
Kathimerini.gr
Παραδοσιακά ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους γεωπολιτικής ή οικονομικής κρίσης, το ελβετικό φράγκο έχει δεχθεί μαζικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων που έχουν οδηγήσει σε επιθετική ανατίμησή του. Στην προσπάθειά της να ανακόψει την άνοδο του νομίσματος που οδηγεί την Ελβετία σε αποπληθωρισμό, η κεντρική τράπεζα της χώρας υιοθέτησε μηδενικά επιτόκια. Στη συνεδρίασή της χθες μείωσε τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, στο 0,0%, και σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς είναι πιθανόν στο εγγύς μέλλον να τα μειώσει περαιτέρω σε αρνητικό πρόσημο.
Στη σχετική ανακοίνωσή της, η Τράπεζα της Ελβετίας επισημαίνει πως «οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν υποχωρήσει σε σύγκριση με τα επίπεδα του προηγούμενου τριμήνου» και εξηγεί ότι με τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της επιχειρεί «να ανακόψει την αντίστροφες πιέσεις, τις πιέσεις από τη μείωση του πληθωρισμού». Προσθέτει ότι θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί προσεκτικά την κατάσταση και να προσαρμόζει αναλόγως τα επίπεδα των επιτοκίων «αν χρειαστεί, ώστε να διασφαλίσουμε πως ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε επίπεδα συμβατά με τη μεσοπρόθεσμη σταθερότητα των τιμών».
Στην παρούσα συγκυρία, η Ελβετία αποτελεί ειδική περίπτωση, μιας και πολλές άλλες χώρες εξακολουθούν να μάχονται τον πληθωρισμό. Αντιμετωπίζει ορατό κίνδυνο αποπληθωρισμού καθώς τον Μάιο οι τιμές καταναλωτή υποχώρησαν κατά 0,1%. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μεμονωμένο περιστατικό στην Ελβετία καθώς η χώρα έχει επανειλημμένως αντιμετωπίσει πρόβλημα αποπληθωρισμού στη διάρκεια των δεκαετιών του 2010 και του 2020. Καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί συχνά σε υποχώρηση τις τιμές της Ελβετίας είναι η ισχύς του ελβετικού φράγκου.
Οπως εξηγεί η Σαρλότ ντε Μονπελιέ, οικονομολόγος που καλύπτει θέματα Γαλλίας και Ελβετίας στην ING, «ως ασφαλές καταφύγιο, το ελβετικό φράγκο τείνει πάντα να ενισχύεται σε περιόδους ανησυχίας στις διεθνείς αγορές». Η ίδια επεκτείνεται τονίζοντας ότι η ενίσχυση του νομίσματος οδηγεί σε πτώση τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων και «δεδομένου ότι η Ελβετία είναι μια μικρή αλλά ανοικτή οικονομία, οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν σημαντική μερίδα του δείκτη τιμών καταναλωτή».
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι προσπάθειες της Τράπεζας της Ελβετίας αποδεικνύονται ατελέσφορες, γιατί μετά τη συνεχή άνοδο που σημειώνει τους τελευταίους μήνες, το ελβετικό φράγκο ενισχύθηκε περαιτέρω χθες παρά τη μείωση των επιτοκίων. Οικονομικοί αναλυτές και αναλυτές συναλλάγματος εκτιμούν, έτσι, πως η Τράπεζα της Ελβετίας θα αναγκαστεί να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια.
Ανάμεσά τους ο Αντριαν Πρέτετζον, οικονομολόγος της Capital Economics με αρμοδιότητα για τα θέματα της Ευρώπης, που προβλέπει ότι μέσα στο έτος η κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει σε νέα μείωση και θα οδηγήσει τα επιτόκια του φράγκου στο -0,25% και ίσως ακόμη και βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος. «Υπάρχει κίνδυνος να προχωρήσει στο μέλλον σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και να τα φτάσει στο -0,75%, αν δεν αρχίσει να επιταχύνεται ο πληθωρισμός», υπογράμμισε ο ίδιος και υπενθύμισε πως το 2010 η Τράπεζα της Ελβετίας είχε και πάλι αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια του φράγκου στο -0,7%.
Οπως επισήμανε ο εν λόγω οικονομολόγος, τα αρνητικά επιτόκια μπορούν να συμπιέσουν την ισοτιμία του νομίσματος, καθιστούν φθηνότερο τον δανεισμό και ενθαρρύνουν τις επενδύσεις. Παράλληλα, όμως, ενέχουν κινδύνους αφενός για τους καταθέτες, που όχι μόνο δεν έχουν κανένα κέρδος στις αποταμιεύσεις τους αλλά τις βλέπουν να μειώνονται, και αφετέρου για τις τράπεζες, που αντλούν μικρότερο κέρδος από τις χορηγήσεις δανείων.
Την ανησυχία του συμμερίζεται και η Μονπελιέ, η οποία μιλώντας στο δίκτυο CNBC τόνισε ότι σε τελική ανάλυση τα αρνητικά επιτόκια μπορούν «να στρεβλώσουν τις χρηματαγορές, να συμπιέσουν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών και να ενσπείρουν ανησυχία για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος».