

Του Θανάση Φωτίου
Το πράσινο μπλουζάκι που φορούσε η μητέρα του, Αικατερίνη, απ’ αυτά με τον ανασηκωμένο γιακά, στο οποίο έγραφε «Ο Μακάριος Ζει» είναι απ’ τις εικόνες που έχουν διατηρηθεί έντονες στη μνήμη του από τα παιδικά χρόνια που έζησε στην «αριστεροκρατούμενη» Γεροσκήπου της δεκαετίας του ’70 και του ’80, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια βιοπαλαιστών που συμπληρωνόταν από τρία ακόμα παιδιά, των οποίων ο πατέρας, Φοίβος, αντιπρόσωπος της ΚΕΟ στο επάγγελμα, είχε για «πολιτικό θεό» του τον Γλαύκο Κληρίδη. Γι’ αυτό και φυσιολογικό ήταν να τον ξενίσει όταν στα επτά του τον είδε να τον πιάνει από το χέρι και λίγο αργότερα να βρίσκεται με πλακάτ στα χέρια στην πλατεία Κένεντι, σε συλλαλητήριο της ΝΕΔΗΠΑ, του Αλέκου Μιχαηλίδη, που γινόταν ενόψει των βουλευτικών του 1981. «Είναι ο μεγαλύτερός μου πελάτης, συνεπής, κύριος και με πληρώνει στην ώρα του κάθε μήνα. Από εκτίμηση και μόνο προς τον κ. Μιχαηλίδη, θα πρέπει να πάμε», τον άκουσε να του λέει όταν εξέφρασε την εύλογη απορία: «Ρε παπά, γιατί να πάμε, αφού εμείς είμαστε του Κληρίδη;».
Σε εκείνη εκεί την πλατεία, πλημμυρισμένη από κόσμο, ήταν που, αργότερα, θα έβλεπε για πρώτη φορά τον Γλαύκο Κληρίδη. Και ήταν τέτοια η εντύπωση και το δέος που ένιωσε ακούγοντάς τον, ξεκινώντας την ομιλία του, να λέει «Ήρθα στην Πάφο να δω θάλασσα και βλέπω λαοθάλασσα!», που ξεπέρασαν τα συναρπαστικά συναισθήματα που του προκάλεσε η περιπετειώδης διαδρομή, με μπροστάρη πάντα τον αδελφό του Σάββα, για να φτάσουν στον χώρο του συλλαλητηρίου, οδηγώντας μια μοτοσυκλέτα μικρή της εποχής, λάντι, μέσα από χωράφια, προκειμένου να μην πιαστούν στα χέρια της αστυνομίας.
Χαραγμένα έντονα στο μυαλό του απ’ εκείνα τα χρόνια, τα παιδικά και προεφηβικά, είναι και όσα συνέβαιναν στα κυριακάτικα τραπέζια, όταν μαζευόταν όλο το σόι. Πρωταγωνιστές δύο θείοι του, αδέλφια της μητέρας του, της ΕΔΕΚ ο ένας, φανατικός του Γρίβα ο άλλος… Δεν ήθελε πολύ, μισή ώρα στον ίδιο χώρο ήταν αρκετή ώστε τα δύο αδέλφια να θέλουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο και η οικογενειακή σύναξη να εξελιχθεί με αλληλοκατηγορίες, βρισιές και χαρακτηρισμούς σε άγριο καβγά, με τον πατέρα του να μπαίνει κάθε φορά στη μέση, να προσπαθεί να αποσοβήσει τα χειρότερα και να κατευνάσει τα πνεύματα.
Το παζλ όσων ως παιδί έζησε και που ενέχουν πολιτική διάσταση δεν θα συμπληρωνόταν αν δεν βάζαμε στο κάδρο μια επιβλητική προσωπικότητα και εμβληματική παρουσία στα μάτια του, τον παππού του. Ο πατέρας του πατέρα του ήταν ένας άνθρωπος πάντα κουστουμαρισμένος, με κομψό γιλέκο και ρολόι που κρεμόταν από την τσέπη με την αλυσίδα, που μιλούσε σωστά ελληνικά και θύμωνε όταν τους άκουγε να μιλούν κυπριακά. Ήταν επίσης μεγάλος βασιλόφρονας. Στο σπίτι, πιο πάνω από τις φωτογραφίες των έξι παιδιών του, δέσποζε το πορτρέτο του βασιλιά. Μάλιστα, στη μικρή του κόρη είχε δώσει το όνομα της Φρειδερίκης. Τον θυμάται να του λέει «εμείς έχουμε τον πρόεδρό μας, στην Ελλάδα τον πρωθυπουργό τους, αυτός που μας ενώνει όμως είναι ο Βασιλιάς των Ελλήνων».
Επιρροές και επιλογές
Οι πιο πάνω αναφορές δεν είναι τίποτε άλλο παρά μερικά μόνο «στιγμιότυπα» από τη ζωή του Νίκου Χριστοδουλίδη, που δίνουν μια εικόνα του πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε –ετερόκλητο, μεγάλων αντιθέσεων, διαφορετικών αντιλήψεων και προσεγγίσεων, με έντονες συγκρούσεις, ψύχραιμες παρουσίες και συμβιβασμούς– τα οποία βρίσκω ότι έχουν αναγνωστικό ενδιαφέρον από μόνα τους, γι’ αυτό και τα καταγράφω. Ανέτρεξα σ’ αυτά όταν, καθώς συγκέντρωνα υλικό γι’ αυτό το κείμενο, μια προσπάθεια ανατομίας του πολιτικού του προφίλ, θυμήθηκα την απάντηση που μου είχε δώσει προεκλογικά όταν του ζήτησα να μου πει αν θεωρεί σημαντικότερο στη ζωή τις επιρροές που δεχόμαστε ή τις επιλογές που κάνουμε. Για την ιστορία, η απάντησή του στο ερώτημά μου ήταν η εξής: «Οι επιλογές που εμείς κάνουμε είναι πιο σημαντικές. Οι οποίες, αναπόφευκτα, επηρεάζονται από τις επιρροές που δεχόμαστε. Είναι συνυφασμένα. Πιο σημαντικό, όμως, είναι αυτό που εμείς επιλέγουμε να πράξουμε».
Η άνοδος του «φαινομένου»
Η πολιτική διαδρομή του Νίκου Χριστοδουλίδη με αποκορύφωμα την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, παρουσιάζει στοιχεία παραδόξου. Δεν είναι από τις παρουσίες που θα του απέδιδες τον χαρακτηρισμό «παιδί του κομματικού σωλήνα», δεν υπήρξε στέλεχος προβεβλημένο, δεν είχε έρεισμα στον κομματικό μηχανισμό ή βαθιές ρίζες στον ευρύτερο μηχανισμό εξουσίας. Και όμως. Αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρείτο μειονέκτημα, τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν το πλεονέκτημά του. Σε μια περίοδο που η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών είχε γίνει τάση, που το πολιτικό σκηνικό έμοιαζε εγκλωβισμένο σε πρόσωπα παλιά και συνταγές δοκιμασμένες, που η «αντισυστημικότητα» γινόταν καραμέλα σε ολοένα και περισσότερα στόματα και η κοινωνία αναζητούσε «κάτι άλλο», μακριά από τις συνήθεις κομματικές παθογένειες, εκείνος μπόρεσε να εμφανιστεί «εκτός συστήματος» και να ενσαρκώσει την ελπίδα του «καινούργιου».
Η εικόνα του τεχνοκράτη-διπλωμάτη σε ρόλο κυβερνητικού εκπροσώπου, μετρημένου και χαμηλών τόνων, τον βοήθησε να χτίσει ένα προφίλ που κολάκευε τις προσδοκίες της κουρασμένης κοινωνίας και να παρουσιαστεί ως το «νέο πρόσωπο», ο άνθρωπος που θα έδινε «μια άλλη πνοή» στη διακυβέρνηση του τόπου. Με την εκλογή του στην Προεδρία το 2023, έμοιαζε να εγκαινιάζεται μια νέα εποχή: αυτήν ενός ηγέτη που θα γέμιζε το κενό αξιοπιστίας, θα έλυνε προβλήματα, θα γεφύρωνε χάσματα, θα οδηγούσε σε νηφαλιότητα, θα έφερνε πνοή ανανέωσης, θα γινόταν ο φορέας των αναγκαίων και πολυπόθητων αλλαγών. Το βασικότερο ερώτημα, λίγους είχε απασχολήσει: είναι αρκετά αυτά τα προτερήματα που φαίνεται να έχει για να στηρίξουν πέραν της εικόνας του, την αποτελεσματικότητα ενός προέδρου που θέλει να αφήσει αποτύπωμα σε μια χώρα με πολλές παθογένειες και που συνεχώς αναζητεί κατεύθυνση;
Ο πήχης στην πράξη
Η απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες και την πραγματικότητα είναι σήμερα το μεγάλο πρόβλημα της προεδρίας Χριστοδουλίδη. Κι αυτό οφείλεται στον ίδιο που τοποθέτησε τον πήχη τόσο ψηλά, χωρίς να μπορεί να τον δρασκελίσει. Οι σκιές πίσω από το εκτυφλωτικό φως του «καινούργιου», δεν άργησαν να φανούν. Η εικόνα του ανανεωτή γρήγορα συγκρούστηκε με την καθημερινότητα της διακυβέρνησης. Απ’ τις πρώτες κιόλας αποφάσεις του αποκαλύφθηκε η αδυναμία του να συγκροτήσει ένα ικανό Υπουργικό Συμβούλιο που εν πολλοίς συνεχίζει μέχρι σήμερα να πελαγοδρομεί, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι η συστηματική καταγραφή λαμπρών μυαλών στο μαύρο δευτεράκι δεν αποτελεί σπουδαία ενέργεια από μόνη της.
Επίσης, οι πρώτες πρακτικές κατέδειξαν ότι το αφήγημα του «νέου» ήταν περισσότερο ένα επικοινωνιακό προϊόν παρά μια πραγματική αλλαγή. Το «νέο» πατούσε σε πολύ παλιά θεμέλια. Η προσωπικότητα που γοήτευσε, που έπεισε για την ικανότητα και την αποφασιστικότητά της να κυβερνήσει, άρχισε να προκαλεί ανησυχία άλλοτε με την αδυναμία της να φέρει απτά αποτελέσματα και ενίοτε με τον τρόπο διαχείρισης ζητημάτων διεθνούς ενδιαφέροντος. Η δε γνωστή πια διάρροια λόγων που τον χαρακτηρίζει έγινε αρκετές φορές ο λόγος να εμφανίζεται ανεπαρκής και μη συνεπής.
Στα τρία μεγάλα θέματα, το Κυπριακό, την Οικονομία και την Ενέργεια, στο πρώτο ακολουθεί το πατροπαράδοτο τρενάρισμα που ακολούθησαν και οι προκάτοχοί του χωρίς να διδαχθούν ποτέ ότι η «παρούσα κατάσταση» που ήταν πάντοτε προτιμητέα από εμάς, ήταν κάτι που μπορούσαμε να διασφαλίσουμε, στο δεύτερο, την Οικονομία, οι κινήσεις είναι μεν προσεκτικές, χαρακτηρίζονται δε από μικρές πρωτοβουλίες χωρίς καμία τομή αλλά, υπό τις περιστάσεις μπορεί να είναι σωτήρια πρακτική, και στο τρίτο μεγάλο ζήτημα, τον τομέα της Ενέργειας, κυριαρχούν τα λόγια και οι βαρύγδουπες δηλώσεις χωρίς να διαφαίνεται καμιά ουσιαστική προοπτική στον ορίζοντα.
Στο διά ταύτα
Δύο χρόνια και κάτι από την εκλογή του και παρά τις συνεχείς επιτυχίες και θριαμβολογίες που φροντίζει ο περίγυρός του να διαδίδει, δεν είναι λίγοι πια εκείνοι που βλέπουν στο πρόσωπο του Νίκου Χριστοδουλίδη περισσότερο τον διαχειριστή παρά τον ηγέτη, τον άνθρωπο που συμβιβάζεται παρά να συγκρούεται με το παλιό, που σταθμίζει περισσότερο τις συστημικές ισορροπίες παρά τις ανατρέπει, που επενδύει στην επικοινωνία περισσότερο απ’ ό,τι στην ουσία, που επιδιώκει διαρκώς το χειροκρότημα και η έγνοια για την ανάκτηση και διατήρηση της δημοφιλούς εικόνας του είναι πλέον καθημερινή και εμφανής. Ο ίδιος μοιάζει για την ώρα να προτιμά να επιπλέει σε ήρεμα νερά παρά να ταράξει κύματα, αρκούμενος στο να μοιράζει χρήματα δεξιά και αριστερά κάθε φορά που προκύπτει μια στραβοτιμονιά που ζημιώνει την εικόνα του. Και χαμόγελα, βεβαίως, βεβαίως.