ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ένα περιστέρι (στο πιάτο) δεν φέρνει την άνοιξη

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά «μουρμουρώ» για την εμπειρία μου σε εστιατόρια. Και -ευτυχώς για μένα- δεν είμαι ο μόνος που το κάνω.

Η τελευταία φορά που έφαγα εκτός σπιτιού και «έφυγε το κεφάλι μου» -όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο Γιάννης στα διάφορα meetings μας για τα 50 Best Restaurants κάθε φορά που τυχαίνει να απολαύσει κάποιο αξιομνημόνευτο πιάτο-, χρονολογείται. Ήταν προ διετίας, όταν σε ένα σχεδόν άδειο εστιατόριο θα απολαμβάναμε ένα dinner που έμελλε να χαραχτεί για πάντα στη γευστική μας μνήμη. Ή τουλάχιστον, αυτό συνέβη με μένα.

Εκείνο το βράδυ, προσπερνώντας τη χλιδάτη σάλα του L’ Atelier Robuchon, στη Μαρίνα Αγία Νάπας, και παίρνοντας τελικά θέση στην ωραία βεράντα του εστιατορίου με θέα τα γιοτ, απολαύσαμε πιάτα που δικαιολογούσαν το κάθε σεντ από τα 125 ευρώ (ανά άτομο) που είχαμε κληθεί να πληρώσουμε για το degustation menu.

Ειδικά το amuse-bouche που έφτασε στο τραπέζι αμέσως μετά που δώσαμε την παραγγελία, μια δημιουργία-έπος με αφρό παρμεζάνας και foie gras, ακόμα με «κυνηγά» από τότε, ανεβάζοντας τον πήχη της γεύσης πιο ψηλά και απ’ τον πήχη του Duplantis στο άλμα επί κοντώ. Ρεκόρ ευρηματικότητας από τον σεφ!

Λίγους μήνες πριν από εκείνο το δείπνο και πριν το Robuchon βρεθεί τελικά στην πρώτη θέση της κατάταξης των 50 Καλύτερων Εστιατορίων της Κύπρου, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον επικεφαλής της κουζίνας, τον Γάλλο στην καταγωγή executive chef Mathieu Desbat. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει: «Πάντα προσπαθούμε να δίνουμε στους καλεσμένους μια εμπειρία που θα τους χαρίσει αναμνήσεις. Και αυτό πάει πέρα από το φαγητό». Μήνες μετά θυμάμαι χαρακτηριστικά να χαμογελώ από ικανοποίηση, αφού αυτό ακριβώς είχα εκείνο το βράδυ, μια mind blowing εμπειρία που την κουβαλώ μέχρι και σήμερα. Τα θυμάμαι ένα προς ένα. Το ψητό χτένι με τζίζερ κονφί και κρέμα από κολοκυθάκι, το άριστα ψημένο περιστέρι, αλλά και την εξαιρετική σε υφή Guanaj που επισφράγισε το δείπνο μας. Περιττό να αναφέρω το εξαιρετικό wine list και την ουσιαστική παρουσία του sommelier, ο οποίος μάς έκανε ένα πολύ καλό pairing για το φαγητό μας.

Τι κι αν εκείνο το περιστέρι στο πιάτο έφερε στην Κύπρο αέρα παριζιάνικο, μιας και το δικό μας L’Atelier Robuchon αποτέλεσε αισθητικά και γευστικά μια πολύ καλή εκδοχή του πρωτότυπου εστιατορίου στο Παρίσι… Δυστυχώς, όλοι γνωρίζουμε την αρνητική εξέλιξη και την όχι και τόσο καλή πορεία (σε θέμα προσέλευσης), που οδήγησε τελικά στο κλείσιμό του, δείχνοντάς μας ότι ένα νόστιμο περιστέρι δεν είναι ικανό να φέρει την άνοιξη.

Ο λόγος που σήμερα θυμάμαι ξανά εκείνη την «ακριβή» εμπειρία μου, είναι για να τονίσω ότι η αξία του εν λόγω δείπνου δικαιολογούσε απόλυτα την τιμή του. Κάτι που, δυστυχώς, στις πλείστες περιπτώσεις, πάντα κατά την άποψή μου, επ’ ουδενί δεν συμβαίνει στις εξόδους μου για φαγητό.

Αν εξαιρέσω κανένα καλό σουβλάκι και κανένα απάχικο ταβερνάκι, όπου οι γεύσεις είναι καθαρές, οι προσπάθειες τίμιες και οι τιμές κανονικές, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ή τουλάχιστον στις πλείστες από αυτές, η τιμή τρέχει σπριντ και η αξία ακολουθεί από απόσταση και καταϊδρωμένη. Και αυτό είναι πάντα μια καλή απάντηση στην ίσως πιο συχνή ερώτηση που ακούω από καταβολής του θεσμού των Wiz 50 Best Restaurants. «Μα καλά, πώς γίνεται μια ταβέρνα να φιγουράρει δίπλα σε ένα fine dining εστιατόριο;». Η απάντηση είναι πανεύκολη και πλέον ξεκάθαρη θα έλεγα. Όταν μια ταβέρνα έχει σουβλάκι που τα σπάει, με ποιοτικό κρέας και σωστά ψημένο, σεφταλιά με ισοροπημένη γεύση, φρέσκια κυπριακή πατάτα, σαλάτα με γεύση, ελιά τσακιστή στην οποία μοσχομυρίζει ο κόλιανδρος και σπιτικό ταχίνι, όταν όλες οι πρώτες ύλες είναι διαλεχτές, η ροή πιάτων είναι μετρημένη, όταν η λίστα κρασιών τιμά τον κυπριακό αμπελώνα, όταν το πειριβάλλον είναι φιλικό και ζεστό και η τιμή σωστή, γιατί να μην τιμήσουμε την προσπάθεια με μια ψηλή βαθμολογία; Εξάλλου η γεύση και η σχέση ποιότητας-τιμής είναι που βαθμολογούνται πρωτίστως, αφού αυτά θα σου δώσει μια εμπειρία που θα σου χαρίσει αναμνήσεις, όπως ευστοχότατα είπε και ο σεφ, και όχι το είδος, το concept και η διακόσμηση του εστιατορίου από μόνα τους.

Αν το φαγητό -το κάθε φαγητό, σε οποιοδήποτε εστιατόριο- δεν υπάρχει για μέρες πρόχειρο στη μνήμη σου, αν έστω την επόμενη μέρα δεν μοιράζεσαι με ενθουσιασμό την εμπειρία σου με τους γύρω σου, τότε μάλλον τα λεφτά σου δεν έπιασαν τόπο.

Την αξία να μετράμε και αυτή να κυνηγάμε, ανεξαρτήτως τιμής.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Μιχάλης Μιχαηλίδης: Τελευταία Ενημέρωση