ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Στο 1.250% η εκτίμηση κινδύνου μιας επένδυσης σε κρυπτονόμισμα

Το bitcoin, το πλέον ριψοκίνδυνο σύμφωνα με την Επιτροπή της Βασιλείας.

Kathimerini.gr

Σε μια προ πολλού αναμενόμενη κίνηση προέβησαν χθες οι διεθνείς εποπτικές αρχές του τραπεζικού συστήματος, που τους τελευταίους μήνες προβληματίζονται όλο και περισσότερο για την αυξανόμενη δημοτικότητα των κρυπτονομισμάτων αλλά και τις ιλιγγιώδεις αυξομειώσεις των τιμών τους. Ενώ, όμως, η κίνησή τους φαίνεται να στοχεύει στο να αποθαρρύνει τους επενδυτές από την έκθεσή τους στις αδιαφανείς αυτές επενδύσεις, παράλληλα τείνει να εντάξει τα κρυπτονομίσματα στις κοινώς αποδεκτές επενδύσεις.

Η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας πρότεινε χθες να χαρακτηριστεί το bitcoin «η πλέον ριψοκίνδυνη από όλες τις επενδύσεις» και ταυτόχρονα να βαθμολογηθεί με ένα ποσοστό επικινδυνότητας 1.250% η έκθεση των τραπεζών σε οποιοδήποτε κρυπτογραφημένο νόμισμα. Ως εκ τούτου ζητά να υποχρεωθούν οι τράπεζες σε προβλέψεις έναντι απωλειών που να καλύπτουν το 100% της έκθεσής τους, καθιστώντας τα κρυπτονομίσματα την ακριβότερη επιλογή για μια τράπεζα εφόσον δεν υπάρχει τόσο υψηλή πρόβλεψη για καμία άλλη επένδυση.

Με αυτήν την κίνησή της η διεθνής Επιτροπή επιχειρεί να καταστήσει δυσβάσταχτα δαπανηρή την έκθεση των τραπεζών στα κρυπτονομίσματα, ευελπιστώντας να καθυστερήσει και την ενσωμάτωσή τους στα χαρτοφυλάκιά τους. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό καθαυτό το γεγονός, ότι βαθμολογεί την επισφάλεια της επένδυσης, τείνει να οδηγήσει τις κρυπτογραφημένες αξίες πλησιέστερα στις κοινώς αποδεκτές επενδύσεις. Μόλις διέρρευσε η είδηση, το bitcoin σημείωσε άλμα κατά 5%, φτάνοντας στις 37.361 δολάρια, για να υποχωρήσει αργότερα στις 36.200 δολάρια. Σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, πάντως, το bitcoin έχει χάσει το 40% της αξίας του, υποχωρώντας από τα ιστορικά υψηλά των περίπου 65.000 δολαρίων στα οποία βρισκόταν περίπου στα μέσα Απριλίου.

Η Επιτροπή της Βασιλείας, ο ισχυρότερος θεσμός θέσπισης διεθνών τραπεζικών προδιαγραφών, προειδοποίησε, άλλωστε, πως ορισμένες κρυπτογραφημένες αξίες έχουν αποδειχθεί υπερβολικά ασταθείς και αυτό συνεπάγεται ότι «παρουσιάζουν μεγάλους κινδύνους για τις τράπεζες καθώς αυξάνεται η έκθεσή τους σε αυτές, και μεταξύ άλλων εγκυμονούν κινδύνους ρευστότητας, πιστωτικούς κινδύνους, κινδύνους για την αγορά, λειτουργικούς κινδύνους όπως η απάτη και οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο, κινδύνους για ξέπλυμα χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, αλλά ακόμη και κινδύνους δυσφήμησης ή προβλημάτων νομιμότητας». Άφησε, πάντως, ανοικτό το ενδεχόμενο να ισχύσουν πιο χαλαρές ρυθμίσεις και απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα stablecoins, μιας ιδιαίτερης κατηγορίας ψηφιακές αξίες που συνήθως δεν παρουσιάζουν την αστάθεια των κρυπτονομισμάτων, καθώς είναι συνδεδεμένες με την αξία κάποιου συμβατικού νομίσματος. Όπως τόνισε η Επιτροπή της Βασιλείας, για αυτά μπορεί να ισχύσουν συνήθη επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και προβλέψεων αντίστοιχα με εκείνα που ισχύουν για τα ομόλογα, τα δάνεια, τις καταθέσεις, τις μετοχές και τα εμπορεύματα.

Σχολιάζοντας σχετικά ο Ρος Μέιφιλιντ, αναλυτής της Robert W. Baird & Co., τόνισε πως «το μόνο στοιχείο που παραμένει σταθερό είναι η μεγάλη αστάθεια της τιμής του που εμφανίζει μεγάλα άλματα, τόνους ενθουσιασμού και στη συνέχεια μαζικές πωλήσεις». Ο ίδιος προσθέτει πως όταν πιστεύει κανείς σε αυτό, τότε ενδεχομένως μπορεί να χωνέψει και τις μεγάλες μεταβολές, αλλά αν έχει απλώς επενδύσει σε αυτό προσβλέποντας σε εύκολο κέρδος, τότε δεν μπορεί να αποδεχθεί εύκολα αυτήν την υπερβολική αστάθεια.

Η είδηση από την Επιτροπή της Βασιλείας προκάλεσε σειρά αντιδράσεων τόσο από τη Wall Street όσο και από άλλα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ο Λιουκ Σάλι, για παράδειγμα, διευθύνων σύμβουλος της Ledgermatic, επισήμανε πως «τόσο οι οπαδοί όσο και οι επικριτές του bitcoin θα χαρακτηρίσουν νίκη τους αυτήν την κίνηση. Η πρόταση της Επιτροπής της Βασιλείας καταδεικνύει πως το bitcoin είναι πλέον μια αναγνωρισμένη επένδυση με συγκεκριμένες παραμέτρους διακινδύνευσης για τις τράπεζες, αλλά αυτές οι παράμετροι μπορεί να αποθαρρύνουν την έκθεση σε αυτό εφόσον συνοδεύονται από δυσβάσταχτες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που το καθιστούν ασύμφορο».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X