
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου οι επενδύσεις, το δημόσιο χρέος και τα πραγματικά επιτόκια θα κινηθούν ανοδικά. Σε αυτό το απαιτητικό περιβάλλον η ισορροπία θα επέλθει μόνο μέσα από τη μεγέθυνση της οικονομίας. Γιατί αν δεν συμβεί αυτό, το επόμενο μεγάλο πρόβλημα της Ευρωζώνης θα είναι πρόβλημα βιωσιμότητας. Όπως εξάλλου μας εξηγεί και η βασική αρχή της βιωσιμότητας, ένα χρέος θεωρείται βιώσιμο για όσο καιρό ο ρυθμός αύξησης (επιτόκια) παραμένει μικρότερος από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ανάπτυξη).
H χρονιά που αποχαιρετούμε είχε ως βασικό χαρακτηριστικό τον μεγαλύτερο εμπορικό πόλεμο που βίωσε η ανθρωπότητα μετά το τέλος του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες η Ευρωζώνη κατάφερε να επιπλεύσει επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα. Προς επιβεβαίωση της καλής πορείας έχουμε τα προκαταρκτικά στοιχεία που διαμορφώνουν ένα πολύ θετικό τέταρτο τρίμηνο και αναγκάζουν την ΕΚΤ να αναθεωρήσει τους στόχους ανάπτυξης για το έτος. Επιπρόσθετα, την καλή εικόνα συμπληρώνουν οι θετικές μετρήσεις του δείκτη οικονομικής συγκυρίας και υπεύθυνων προμηθειών (purchase managers index).
H χαμηλή επίδοση των εξαγωγών, λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν, αντισταθμίστηκε από μια ανέλπιστη βελτίωση των εσωτερικών συνθηκών ζήτησης στηρίζοντας την κατανάλωση και τις θέσεις εργασίας. Στο μέτωπο της απασχόλησης τα καλά νέα αφορούν στα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και την αύξηση των μισθών.
Η Ευρωζώνη αυτή την περίοδο επηρεάζεται θετικά, αν και σε αρχικά στάδια, από τις κρατικές επενδύσεις, κυρίως στη Γερμανία, που αφορούν σε υποδομές σχετικές με την κλιματική αλλαγή και την ασφάλεια. Όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, η εικόνα είναι βελτιωμένη λόγω των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης που προκαλούν τα χαμηλά επιτόκια.
Ενώ αρχικά οι εμπορικοί περιορισμοί προκάλεσαν πανικό, καθώς προχωρούσαν οι μήνες η αβεβαιότητα μειωνόταν, περιορίζοντας τις επιπτώσεις των δασμών της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ. Αυτό έγινε κατορθωτό μέσω νέων εμπορικών εταίρων και νέων εμπορικών συνεργασιών, με τρόπο που αναδείχθηκε η ευρηματικότητα και ανθεκτικότητα του παγκόσμιου εμπορίου.
Σε σχέση με τις τιμές, το περιβάλλον παραμένει ευνοϊκό καθώς ο πληθωρισμός μετά τη μεγάλη πτώση διατηρήθηκε στον στόχο του 2%. Οι προβλέψεις για τη συνέχεια «μιλούν» για σταθερότητα, αν και η μεταβλητότητα στην ενέργεια ίσως προκαλέσει αυξημένες τιμές στα γενικά επίπεδα (headline inflation).
Η συζήτηση πάντα επιστρέφει στη νομισματική πολιτική, που τα χρόνια μετά την πανδημία κυριάρχησε αφήνοντας τη δημοσιονομική πολιτική σε δεύτερη μοίρα.
Για να εξαχθούν συμπεράσματα σε σχέση με την πορεία των επιτοκίων θα πρέπει να αναλυθούν οι συνιστώσες του πληθωρισμού. Αν και η γενική εικόνα παραμένει θετική, επικρατεί ανησυχία για το μέρος του πληθωρισμού που έχει να κάνει με τις υπηρεσίες, καθώς πρόκειται για αποκλειστικά εσωτερική δυναμική χωρίς τη δικαιολογία του εισαγόμενου πληθωρισμού. Ανησυχία επικρατεί και για τον πολύ σημαντικό πληθωρισμό των τροφίμων, που παραμένει στα ψηλά και επηρεάζει την καθημερινότητα και τις προσδοκίες των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση οι τιμές των βασικών επιτοκίων δεν αναμένεται να διαφοροποιηθούν στο άμεσο μέλλον. Όμως, επειδή οι πηγές κινδύνου του πληθωρισμού είναι ορατές, μια πιθανή μεταβολή θα είναι προς την κατεύθυνση της αύξησης των βασικών επιτοκίων. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει πως σήμερα τα επιτόκια κινούνται ανοδικά λόγω της επικείμενης διόγκωσης του δημόσιου χρέους.