ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Από τον Άρπαλο στον «Άρπαγο»

Του Χρίστου Λαζανιά*

Όταν η τράπεζα έγεμε, οι εκλεκτοί κάθονταν αναπαυτικά, συνδαιτυμόνες στο συμπόσιο της μεγάλης τρυφής. Άναβαν τα πανάκριβα πούρα τους, χάιδευαν τις κοιλιές τους κι έκαναν το μοίρασμα, πάντα αγκαλιασμένοι, ακολουθώντας έναν άγραφο κώδικα σιωπής. Ο μόσχος πολύς αλλά για λίγους... Η συνείδησή τους ησύχαζε με το «μηδείς ημών φοβείσθω θεόν ή άνθρωπον». Τα ποτήρια υψώνονταν για υγεία και δύναμη.
Κυρίως δύναμη. Αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ρίχνοντας μια ματιά στο ποικιλόμορφο μενού του συμποσίου. Χρήμα, εξουσία, υψηλά αξιώματα, σεξουαλικές απολαύσεις παντός είδους, διαπλοκή, προσωπικές ατζέντες, φαρισσαϊκές συναλλαγές, λεηλασία του κοινού πλούτου κι άλλα τόσα που δεν  ικανοποιούν τον ακόρεστο, εωσφορικό εγωισμό του κάθε ομοτράπεζου. Ασύστολη κατάχρηση. Μια έννοια που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι ένα άλυτο πρόβλημα μεταξύ των πολιτών και των φυλασσόντων την πολιτεία, τους θεσμούς και τα ταμεία.H αρπακτική δραστηριότητα ίδια χθες, σήμερα και όπως όλα δείχνουν και αύριο.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται και αναπλάθεται...
Το τελευταίο διάστημα, γίνεται πολύς λόγος για τη Μακεδονική Δυναστεία, με αφορμή τις ανασκαφές στην Αμφίπολη. Ευκαιρία λοιπόν να θυμηθούμε έναν «κολλητό» του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τον Άρπαλο τον Ελιμιώτη, παιδικό φίλο και έμπιστο του στρατηλάτη. Βέβαια, ο Άρπαλος δεν έμεινε στην ιστορία για τα ηρωικά του κατορθώματα αλλά για την εμπλοκή του σ’ ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο. Κάλλιστα θα μπορούσε να είχε θέση και στο προαναφερόμενο συμπόσιο.

Ποια ήταν η ιστορία του;
Εξαιτίας ενός σωματικού προβλήματος δεν πήρε κάποιο στρατιωτικό αξίωμα αλλά διορίστηκε από τον Αλέξανδρο θυσαυροφύλακάς του.
Ωστόσο, λίγο πριν απ' τη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), άρπαξε τον θησαυρό τον οποίο φύλαγε και πήγε στα Μέγαρα. Ο Αλέξανδρος όταν έμαθε για την κλοπή συγχώρεσε τον φίλο του και τον διόρισε ξανά στο ίδιο πόστο.
Έτσι ο Άρπαλος είχε στη διάθεσή του όλο τον πλούτο της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο πειρασμός μεγάλος κι οι αντιστάσεις του ανύπαρκτες.
Ενόσω ο Μ. Αλέξανδρος πολεμούσε στην Ινδία, ο Άρπαλος απολάμβανε ακολασίες και καταχρήσεις, χωρίς όρια. Είχε φθάσει στο σημείο ν’ απαιτεί από τον λαό να τιμά την εταίρα του, ονόματι Γλυκέρα, ως βασίλισσα.

Όταν όμως ο Αλέξανδρος γύρισε νικητής και πληροφορήθηκε τα γεγονότα αποφάσισε να εκτελέσει όλους τους καταχραστές, βιαστές και επίορκους στρατηγούς.

Τότε ο Άρπαλος φοβούμενος την οργή του φίλου του, άρπαξε 5.000 τάλαντα και πήγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Αγόρασε μισθοφορικό στρατό 6.000 ανδρών, 30 πλοία και κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο. Βέβαια, οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως περίμενε αν και ήταν επίτιμος δημώτης για δωρεές που πρόσφερε στην πόλη παλαιότερα. Έτσι, προσπάθησε με δωροδοκίες να τους πείσει ν’ αντιδράσουν στον Αλέξανδρο. Μέχρι και τον δεινό ρήτορα Δημοσθένη παρέσυρε στα σχέδιά του κι έγινε η αιτία της εξορίας και του θανάτου του. Με τα κλεμμένα χρήματα προκάλεσε μέγαλο σκάνδαλο στην ήδη διχασμένη Αθήνα, γνωστό ως «Αρπάλεια χρήματα». Έπειτα από διαπραγματεύσεις, ο στρατηγός Φιλοκλής επέτρεψε την είσοδό του, ως ικέτη. Τότε ο Άρπαλος προσφέρθηκε να τους δώσει μέρος του θησαυρού και τους μισθοφόρους του.

Ο Δημοσθένης πρότεινε να τον φυλακίσουν και να καταθέσουν τα χρήματα στο ταμείο των θεωρικών μέχρι ν’ αποφασίσουν για τα περαιτέρω. Ο ίδιος διορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι κατείχε 700 τάλαντα. Αστρονομικό ποσό για την εποχή. Όμως, όταν μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνο 350. Οι δίκες για τα «Αρπάλεια χρήματα», απέβησαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα και το δικαστήριο (Ηλιαία) πρότεινε να ομολογήσουν όσοι τα πήραν, κάτι που δεν έγινε.

Τελικά, ο Δημοσθένης οδηγήθηκε σε δίκη για τα 20 τάλαντα και το χρυσό κύλικα που έλαβε ως δώρο. Αδυνατώντας όμως να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε, φυλακίστηκε. Ακολούθως, δραπέτευσε με τη βοήθεια φίλων του και πήγε στην Τροιζήνα και μετά στην Αίγινα από όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να γυρίσει. Επιστρέφοντας όμως στην Αθήνα συνέχισε την αντιμακεδονική του δράση. Τον Δημοσθένη διακωμωδεί ο βιογράφος του Πλούταρχος γράφοντας, «...ουχ υπό συνάχης έφραζον, αλλ' αργυράγχης». Ότι δηλαδή το στόμα του δεν το έφραζε το συνάχι αλλά τα αργύρια, όταν αρνήθηκε να μιλήσει στην εκκλησία του Δήμου για τον Άρπαλο.
Η συνέχεια της ιστορίας του Άρπαλου δραματική. Αφού δραπέτευσε, πήγε στην Κρήτη όπου δολοφονήθηκε από κάποιον Θίβρωνα.
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.) ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό.

Η Αθήνα πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης και λοιποί αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.
Ο Δημοσθένης όμως δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία, όπου αυτοκτόνησε για να μην συλληφθεί.
Διαβάζοντας κανείς το πιο πάνω ιστορικό γεγονός με ευκολία θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τα ονόματα που αναφέρονται με ονόματα σημερινών αρχόντων του τόπου μας. Η μόνη δυσκολία που θα συναντήσει είναι στην επιλογή των ονομάτων αφού η λίστα των καταχραστών ενημερώνεται καθημερινά.
Μήπως ο πολίτης τους έχει συνηθίσει στη ζωή του;
Απ’ τον Άρπαλο έχουμε φτάσει στη δυναστεία του «Άρπαγου», των αρπακτικών ακριβέστερα. Από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα, ανώτεροι και ανώτατοι άρχοντες ανταγωνίζονται ποιος θα πάρει τον τίτλο του «Μεγάλου Καταχραστή». Πολλοί τα κατάφεραν και τα καταφέρνουν, διατηρώντας συνάμα άσπιλη τη δημόσια εικόνα τους, με τη βοήθεια ακριβών και ενίοτε αργυρώνητων συμβούλων και επικοινωνιολόγων.
Κάποιοι άλλοι όμως δεν είναι τόσο τυχεροί, αφού αδύναμοι συνδετικοί κρίκοι σπάνε αφήνοντάς τους απροστάτευτους.

Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε πως όσοι μένουν πιστοί στο καθήκον τους δεν έχουν καμία πιθανότητα να φτάσουν στις μεγάλες καρέκλες. Κι αν φτάσουν, κατά λάθος, η απομάκρυνσή τους θα είναι θέμα χρόνου, γιατί έχουν την «κακή» συνήθεια να κάνουν τους «έξυπνους» και οι άρπαγες δεν ανέχονται εμπόδια.
 
Τι γίνεται όμως όταν η αρπακτική δραστηριότητα γίνεται συνήθεια και κληροδοτείται σιωπηλά στις επόμενες γενιές; «Γιατί να παιδεύεσαι μια ζωή για κάτι που μπορείς να κάνεις ή ν’ αποκτήσεις μέσα σε λίγες ώρες;». Σ’ αυτό τον άξονα κινείται περίπου η διδακτική της «αρπακτικής επιστήμης» η οποία οδεύει προς πλήρη αυτονόμηση αφού δεν μας πείθουν οι «κυνηγοί» των καταχραστών. Μέχρι να συλλέξουν έγγραφα και αποδείξεις, το μαρτυρικό υλικό «απάγεται» και ταξιδεύει γι’ άλλες πολιτείες.

Οι υπηρέτες της Δικαιοσύνης χάνονται στους μικρούς και μεγάλους φακέλους θυμίζοντάς μας το μονόπρακτο του Δημήτρη Ψαθά, «Η τσάντα και το τσαντάκι». Ατελείωτες διαδικασίες. Ξόδεμα χρόνου. Κι αποτέλεσμα;
Συγχρόνως οι φύσει και δυνάμει καταχραστές ετοιμάζονται επιμελώς για το επόμενο μεγάλο συμπόσιο με νέα λίστα καλεσμένων…

*Δημοσιογράφος
 

 


 

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση