ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ρωγμή στην πολιτική ορθότητα

Σκανδιναβικές σειρές και ταινίες προσεγγίζουν ενδιαφέροντα θέματα, πηγαίνοντας κόντρα στο κυρίαρχο «ρεύμα»

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΛΕΝΑΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπήρχαν πολλές αυθόρμητες χαρές αυτούς τους μήνες. Η εξωτερική πραγματικότητα σίγησε και την ίδια στιγμή οι «Σειρήνες» των social media μαζί με τις δύσκολες και συχνά τραγικές ειδήσεις της επικαιρότητας δημιούργησαν για πολλούς ένα ζοφερό και αποπνικτικό κλίμα. Μία από τις ελάχιστες διεξόδους ήταν η μαζική θέαση των τηλεοπτικών σειρών και ταινιών σε πλατφόρμες streaming. Σε καιρούς ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας, αποτελεί έκπληξη ο «πολιτικά» ελεύθερος τρόπος που επιλέγουν οι Σκανδιναβοί για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Ας πάρουμε τρία δείγματα, μία ταινία και δύο τηλεοπτικές σειρές, όλες πολύ ενδιαφέρουσες.

Η πρώτη από τις δύο σειρές είναι η «Rita» που μας έρχεται από τη Δανία. Τη Ρίτα υποδύεται η εντυπωσιακή Μίλι Ντίνεσεν. Η ιστορία φαίνεται απλή, αλλά ο τρόπος που είναι γυρισμένη είναι απελευθερωτικός έως και ακραίος, ώστε σε βάζει σε σκέψεις. Η Ρίτα είναι δασκάλα σε ένα δημόσιο σχολείο. Μεγαλώνει μόνη της τρία παιδιά. Είναι μια προσωπικότητα από αυτές που δύσκολα θα έβλεπες σε αμερικανικό σίριαλ, και σίγουρα το βλέμμα πάνω της θα έπεφτε επικριτικά. Οπως και το βλέμμα πολλών στο σχολείο όπου εργάζεται. Είναι μια γυναίκα που φαίνεται να μην τα έχει βρει με τον εαυτό της σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι «σωστοί» και την ίδια στιγμή δεν θα άντεχε να ζει κανενός άλλου τη ζωή.

Η ηθική της είναι προσωπική (πώς θα γινόταν άλλωστε;) και έχει μέσα της αρχές που τηρεί και ας χλευάζει τις «αρχές» των περισσότερων. Δεν κατάφερε να πετύχει στη ζωή της το «αμερικανικό όνειρο». Πίνει, καπνίζει, έχει κοφτερές απόψεις. Το πιο σημαντικό είναι ότι σπάει τα στερεότυπα του τι σημαίνει δάσκαλος. Θίγει όλα τα κακώς κείμενα της εκπαίδευσης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες της πολιτικής ορθότητας. Αντέχει να μιλήσει στα παιδιά με μια γλώσσα αυθεντική, ξεπερνώντας ενίοτε τα όρια του παιδαγωγικού, ενώ στους γονείς πολύ συχνά δείχνει τα δεινά της υποκριτικής υπερπροστασίας.

Η δεύτερη σειρά είναι η σουηδική «Ερωτας και αναρχία», με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα-στέλεχος που θέλει να σώσει έναν εκδοτικό οίκο. Συγγραφείς της πολιτικής ορθότητας, της αμφισβήτησης φύλου, γηραιότεροι συγγραφείς που συνήθιζαν να πουλάνε ερωτισμό και τώρα αντιμετωπίζονται ως βιαστές παρελαύνουν, ενώ αναπτύσσεται και ένα ερωτικό φλερτ ανάμεσα σε εκείνη και έναν πολύ νεότερο υπάλληλο. Το ενδιαφέρον ανακύπτει στη σχέση αυτού του άνισου ζευγαριού για τον τρόπο που βιώνουν την καταπίεση στη σκιά μιας επικείμενης χρεοκοπίας, ενώ ρόλο-κλειδί υποδύεται ο «αναρχικός» πατέρας της ως αντιστάθμισμα του φοβερά ρεαλιστή, κομφορμιστή συζύγου της.

Οσο για την ταινία, πρόκειται για τον «Ασπρο πάτο» του σημαντικού σκηνοθέτη Τόμας Βίντερμπεργκ, συμπαραγωγή Δανίας, Σουηδίας και Ολλανδίας. Η ταινία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 2 Ιουλίου και, θεματολογικά, είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται το αλκοόλ σε αυτή με έναν τρόπο όχι αποτρεπτικό, σε μια χώρα που όπως είπε μια πρωταγωνίστρια, «εδώ όλοι πίνουν». Είναι μια σάτιρα και ένα σχόλιο πάνω στην ουσία της ζωής, με ή χωρίς αλκοόλ, τι σημαίνει να είσαι ξενέρωτος τελικά στη ζωή σου ή απών, και τι μας λείπει κάθε φορά για να «απογειωθούμε». Σε όλους μας κάτι λείπει, με τι αναζητάμε άραγε να το γεμίσουμε; Και γιατί οι ουσίες δεν έχουν κάτι από την ουσία που αναζητάμε στο να νιώσουμε ζωντανοί.

Εδώ θα μπορούσε, βέβαια, να τεθεί και ένας προβληματισμός, από ψυχαναλυτικής σκοπιάς, ως προς τα νέα είδη καταπίεσης που έχουν αναδυθεί. «Η “πολιτική ορθότητα”, από μέσο προστασίας της αξιοπρέπειας μειονεκτούντων, καθίσταται συχνά υποκριτική ηθικολογία και προκρούστειος έλεγχος: ό,τι δηλαδή εμποδίζει την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης και κρίσης, ό,τι ευοδώνει τον φόβο. Δεν είναι η πρώτη φορά που φοβόμαστε τις λέξεις», σχολιάζει o Μιχάλης Α. Πέτρου, δρ Ψυχολογίας, ψυχαναλυτής, μέλος της ΕΨΕ. Και συνεχίζει: «Ο Θουκυδίδης περιγράφει πως στη διάρκεια των Εμφυλίων, οι Αθηναίοι ακόμη και τη σημασία των λέξεων δεν δίστασαν να αλλοιώσουν, φτάνει να εξυπηρετούνταν η πρόθεσή τους. Ψυχαναλυτικά, αυτό που πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι ο άνθρωπος από καταβολής κόσμου μισεί τα όρια, όμως για να γίνει υπο-κείμενο υπό-κειται αναπόφευκτα σε περιορισμούς, πολλούς εκ τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξη ή τη δράση, όπως είναι η γλώσσα. Οι κοινωνικοί θεσμοί, για παράδειγμα, είναι ευεργετικοί. Αλλοι περιορισμοί ωστόσο είναι αλλοτριωτικοί. Η πολιτική ορθότητα, ενίοτε με πρόσχημα τον “σεβασμό”, έρχεται να τεθεί ως τυραννία της μιας ή της άλλης μειονότητας. Και εκεί το υπο-κείμενο, για να υποταχθεί στο μεγάλο ρεύμα της εποχής, καθίσταται μέλος μιας μαζικής ομοιόμορφης κοινωνίας χωρίς υποκείμενα επιθυμιών και σχέσεων με την ετερότητα. Ενα σημαντικό πλήγμα της πολιτικής ορθότητας είναι ο περιορισμός που θέτει στην επιστημονική σκέψη. Διότι η επιστημονική σκέψη σημαίνει μια διαδικασία ανοχής στην αβεβαιότητα, στην αμφιβολία, στο εφήμερο μιας γνώσης που έχει ήδη αποκτηθεί.

Ζούμε σε εποχές μεγάλης αβεβαιότητας. Η ζωή μας γίνεται και πάλι εξαιρετικά εύθραυστη. Απειλείται από έναν ιό και από δυνάμεις έμμεσες και αντιδημοκρατικές, που δεν παύουν να αναφύονται. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ η Αμερική είναι υπέρμαχος της πολιτικής ορθότητας, εξέλεξε έναν πρόεδρο σαν τον Τραμπ, που μόνο πολιτικά ορθό λόγο δεν εξέφραζε. Ισως αυτή είναι η υποκριτική πλευρά της Αμερικής».

Ο όρος

Σύμφωνα με τη Wikipedia, το 1793 ο όρος «πολιτικά ορθό» εμφανίζεται σε μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γουίλιαμ Σάφαϊρ αναφέρει ότι η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση με τη σύγχρονη σημασία έγινε από την Αμερικανίδα συγγραφέα, κοινωνική ακτιβίστρια, κινηματογραφίστρια Τόνι Κέιντ το 1970 στην ανθολογία «The Black Woman».

Στα μέσα του 1990 μπήκε σε κανονική χρήση στις ΗΠΑ, όταν ο συντηρητικός συγγραφέας Ντινές ντ’ Σούζα τον χρησιμοποίησε για να κατακρίνει τις προσπάθειες της Αριστεράς για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας στα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα. Αριστεροί μελετητές κατηγόρησαν τον Ντ’ Σούζα ότι προώθησε τον όρο για να αποσπάσει την προσοχή από ουσιαστικότερα ζητήματα διακρίσεων. Μέχρι τότε ο όρος είχε περιορισμένη και ειρωνική χρήση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση