
«Το πρωί της Τρίτης 23 Ιουλίου επισκέφθηκε τον Κληρίδη στο σπίτι του ο επιφανής Κύπριος επιχειρηματίας, Στέλιος Ιωάννου, της εργοληπτικής Ιωάννου και Παρασκευαΐδης, για να τον προϊδεάσει ότι θα δεχόταν πρόταση να αναλάβει την προεδρία και να τον ενθαρρύνει να αποδεχθεί (Συνέντευξη Χρ. Χριστοδούλου). Ο Ιωάννου συνδεόταν με τον Ντίμη Δημητρίου, ο οποίος θα λειτουργούσε ως μεσολαβητής της μετάβασης από τον Σαμψών, την παραίτηση του οποίου είχε εξασφαλίσει ο ταγματάρχης Σκλαβενίτης.
Στις 13:00 ο Ντίμης Δημητρίου έφτασε σπίτι του Κληρίδη. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν χρόνια μεταξύ τους. Από το 1969 ο Δημητρίου ήταν μέλος του 100μελούς συμβουλίου του Ενιαίου Κόμματος, του οποίου ηγείτο ο Κληρίδης. Τα Ηνωμένα Έθνη, του είπε ο Δημητρίου, είχαν υποδείξει ότι η πίεση στην Τουρκία να εφαρμόσει τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός (στις 23 Ιουλίου εφαρμόστηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός) θα ήταν πιο αποτελεσματική, αν αποκαθίστατο η συνταγματική τάξη με την παραίτηση Σαμψών και την ανάληψη καθηκόντων προεδρεύοντος από τον ίδιο. Ο Σαμψών, τον διαβεβαίωσε, ήταν σύμφωνος.
Οι δύο άνδρες, μαζί, κατευθύνθηκαν στο υπουργείο Εξωτερικών, απέναντι από το καταστραμμένο Προεδρικό Μέγαρο. Σε λίγο κατέφθασε και ο Σαμψών με τον Σκλαβενίτη και άλλους οπλισμένους Ελλαδίτες αξιωματικούς. Το αποικιακό κτίσμα χρησιμοποιείτο ως προεδρικό γραφείο και ήταν περικυκλωμένο από ένοπλους, ως επί το πλείστον άνδρες της ΕΟΚΑ Β΄. Η αυλή του ήταν διάσπαρτη από κάλυκες, σουβενίρ της επίθεσης που κατέστρεψε το Προεδρικό μια μόλις βδομάδα προηγουμένως. Εκείνη τη στιγμή ο Κληρίδης πήρε μιαν αμφιλεγόμενη απόφαση∙ ορκίσθηκε ενώπιον του καθαιρεμένου, θανάσιμου εχθρού του Μακαρίου, μητροπολίτη Γεννάδιου, ο οποίος στο πραξικόπημα είχε αναλάβει τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου (το κυπριακό σύνταγμα δεν προβλέπει ορκωμοσία, αλλά απλή διαβεβαίωση τήρησης του συντάγματος. Ο Κληρίδης, ωστόσο, ούτε αυτή τη διαβεβαίωση χρειαζόταν να δώσει αφού ως Πρόεδρος της Βουλής, βάσει του συντάγματος, αντικαθιστά αυτόματα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει ή δεν μπορεί προσωρινά να εκτελεί τα καθήκοντα του). Επιπλέον, την επομένη σε ανακοίνωσή του ευχαρίστησε τον Σαμψών. Εκείνες τις μέρες ουδείς, πλην του Λυσσαρίδη, επέκρινε τις ενέργειες Κληρίδη.
Ήταν κατανοητό ότι αυτά “ήταν εκείνα που έπρεπε να λεχθούν για να ικανοποιηθούν οι στρατιωτικοί που παραμόνευαν με το όπλο στο χέρι, έτοιμοι να κινήσουν και πάλι τα τανκς εναντίον του”. Η κατάσταση στο εσωτερικό της Κύπρου “ήταν πολύ ρευστή, σε σημείο που ο Κληρίδης ήταν μόνο τυπικά πρόεδρος” (“Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, Περίοδος 1974-1978”, τόμος Α, σελ. 157).
Λίγη ώρα μετά την ορκωμοσία τον επισκέφθηκε ο στενός του συνεργάτης, Χριστόδουλος Χριστοδούλου (ο Κληρίδης διόρισε τον Χριστοδούλου υφυπουργό παρά τω Προέδρω την 1η Σεπτεμβρίου 1974), ο οποίος βρήκε “το υπουργείο περικυκλωμένο από 50-60 οπλισμένους πραξικοπηματίες και ο κύριος Κληρίδης τα είχε χαμένα, ήταν παροπλισμένος και αποκλεισμένος”. Βρισκόταν υπό το στενό κλοιό των πραξικοπηματιών. Κάθε του κίνηση και κάθε του τηλεφώνημα παρακολουθείτο και ήταν εμφανές και σε άλλους επισκέπτες ότι αισθανόταν άβολα.
Όταν, στις 28 Ιουλίου, μετακόμισε το προεδρικό γραφείο στο κτίριο του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών (ΓΔΠ), μόλις 500 περίπου μέτρα βορειότερα, ο Ρότζερ Ντέιβις εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή στη διάθεση του Κληρίδη. Μετακόμισε, κατέγραψε σε τηλεγράφημά του, “μακριά από τον Ντίμη Δημητρίου” και στον νέο χώρο “η ένοπλη φρουρά [του Κληρίδη] είναι εμφανέστατη εντός και εκτός του κτιρίου. Επικρατεί πολύ μεγαλύτερη τάξη και ο ίδιος φαινόταν πιο άνετος και με περισσότερη αυτοπεποίθηση” (Απόρρητο τηλεγράφημα 1932, από πρεσβεία Λευκωσίας προς Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 29/7/1974). Ήταν ένα πρώτο σημαντικό, αλλά συμβολικό βήμα, που ουδόλως άλλαζε, έστω και κατ’ ελάχιστον, την κατάσταση που επικρατούσε πέραν του προεδρικού γραφείου.
Η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας παρέμενε στα χέρια των αξιωματικών που εκτέλεσαν το πραξικόπημα. Μεγάλη ποσότητα οπλισμού, που προοριζόταν για τις φιλοκυβερνητικές παρακρατικές δυνάμεις, όπως και ο οπλισμός του διαλυθέντος Εφεδρικού, πέρασαν στα αντίπαλα χέρια των ανδρών της ΕΟΚΑ Β΄. Γύρω στους 800 από αυτούς “νομιμοποιήθηκαν” ως ειδικοί αστυνομικοί από το καθεστώς Σαμψών (“Κληρίδης”, τόμος 4, σελ. 99). Μερικές μέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Κληρίδη, οπλαρχηγοί της ΕΟΚΑ Β΄ μπούκαραν ανενόχλητοι στο γραφείο του για να τον προειδοποιήσουν ότι “δεν θα επιτρέψουμε να θυματοποιηθούν οι άνθρωποί μας” (συνέντευξη Χρ. Χριστοδούλου). Ομάδες οπλισμένων Εοκαβητατζήδων, ειδικών αστυνομικών, αλλά και πολιτών ανέκοπταν αυτοκίνητα που μετέφεραν εφημερίδες και κατέστρεφαν τα φιλομακαριακά φύλλα, πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό, διενεργούσαν έρευνες σε σπίτια μακαριακών, συλλάμβαναν αυθαίρετα πολίτες, στρατιωτικούς και αστυνομικούς και τους φυλάκιζαν σε αστυνομικούς σταθμούς που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Μετά την παράδοση της εξουσίας, ο Σαμψών κυκλοφορούσε ελεύθερος, οπλοφορούσε, προστατευόταν από ένοπλους σωματοφύλακες και προειδοποιούσε με μακελειό. “Θα υπάρξει εμφύλιος στην Κύπρο, εάν επιστρέψει ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος” είχε πει σε ξένους ανταποκριτές, μεταξύ ουίσκι και ξηρών καρπών στο μπαρ του Χίλτον (“Φιλελεύθερος”, 4/8/1974).
Το παράρτημα της ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία κατέγραφε “τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται ο Γλαύκος Κληρίδης, πιεζόμενος από την ακόμη ισχυρή, ΕΟΚΑ Β΄” (Αποστολίδης, σελ. 236). Στην πραγματικότητα, όμως, η παρουσία των ανδρών της ΕΟΚΑ Β’ μπορεί να ασκούσε ψυχολογική πίεση στον Κληρίδη, αλλά αυτοί που ασκούσαν πραγματικό έλεγχο ήταν οι αξιωματικοί της χούντας. Είχαν καταλάβει το κέντρο επικοινωνιών της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και παρακολουθούσαν όποιο τηλέφωνο επιθυμούσαν, ενώ η ελληνική ΚΥΠ συνέχισε να λειτουργεί την 6η υπομονάδα που βρισκόταν κοντά στο Προεδρικό για να παρακολουθεί τις επικοινωνίες του Μακαρίου (Κατάθεση Γεώργιου Τσουμή, της 5551 Μονάδας Πληροφοριών που υπαγόταν απευθείας στην ΚΥΠ, Φάκελος Κύπρου, Τόμος ΙΒ, σελ. 350). Πλέον παρακολουθούσε τον Κληρίδη, αρχικά στο υπουργείο Εξωτερικών και μετά στο ΓΔΠ. Διαχρονικά, η χούντα θεωρούσε τον Κληρίδη σημαντικό πυλώνα του μακαριακού συστήματος εξουσίας και άνθρωπο πιο κοντά στους Βρετανούς και Αμερικανούς, παρά στην Αθήνα».