ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ζωγραφίζοντας το Θείο

Από τη Μεταβυζαντινή τέχνη στην ακαδημαϊκή ζωγραφική

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Ζωγραφική είναι συνήθως η απεικόνιση του ανθρώπου και των καταστάσεών του. Ο κάθε καλλιτέχνης προσδίδει στην ανθρώπινη διάσταση το μέτρο και τις γραμμές που τον εκφράζουν, ενώ άλλοτε η ζωγραφική αποτυπώνει με τρόπο διαφορετικό συναισθήματα και πράξεις ανθρώπινες. Η έκθεση που διοργάνωσαν από κοινού η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και η Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ελλάδας στην Κύπρο, και με την πολύτιμη αρωγή του Συνδέσμου Υποτρόφων Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη παρουσιάζει μία άλλη διάσταση, αυτή του θείου. Η Έκθεση δεν είναι αγιογραφική ή καλύτερα δεν είναι αποκλειστικά αγιογραφική, αλλά αναδεικνύει τη σχέση του ανθρώπου με το θείο ή το πώς ο άνθρωπος προσεγγίζει το θείο και το καταβιβάζει στο ανθρώπινο επίπεδο, φέρνοντάς το πλησίον του, σε μία σχεδόν μέθεξη του ανθρώπου με το θείο και τη σχετική κατανόηση των ουράνιων αινιγμάτων. Πώς μία «ξένη» τεχνοτροπία γίνεται ο φορέας έκφρασης συναισθημάτων προαιώνιων και επίρρωσης δεσμών χρονικά δυσθεώρητων.

Οι επιμελητές της έκθεσης δρ Ιωάννης Ηλιάδης, διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και δρ Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, πρόεδρος της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών μας είπαν ότι αυτό που τους ώθησε να διοργανώσουν μία έκθεση με αυτή τη θεματολογία ήταν ότι η εκκλησιαστική καλλιτεχνική παραγωγή με τα έντονα δυτικά στοιχεία, που συμπίπτει με την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878-1960) και τη Βαυαροκρατία στην Ελλάδα θεωρείται γενικά από τους ειδικούς της τέχνης ως τέχνη παρακμής και αποστασιοποίησης από την παραδοσιακή μεταβυζαντινή ζωγραφική. Το όλο εγχείρημα ήταν μια πρόκληση για τη γνωριμία με τους κοσμικούς και ιερωμένους ζωγράφους της, αλλά και του κλίματος μέσα στο οποίο έδρασαν». Οι επιμελητές μέσα από την έρευνα προσπάθησαν να συμβάλουν στην κατανόηση της στροφής των καλλιτεχνών προς ένα ιδεαλιστικό καλλιτεχνικό ρεύμα, προερχόμενο από την Ευρώπη.

Καλλιτεχνικοί παράλληλοι δρόμοι
Μία άλλη διάσταση που έχει η έκθεση είναι να διαγράψει τις σχέσεις του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους (1830) με την υπόδουλη Κύπρο στον τομέα της ζωγραφικής. Η δυτικότροπη ζωγραφική στο «Βασίλειον της Ελλάδος» υιοθετείται και διαδίδεται στο Άγιο Όρος και σύντομα περνάει και στην Κύπρο. Ο κ. Ηλιάδης μας είπε ότι σε περιοχές που τελούσαν υπό ξένη διοίκηση οι επιδράσεις στη θρησκευτική ζωγραφική ήταν κάτι το σύνηθες. Στην Κύπρο δυτικές τάσεις υπήρξαν από την εποχή των Λουζινιανών, ενώ και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και πάλι από τη Δύση μέσω φλαμανδικών χαρακτικών. Αυτό που παρατηρείται τον 19ο-20ό αιώνα δεν είναι ένας συγκρητισμός στην τέχνη ή κάποιου είδους επίδραση, αλλά μία εκτεταμένη και συχνά πλήρης αντιγραφή χάρτινων εικόνων και σχεδίων, που κυκλοφορούσαν από τη Ρωσία και τη Γερμανία και αργότερα από τις εκδόσεις Απέργη στην Αθήνα με ελάχιστες προσαρμογές των αγιογράφων». Στην Κύπρο, όπως μας είπε ο κ. Ηλιάδης, η τάση διατηρείται αυτούσια, αυτό όμως που τις κάνει να διαφοροποιούνται είναι το ταλέντο του κάθε αγιογράφου. «Είναι χαρακτηριστικό, πως από τα δεκάδες θέματα και μορφές αγίων που εικονογραφούνται στην Κύπρο, μόνον οι Αποστολοβαρναβίτες δημιουργούν ή μάλλον εξελίσσουν ένα νέο εικονογραφικό θέμα, αυτό του Αποστόλου Βαρνάβα και των αυτοκρατορικών προνομίων της Κυπριακής Εκκλησίας».

Ο δρ Χαράλαμπος Χοτζάκογλου μας είπε μέσα από την Έκθεση αυτή ανιχνεύονται οι αλυτρωτικοί ενωτικοί πόθοι Κύπρου και Ελλάδος κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και μελετάται η ανεπιτυχής προσπάθεια διάσπασης των στενών δεσμών Ελλήνων και Ορθοδοξίας, που επεχείρησαν οι Βαυαροί στην Ελλάδα και οι Βρετανοί αργότερα στην Κύπρο. Όπως μας είπε «ακούγεται κάπως οξύμωρο και αλλόκοτο μια δυτικότροπη και ξένη ως προς τον Ελληνισμό τέχνη να αντικατοπτρίζει τον πόθο των υπόδουλων Ελλήνων για ένωση με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος».

Μέσα από τα εκθέματα αντικατοπτρίζεται λοιπόν ο πόθος των Ελλήνων της Κύπρου για σύνδεση με τον εθνικό κορμό. Αυτή η τάση έχει αρχή, έχει τέλος, ρωτήσαμε τους δύο επιμελητές; μας απάντησαν ότι η υιοθέτηση της δυτικότροπης ζωγραφικής στην Κύπρο δεν αποτέλεσε την αρχή της τάσης αυτής και η διάδοση αργότερα της νεοβυζαντινής αγιογραφίας στο νησί δεν αποτελεί το τέλος. Η τέχνη της Κύπρου και το πνευματικό της στίγμα συνδιαμορφώνεται και καθορίζεται από τις τάσεις, που επικρατούν στην πρωτεύουσα του Ελληνισμού, όπως συνέβαινε εδώ και χιλιάδες χρόνια, χωρίς να αμφισβητούμε τις επιμέρους ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες.

Η «νέα» εκκλησιαστική ζωγραφική
Το πέρασμα από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική σε μία πιο ακαδημαϊκή ευρωπαϊκή ζωγραφική γίνεται όταν ο Όθωνας προβάλλει την ανάγκη «βελτίωσής» της, έτσι Ξένοι ζωγράφοι, όπως ο Θείρσιος και ο Ζάιτς (μέσα 19ου αιώνα) εφαρμόζουν συνειδητά μια «εκδυτικοποιημένη» εκκλησιαστική ζωγραφική, τη νεοαναγεννησιακή ζωγραφική.
Παράλληλα, ο εκδυτικισμός, που ξεκίνησε ο Μέγας Πέτρος στη Ρωσία οδήγησε επίσης στη στροφή της ρωσικής τέχνης στη δυτική ζωγραφική και από εκεί μέσω των ρωσικών μοναστηριών του Αγίου Όρους να διαδοθεί στα ελληνικά αγιογραφικά εργαστήρια του Άθωνος, όπου επίσης τη διδάσκονταν Κύπριοι μοναχοί.

Η νεοαναγεννησιακή εκκλησιαστική ζωγραφική υιοθετείται πιστά από τους Κύπριους αγιογράφους και συχνά μετακαλούνται ελλαδίτες ζωγράφοι για να διδάξουν τη ζωγραφική τέχνη, όπως λ.χ. ο Θεόδωρος Δάλτας, ενώ ζωγράφοι, όπως ο Όθων Γιαβόπουλος, ο Μπιλλήρης κ.ά ζωγραφίζουν εικόνες και τοιχογραφίες σε διάφορους ναούς του νησιού».
Στην έκθεση παρουσιάζονται περίπου 100 εκθέματα, τα οποία διέθεσαν διάφοροι εκκλησιαστικοί και κρατικοί φορείς, μουσεία, καθώς και ιδιώτες. Μεταξύ των εκθεμάτων περιλαμβάνονται σπάνια έργα εκκλησιαστικής τέχνης από τη Ρωσία, εικόνες από τα ζωγραφικά εργαστήρια των Μονών Σταυροβουνίου, του τουρκοκρατούμενου Αποστόλου Βαρνάβα, του Αγ. Γεωργίου Αλαμάνου, της Τροοδιτίσσης και του Μαχαιρά, καθώς και έργα κοσμικών ζωγράφων όπως των Παύλου Παυλίδη, Βασίλη Μιχαηλίδη, Αδαμάντιου Διαμαντή, Όθωνος Γιαβόπουλου, Ιωάννη, Ανδρέα Χρυσοχού, Πανάρετου Κουσουλίδη, Νικόλαου Κουνελάκη, Μιχαήλ Χριστοδουλίδη, Ιωάννη Κισσονέργη, Σολωμού Φραγκουλίδη, Νίκου Νικολαΐδη, Γαβριήλ Θεοχαρίδη.

Από καλλιτεχνικής πλευράς στην Έκθεση ξεχωρίζει η θύρα-παραπέτασμα του Ιερού Βήματος με τον Χριστό ως Μέγα Αρχιερέα, πίνακα σε δέρμα του Πανάρετου Κουσουλίδη και από την κοσμική θρησκευτική ζωγραφική ξεχωρίζει ο πίνακας του Νικόλαου Κουνελάκη με τον Οβολό της χήρας, ο οποίος στάλθηκε το 1889 από τη Φλωρεντία στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτη από την πεθερά του καλλιτέχνη, την Κύπρια Ευθυμία Καμπάνη. Για πρώτη φορά εκτίθενται δύο Παναγίες βρεφοκρατούσες που ακολουθούν πρότυπο του Ραφαήλ, έργα του μεγάλου μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, καθώς επίσης ένα από τα ελάχιστα σπαράγματα από τις χαμένες τοιχογραφίες του Όθωνος Γιαβόπουλου στην Αγία Νάπα Λεμεσού, που αφαιρέθηκαν τα τελευταία χρόνια από το ναό για να αντικατασταθούν με νεοβυζαντινές τοιχογραφίες.

Αξίζει να αναφερθεί ότι δείγματα δουλειάς Κυπρίων κοσμικών καλλιτεχνών εντοπίζονται στο Σινά από τον ζωγράφο-λογοτέχνη Νίκο Νικολαΐδη και στο Durban της Νοτίου Αφρικής από τον Ιωάννη Κισσονέργη, όταν μετανάστευσε τη δεκαετία του 1950 με την οικογένειά του. Ο πίνακας, άλλωστε, του Κισσονέργη με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πίνακα-εικόνας της τεχνοτροπίας αυτής, από έναν κοσμικό ζωγράφο, ο οποίος έγινε αποδεκτός από το κοινό. Στον πίνακα υπάρχουν έως σήμερα σημάδια από τα κοκκινάδια, από τις γυναίκες που τον προσκυνούσαν με ευλάβεια.

Η Έκθεση συνοδεύεται από πολυτελή κατάλογο «Ζωγραφίζοντας το Θείον. Τάσεις και επιδράσεις στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Κύπρου κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και ο ρόλος του νεοελληνικού κράτους». Στον κατάλογο περιλαμβάνονται 215 έγχρωμες φωτογραφίες, προλογικά κείμενα και οκτώ επιμέρους μελέτες με επιστημονική τεκμηρίωση και βιβλιογραφικό υπομνηματισμό, όπου μελετώνται η μνημειακή ζωγραφική κατά την όψιμη Τουρκοκρατία, η εκκλησιαστική ζωγραφική του 19ου αιώνα και οι προσπάθειες ανανέωσής της, το πολιτισμικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο, οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις στην εκκλησιαστική ζωγραφική Κύπρου και Ελλάδος, τα πρότυπα των ζωγράφων μέσα από σχέδια, ανθίβολα και χάρτινες εικόνες, στα μοναστικά, αγιογραφικά εργαστήρια των ιερών μονών Σταυροβουνίου, Τροοδιτίσσης και Αποστόλου Βαρνάβα, Αγίου Γεωργίου στην Αγία Φύλα και στον Άγιο Γεώργιο Αλαμάνο, η ζωγραφική των κοσμικών ζωγράφων της Κύπρου κ.ά. Συνεργάτες του τόμου είναι πολλοί και καταξιωμένοι επιστήμονες (Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νικόλαος Γραίκος, Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου). Πρόκειται για τον πρώτο σχετικό κατάλογο έκθεσης εικόνων και πινάκων ζωγράφων της Κύπρου και του ελλαδικού κορμού όπου καταγράφεται ανάγλυφα ένα σχεδόν άγνωστο κεφάλαιο της ιστορίας της τέχνης, αυτό της εξάπλωσης της δυτικότροπης ζωγραφικής στη Μεγαλόνησο και μεταγενέστερα η τάση αναβίωσης της βυζαντινής τέχνης στο νησί με σπάνιες φωτογραφίες, έγγραφα, ανθίβολα, αρχειακές μαρτυρίες και άγνωστο υλικό από μοναστήρια της Κύπρου.

Info
Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκαν οι βυζαντινολόγοι δρ Ιωάννης Ηλιάδης και δρ Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, θα παραμείνει ανοικτή για το κοινό έως τις 25 Οκτωβρίου στο Μέγαρο της Παλαιάς Αρχιεπισκοπής, (έναντι Παγκυπρίου Γυμνασίου). Η Έκθεση συνοδεύεται από πολυτελή εικονογραφημένο κατάλογο 300 σελίδων, που επιμελήθηκε ο δρ Χαρ. Χοτζάκογλου και διατίθεται στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών και στα βιβλιοπωλεία. Πληροφορίες στο τηλ. 22432578, cypriotstudies@gmail.com

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση

Ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Καραγιάν μιλάει στην «Κ» με αφορμή την αναδρομική έκθεση για το έργο του στη Λεμεσό
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ