ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πρώτη φορά στην Ινδία

Ένα μωσαϊκό από φυλές, θρησκείες, πολιτισμούς που ανθούν σε εντελώς διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα

Kathimerini.gr

Για χρόνια δεν μου περνούσε από το μυαλό ένα ταξίδι στην Ινδία. Πίστευα ότι ήταν βρόμικη, επικίνδυνη, κοινωνικά άνιση. Κάποια από αυτά τα στερεότυπα ισχύουν. Ανακάλυψα όμως μια χώρα πολύχρωμη, αρχαϊκή, με ενέργεια και τη χαρά της ζωής έκδηλη παντού. Με βαθιά πνευματικότητα και τεράστιες αντιθέσεις. Με ανθρώπους φιλόξενους, αλλά και πιεστικούς, όταν πρόκειται για εμπόριο, όπως άλλωστε οπουδήποτε στην Ασία. Σκεφτήκαμε να ξεκινήσουμε από τα βασικά: το «χρυσό τρίγωνο» Άγκρα-Τζαϊπούρ-Δελχί, με προσθήκη το Βαρανάσι και τον αρχαιολογικό χώρο του Κατζουράχο.

Παλαιότερα οι άνθρωποι αναφέρονταν στις Ινδίες, στον πληθυντικό. Και είχαν δίκιο. Όχι μόνο γιατί η πολιτειακή οργάνωση μοιάζει με αυτή των ΗΠΑ, αποτελείται δηλαδή από ομόσπονδες πολιτείες υπό κεντρική διοίκηση, αλλά και γιατί είναι ένα μωσαϊκό από φυλές, θρησκείες, πολιτισμούς που ανθούν σε εντελώς διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα: από τα Ιμαλάια και τις πεδιάδες του Ντεκάν μέχρι την έρημο Ταρ, τα δέλτα των ποταμών και τα μικρά εξωτικά νησιά, όπως τα Ανταμάν και Νίκομπαρ.

Αιώνες ζωής και ιστορίας

Πέσαμε κατευθείαν στα βαθιά. Πρώτος σταθμός του ταξιδιού μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ινδίας. Η πιο ιερή από τις επτά ιερές πόλεις του ινδουισμού, διάσημη για την καύση των νεκρών και τις τελετουργικές βουτιές στον Γάγγη, το Βαρανάσι.

Οι θρυλικές αποβάθρες στο Βαρανάσι.

Στον δρόμο ένα χάος από αυτοκίνητα, μηχανάκια, τουκ τουκ, ποδήλατα, αγελάδες, κατσίκες και ανθρώπους. Ένας απελπισμένος τροχονόμος σε στρογγυλό κουβούκλιο, σαν αυτά που είχαμε κι εμείς παλιά, προσπαθεί να ρυθμίσει μάταια την κίνηση. Οι οδηγοί πηγαίνουν παντού κορνάροντας, αλλά διατηρώντας μια ολύμπια ηρεμία. Στο Βαρανάσι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ποτάμι, το οποίο είναι θεότητα, και μάλιστα γυναικεία, η θεά Γάγγα. Στις όχθες του είναι χτισμένα καταπληκτικά παλάτια του 17ου και του 19ου αιώνα, ναοί και οι διάσημες σκαλωτές αποβάθρες, τα γκατς. Η μέρα στο Βαρανάσι αρχίζει νωρίς, με την ανατολή του ηλίου. Βιαστικοί κατεβαίνουν τα σκαλιά οι άντρες με μαγιό, οι γυναίκες με το σάρι τους, ανάβουν μικρά κεριά μέσα σε φύλλα και λουλούδια, τα ρίχνουν σαν δέηση στο ποτάμι και μετά μπαίνουν και οι ίδιοι για να εξαγνιστούν. Ο Γάγγης είναι ένα από τα πιο μολυσμένα ποτάμια στον κόσμο, αλλά αυτό δεν τους πτοεί.

Ο καλύτερος τρόπος να δει κανείς το Βαρανάσι είναι να νοικιάσει μια βάρκα που θα τον πάει κατά μήκος των αποβαθρών. Η πιο γνωστή είναι η Μανικαρνίκα, η αποβάθρα της αποτέφρωσης, όπου η φωτιά καίει 24 ώρες το 24ωρο. Οι συγγενείς, ντυμένοι στα λευκά, φέρνουν τον νεκρό και τον ακουμπούν μαλακά στο υπαίθριο αποτεφρωτήριο. Οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί είναι οι άθικτοι, η πέμπτη κάστα, στον πάτο της κοινωνικής σκάλας. Βάζουν φωτιά στα ξύλα κάτω από το κεφάλι και τα πόδια του νεκρού. Ο θάνατος και η ζωή είναι δημόσια, ανοικτά να τα δει ο καθένας. Αν πεθάνεις και καείς στο Βαρανάσι, η ψυχή σου απελευθερώνεται από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων και γνωρίζει τη λύτρωση. Τα ξύλα για την καύση κοστίζουν περίπου 200 ευρώ και κάποιοι κάνουν μια ζωή οικονομία για να τα μαζέψουν. Στην πόλη υπάρχουν τα λεγόμενα «ξενοδοχεία της σωτηρίας», εκεί όπου ετοιμοθάνατοι έρχονται για να αφήσουν την τελευταία τους πνοή.

Οι ιερές αγελάδες πάντα προηγούνται.


Τα σοκάκια της πόλης σφύζουν από ζωή. Μυριάδες μαγαζιά πωλούν πολύχρωμα σάρι, βραχιόλια, μεταξωτά και πασμίνες. Η πόλη είναι διάσημη για τα μπροκάρ της υφάσματα, τον ναό του Σίβα και το πανεπιστήμιό της, όπου υπάρχει μία από τις πιο σημαντικές έδρες σανσκριτικών στον κόσμο.

Το σούρουπο μας βρίσκει στην κεντρική αποβάθρα, την Ντασασγουαμέντ: ένα πολύχρωμο πλήθος περιμένει να αρχίσει το βραδινό αάρτι, η λατρεία της θεάς Γάγγας. Μια καμπάνα χτυπά χαρμόσυνα, οι ιερείς εκτελούν ψάλλοντας ένα περίπλοκο χορευτικό τελετουργικό με φωτιές. Στο τέλος, με ένα αργό τραγούδι νανουρίζουν το ποτάμι, η ναυσιπλοΐα σταματά, τα κεράκια επιπλέουν στα νερά του Γάγγη, ασκητές με μαλλιά ράστα, αλειμμένοι με στάχτη, ευλογούν τον κόσμο και το πλήθος διαλύεται αργά. Μικροπωλητές τηγανίζουν λουκουμάδες, σαμόζας –πιτάκια δηλαδή με κρέας, λαχανικά ή πατάτα–, πουλούν φρούτα. Αισθάνομαι κάθαρση.

Οι ναοί του έρωτα

Η Ινδία έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου βουδιστική. Λίγο έξω από το Βαρανάσι υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα του βουδισμού, το μέρος όπου δίδαξε για πρώτη φορά ο Βούδας, το Σαρνάθ. Κάποτε φιλοξενούσε στούπες, μοναστήρια και περίπου 1.500 μοναχούς. Μετά την επέλαση των μουσουλμάνων Μογγόλων τον 12ο αιώνα, λίγα απέμειναν, ο χώρος όμως διατηρεί τη βαθιά πνευματικότητά του. Στο μικρό μουσείο φυλάσσεται η στήλη του Ασόκα, ένα από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα και εθνικό έμβλημα της Ινδίας.

Ινδουιστικός ναός στο Κατζουράχο με γλυπτικές αναπαραστάσεις από το Κάμα Σούτρα.

Μια μικρή εσωτερική πτήση χρειάστηκε για να φτάσουμε στην επαρχία της Μαντία Πραντές και στο Κατζουράχο. Ένα δάσος από φοίνικες διέσωσε αυτόν τον απίστευτο αρχαιολογικό χώρο από τις ορδές των Μογγόλων. Είκοσι πέντε από τους 85 ινδουιστικούς ναούς, που χτίστηκαν μεταξύ 930 και 1.050 μ.Χ. από τη δυναστεία Τσαντέλα, εξακολουθούν να υψώνονται στον ουρανό, γεμάτοι γλυπτικές αναπαραστάσεις από θεούς, νύμφες, μουσικούς, αληθινά και μυθολογικά ζώα και σκηνές από το Κάμα Σούτρα. Τριγυρίζουμε για ώρες μέσα στον ήλιο, νομίζοντας ότι παίζουμε σε ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς.

To «χρυσό τρίγωνο»

Με τρένο, που και πάλι θύμιζε σκηνές από ταινία, με τους ντόπιους να τρέχουν στις γραμμές να το προλάβουν και μετά να κρέμονται από τις πόρτες, φτάσαμε στην Άγκρα. Παλιά πρωτεύουσα των Μογγόλων, έφτασε στην ακμή της τον 16ο-17ο αιώνα, επί Ακμπάρ, Τζιχανγκίρ, Σαχ Τζαχάν.

Η Άγκρα δεν είναι μόνο το Ταζ Μαχάλ. Έχει το καταπληκτικό Κόκκινο Φρούριο, μια καστροπολιτεία του 16ου αιώνα με επιβλητικές πύλες, κήπους, παλάτια, διπλά τείχη στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα. Εκεί πέρασε τα τελευταία του χρόνια έγκλειστος ο αυτοκράτορας Σαχ Τζαχάν, βλέποντας από μακριά το δημιούργημά του, το Ταζ Μαχάλ, όταν ο γιος του Αουρανγκαζέμπ πήρε την εξουσία.

Το Ταζ Μαχάλ, λίγο πιο πέρα στην όχθη του ποταμού, λάμπει στις πρώτες ακτίνες του ηλίου, ροδόλευκο. Νόμιζα ότι δεν θα εντυπωσιαστώ, αλλά, βγαίνοντας από τη σκοτεινή σκεπαστή πύλη, μου κόπηκε η ανάσα. Μαυσωλείο της συζύγου του Σαχ Τζαχάν, Μουμτάζ Μαχάλ, είναι όλο φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο, με σκαλιστές διακοσμήσεις και ένθετες παραστάσεις από ημιπολύτιμους λίθους με την τεχνική της pietra dura (μοιάζει με ψηφιδωτό). Ολοκληρώθηκε σε οκτώ χρόνια από τεχνίτες από την Ασία και είναι το μνημείο της αγάπης του Σαχ Τζαχάν για την πρόωρα χαμένη τρίτη σύζυγό του. Εκατοντάδες άνθρωποι περιφέρονται στους περιποιημένους κήπους, ενώ μια πολυμελής οικογένεια Ινδών, ντυμένη με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, φωτογραφίζεται μπροστά από το μνημείο.

Το τατουάζ με χένα αποτελεί διαδεδομένο τρόπο καλλωπισμού.

Η πόλη έχει ωραία εστιατόρια και καφέ, καθώς και έναν ωραίο πέτρινο πεζόδρομο κατά μήκος του ποταμού με θέα το Ταζ Μαχάλ, ιδανικό για βόλτα ή ξεκούραση το ηλιοβασίλεμα.

Ένα καλά κρυμμένο μυστικό της Άγκρα είναι ο καλλιτέχνης Σαμς Ουντίν. Οι απόγονοί του κρατούν τη μνήμη του ζωντανή, εκθέτοντας στον επάνω όροφο του κοσμηματοπωλείου τους τους υπέροχους πίνακές του: με πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές, κεντημένες με την τεχνική του ανεβατού, με πολύτιμους λίθους, σχεδόν τρισδιάστατα, τεράστια ταμπλό απεικονίζουν σκηνές από την πόλη και την εξοχή, μυθικά ζώα και πουλιά. Αν τους το ζητήσετε, θα σας δείξουν και ένα σετ εντυπωσιακών κοσμημάτων που ο Σαχ Τζαχάν είχε δωρίσει στη Μουμτάζ.

Λίγο έξω από την Άγκρα βρίσκεται το Φατεχπούρ Σικρί, μια οχυρωμένη καστροπολιτεία του 16ου αιώνα. Εξαιρετικά διατηρημένη, χτίστηκε σε οκτώ μήνες, κατόπιν εντολής του Μογγόλου αυτοκράτορα Ακμπάρ και κατοικήθηκε για δεκατρία χρόνια. Είναι γεμάτη παλάτια, κήπους και περίπτερα: ένα ταξίδι στον χρόνο από μόνη της.

Καθ’ οδόν για την Τζαϊπούρ, σταματάμε στο Αμπανέρι για να δούμε ένα μπαορί. Έτσι λένε τους ταμιευτήρες νερού, διαδεδομένους στο Ρατζαστάν από τον 8ο αιώνα μ.Χ., με βάθος 25 μέτρα, 3.500 συμμετρικά σκαλοπάτια και στη μία πλευρά τον ναό του Σίβα με δεκάδες γλυπτές αναπαραστάσεις.

Λίγο πριν από τον προορισμό μας κάναμε ακόμα μία στάση στην Αμπέρ, την παλιά πρωτεύουσα της πολιτείας Τζάιπουρ, και ανεβαίνουμε στο υπέροχο κάστρο της. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το κάθε ένα με δική του αυλή, είναι γεμάτο καλοδιατηρημένα παλάτια. Τα τείχη διατρέχουν όλη τη λοφοσειρά και είναι ένα σύμπλεγμα από οχυρωματικά κάστρα που προστάτευαν την πολιτεία του Ρατζαστάν από εισβολείς.

Ελέφαντες στην Τζαϊπούρ.

Η Τζαϊπούρ ή αλλιώς ηォροζ πόλη (από το χρώμα των κτιρίων της) είναι μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις: σύγχρονα εμπορικά κέντρα και ψηλά κτίρια γραφείων και ξενοδοχείων πλάι σε αρχαία παζάρια και καλύβες από λαμαρίνα. Η παλιά τειχισμένη πόλη είναι γεμάτη περίτεχνα κακοδιατηρημένα κτίρια του 18ου αιώνα, πολύχρωμες αγορές, μαϊμούδες, κατσίκες, αγελάδες. Στο παλάτι, σε ένα μέρος του οποίου εξακολουθούν να κατοικούν οι απόγονοι του Μαχαραγιά της Τζαϊπούρ, διακρίνεις την πολυτέλεια και τον πλούτο του παρελθόντος στις περίτεχνες διακοσμήσεις, στις φορεσιές των μαχαραγιάδων που εκτίθενται στο μουσείο του, όπως και στη συλλογή όπλων. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι το αστεροσκοπείο ή αλλιώς Τζαντάρ Μαντάρ. Μοιάζει με συλλογή γιγαντιαίων γλυπτών. Πάρτε έναν ντόπιο ξεναγό, για να καταλάβετε πώς λειτουργεί κάθε αστρονομικό όργανο. Στην άκρη της πόλης είναι χτισμένα τα βασιλικά κενοτάφια. Περιδιαβαίνουμε στους διαδρόμους του Γκαϊτόρ ανάμεσα στα επιβλητικά μαρμάρινα μνημεία, μαζί με ζευγάρια φρεσκοπαντρεμένων στολισμένων Ινδών που έχουν έρθει για φωτογράφιση. Κλείνουμε τη μέρα με προσευχή σε έναν ναό του Κρίσνα. Πλήθος κόσμου ψάλλει, κουνάει ψηλά τα χέρια, σχεδόν χορεύει. Σκέφτομαι ότι είναι μια θρησκεία γεμάτη από τη χαρά της ζωής.

Δύο πόλεις σε μία. Το Παλαιό Δελχί, η τειχισμένη μογγολική πόλη του Σαχ Τζαχάν. Με το Κόκκινο Φρούριό της, χτισμένο λίγα χρόνια πριν από τις Βερσαλλίες, με τα αποκεφαλισμένα κορμιά κρατουμένων στα θεμέλιά του, που θάφτηκαν εκεί για καλή τύχη. Με το Τζάμα Μασγίντ, το μεγαλύτερο τζαμί της Ινδίας. Με τα θορυβώδη παζάρια και τη χαοτική Τσάντνι Τσοκ, τη μυρωδάτη αγορά μπαχαρικών. Στις παρυφές της πόλης το Κουτούμπ Μινάρ, ο πανύψηλος μιναρές, σήμα κατατεθέν του Δελχί. Ανάμεσα στο Παλιό και το Νέο Δελχί, το Κόνοτ Πλέις, γεμάτο κτίρια αποικιακού ρυθμού, μαγαζιά, εστιατόρια. Στις όχθες του ποταμού Γιάμουνα, που διατρέχει και το Δελχί, στο Ρατζ Γκατ, αποτίνουμε φόρο τιμής στο σημείο αποτέφρωσης του Γκάντι.

Τζαντάρ Μαντάρ, το υπέροχο αστεροσκοπείο της Τζαϊπούρ.

Το Νέο Δελχί, που σχεδιάστηκε και χτίστηκε από τους Βρετανούς, είναι μια άλλη πραγματικότητα: καταπράσινο, με φαρδείς δρόμους, υπέροχες επαύλεις, φροντισμένους κήπους. Επιβλητικά κυβερνητικά κτίρια, το προεδρικό μέγαρο, το κοινοβούλιο, η Πύλη των Ινδιών με το κανάλι και το τεράστιο πάρκο της, σημείο συνάντησης και αναψυχής των ντόπιων. Εκατοντάδες μικροπωλητές γλυκών, φρούτων, χυμών καρύδας, λεμονιού, ζαχαροκάλαμου, φαγητού. Βγάζουμε φωτογραφίες τα εκφραστικά τους πρόσωπα. Οι περισσότεροι στήνονται με χαρά και μετά θέλουν να φωτογραφηθούν και μαζί μας. Είμαστε κι εμείς αξιοθέατο.

Επισκεπτόμαστε το Μαυσωλείο του Χουμαγιούν, του δεύτερου Μογγόλου αυτοκράτορα, το οποίο αποτέλεσε και ως σχέδιο έμπνευση για το Ταζ Μαχάλ. Μια όαση ηρεμίας και πράσινου στο χάος της πόλης. Το ίδιο είναι και η έπαυλη Σμρίτι, κατοικία του Γκάντι και το μέρος όπου δολοφονήθηκε. Στο μονοπάτι που ακολούθησε για τελευταία φορά έχουν χαράξει τα βήματά του. Το λιτό δωμάτιό του έχει μείνει όπως ήταν. Η έπαυλη φιλοξενεί έκθεση με φωτογραφικό υλικό από τη ζωή του, με ξύλινες αναπαραστάσεις των κυριότερων γεγονότων της και έργα τέχνης εμπνευσμένα από τη δράση του. Μαζί μ’ εμάς, την επισκέπτονται εκατοντάδες μαθητές.

Έμπορος στο Δελχί, στο πολύχρωμο μαγαζί του.

Στο Νέο Δελχί υπάρχουν δύο καταπληκτικά, αλλά όχι τόσο γνωστά, μουσεία: Το Εθνικό Μουσείο εκθέτει δείγματα από τη μακραίωνη ιστορία της Ινδίας, από τον πολιτισμό των Χαράπα, 5.000 χρόνια πριν, μέχρι τις υπέροχες μινιατούρες ζωγραφικής του 18ου αιώνα, υφάσματα, κοσμήματα, ινδουιστικά και βουδιστικά γλυπτά, μουσικά όργανα. Σε μια αίθουσα με σπάνια βουδιστικά εκθέματα μια ομάδα διαλογίζεται, ανενόχλητη από τους επισκέπτες. Σε ειδική αίθουσα, σε ένα θησαυροφυλάκιο εκτίθενται τα μοναδικά κοσμήματα των μαχαραγιάδων της δυναστείας Νιζάμ. Η Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης παρουσιάζει την εξέλιξη της ινδικής τέχνης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Αν αγνοούσατε ότι υπήρχε σύγχρονη ινδική τέχνη, ετοιμαστείτε για μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.

Στο σάρι, σε αυτό το πανάρχαιο γυναικείο ρούχο, πρέπει να αφιερωθεί ένα μουσείο. Πολύχρωμο, φθηνό ή ακριβό, από λινό, βαμβάκι, μεταξωτό, απλό ή πλουμιστό, φοριέται απ’ άκρη σ’ άκρη σε ολόκληρη την Ινδία, από τα γραφεία μέχρι τα χωράφια και τις αγορές, δίνει χρώμα, ζωή και ιδιαίτερο χαρακτήρα στη χώρα. Όπως αναφώνησα πολλές φορές στο ταξίδι: «Τι θα ήταν η Ινδία χωρίς τα σάρι;»

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Ταξίδια: Τελευταία Ενημέρωση

X