ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Στης ελιάς τον ίσκιο

Το βλέμμα του προς τη γωνιά τοίχου και μπαλκονόπορτας

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ένα ήταν το πρόβλημά του, ένα και μοναδικό. Κάθε πρωί που ξυπνούσε για να πάει στη δουλειά του το σκεφτόταν. Φρόντιζε να έχει πάντα λίγο διαθέσιμο χρόνο για να πιει στο καθιστικό του τον πρωινό καφέ. Καθόταν πάντοτε στην αριστερή πλευρά του καναπέ, κοιτάζοντας προς τα έξω, και κάρφωνε το βλέμμα του στην πρωινή ακτίνα του ήλιου, που έπεφτε ακριβώς πάνω στη γωνιά, μεταξύ τοίχου και μπαλκονόπορτας. Ήθελε πάση θυσία να βρει λύση έτσι εκμεταλλευόταν κάθε κενό λεπτό. Στη δουλειά του, σπάνια είχε χρόνο να σκεφτεί για εκείνο το ένα και μοναδικό πρόβλημά του. Η εργασία του ήταν απαιτητική, γραφειακή μεν, αλλά σκληρή, τι μόνο οι κτιστάδες και οι σιδεράδες κάνουν σκληρές δουλειές, και οι κονδυλοφόροι και πληκτρολογητές χύνουν ιδρώτα πολύ. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, βέβαια, ξέκλεβε λίγα λεπτά, όχι περισσότερα, για να το σκεφτεί, έτσι φευγαλέα. Κάθε μέρα, όταν το ρολόι έδειχνε μία, τέσσερις-πέντε συνάδελφοι μαζευόντουσαν σε ένα κοντινό εστιατόριο για φαγητό, πολλές φορές παρέα τους ερχόντουσαν και άλλοι από παρακείμενες εταιρείες και όλοι μαζί περνούσαν ευχάριστα το διάλειμμά τους. Εκείνη η μιάμιση ώρα ήταν ό,τι έπρεπε για να εκτονωθεί η προηγούμενη ένταση της δουλειάς. Ανέκδοτα, πλάνα για το βράδυ, γκομενιλίκια, ερωτικές ιστορίες, παιδιά, σύζυγοι όλα χωρούσαν σε εκείνη τη μιάμιση ώρα. Όπως είπαμε και παραπάνω, κατάφερνε να βρει μερικά λεπτά για να σκεφτεί το ένα και μοναδικό του πρόβλημα.


Όταν πια επέστρεφε στο γραφείο του, σαφώς και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τα δικά του, ο ρυθμός έλευσης των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, όταν πατούσε εκείνο το send/receive, έμοιαζε με βολή κατά ριπάς εναντίον διερχόμενης εχθρικής φάλαγγας, πού καιρός να σκεφτεί κανείς προβλήματα δικά του, άλλωστε εν ώρα εργασίας δεν δικαιούται, τον πλήρωναν για να σκέφτεται τα προβλήματα της εταιρίας. Ασχέτως αν εκείνος έκανε τη δική του αντίσταση και πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται το ένα και μοναδικό του πρόβλημα! Κόσμος πολύς πάντοτε στο γραφείο, και ο καθένας με τη δική του ιστορία, εργένηδες, χωρισμένοι και διαζευγμένες, παιδιά που σπουδάζουν, παιδιά που πρέπει να πάνε σε παιδότοπους, καθυστερημένες δόσεις, σεξ κρυφό, απάτες και κερατώματα. Πολλές φορές έλεγε στη συνάδελφό του στο διπλανό γραφείο, «με τόσο υλικό εγώ σου γράφω μέχρι και βιβλίο», και εκείνη τον παρότρυνε, «ε, και γιατί δεν το κάνεις;» και γελούσαν, ο ένας γιατί ήξερε πως ποτέ δεν θα το έκανε, και η άλλη γιατί ήξερε πως ποτέ δεν θα το προσπαθούσε. Με αυτά και μ’ αυτά περνούσε το οκτάωρο του γραφείου. Μόλις οι δείκτες έδειχναν έξι παρά δέκα, ξεκινούσε η ιεροτελεστία της αποχώρησης. Χτυπούσε τα χαρτιά που είχε μπροστά του και τα ίσιωνε, έβαζε τα στυλό στη μολυβοθήκη και σκεφτόταν γιατί δεν τη λένε στυλοθήκη, μολύβια δεν είχε από τον καιρό του δημοτικού, τέλος πάντων, δεν είναι πρόβλημα αυτό. Έπειτα ανασήκωνε το πληκτρολόγιο και το ευθυγράμμιζε με την οθόνη, σηκωνόταν από την καρέκλα του, φορούσε το μπουφάν του, και χαιρετώντας όσους τυχόν ήταν ακόμη εκεί πήγαινε προς το αυτοκίνητό του. Επιτέλους, είχε όλον τον χρόνο να σκεφτεί το ένα και μοναδικό του πρόβλημα, τίποτα δεν μπορούσε να τον αποσπάσει.


Ήταν πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, να βρει λύση στο ένα και μοναδικό του πρόβλημα. Δεν είχε ζητήσει τη βοήθεια κανενός όσο καιρό τον απασχολούσε, αλλά ακόμα και όταν φαινόταν απορροφημένος από το πρόβλημά του δεν ήταν και πολλοί που έδιναν σημασία. Εντάξει, όχι στη δουλειά, εκεί το καταλάβαινε ότι για να ασχοληθεί ο άλλος μαζί του πρέπει να πέσει κάτω και να χτυπιέται σαν τον δαιμονισμένο, όχι σε εκείνες τις χαλαρές στιγμές της καλημέρας, της πρότασης για ένα γρήγορο ποτό, του τηλεφωνήματος ή του μηνύματος αργά τη νύχτα, τότε αναρωτιόταν γιατί κανείς δεν βάζει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, να ακουμπήσει το καυτό του τραύμα. Τέλος πάντων, επιστρέφοντας στο σπίτι του στο πάνω ντουλάπι του νεροχύτη είχε ένα βαζάκι με ελιές Καλαμών, το άνοιξε και τσίμπησε μια ελιά, είχε ξιδιάσει… και το βλέμμα του προς τη γωνιά τοίχου και μπαλκονόπορτας του θύμισε το ένα και μεγαλύτερο πρόβλημά του, γιατί δεν έχει έναν φίκο να τον ποτίζει κάθε πρωί, και τότε έφτυσε αηδιασμένος τη χαλασμένη ελιά!

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση