιστης πίεσης στον επιτιθέμενο και με τη βοήθεια όλων των διαθέσιμων διεθνών εργαλείων», ανέφερε η Ολγα Στεφανίσινα μέσω X.
Αμεσος αντίκτυπος στις αγορές
Οι τιμές του πετρελαίου σημείωσαν αλματώδη αύξηση, περί το 3%, στην έναρξη των συναλλαγών στις αγορές εμπορευμάτων στην Ασία σήμερα, μετά τις νέες αμερικανικές κυρώσεις, προκαλώντας ανησυχίες για την προσφορά.
Περί τις 03.45, η τιμή του βαρελιού βορειοαμερικανικού πετρελαίου της ποικιλίας WTI αυξανόταν κατά 2,87% στα 60,18 δολάρια το βαρέλι, ενώ αυτή του βαρελιού Brent Βόρειας Θάλασσας κατά 2,81%, στα 64,35 δολάρια.
Οι αμερικανικές κυρώσεις «φέρνουν στο φως τους λόγους για τους οποίους οι ΗΠΑ αποκατέστησαν τα στρατηγικά τους αποθέματα στην αρχή της εβδομάδας: η κυβέρνηση (Τραμπ) εκτιμά ότι οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται σε επίπεδο (…) επαρκώς χαμηλό, ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναταράξεις στην παγκόσμια προσφορά», εκτίμησε ο Κάιλ Ρόντα, αναλυτής της εταιρείας Capital.com.
Η Ρωσία κατατάσσεται τρίτη παγκοσμίως στην παραγωγή αργού, πίσω από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Της αναλογούσε περί το 11% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου πέρυσι.
Οι κυρώσεις εις βάρος των ρωσικών ομίλων ανακοινώθηκαν καθώς η Ουάσιγκτον εντείνει την πίεση σε ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στην Ινδία και την Ιαπωνία –μεγάλους εισαγωγείς υδρογονανθράκων– προκειμένου να σταματήσουν να αγοράζουν ενέργεια από τη Ρωσία, με το επιχείρημα πως χρηματοδοτούν έτσι τον πόλεμο που διεξάγει ο Πούτιν στην Ουκρανία.