
Του Μιχάλη Μιχαηλίδη
Όταν καλείσαι να πληρώσεις 9 ευρώ για τρεις σεφταλιές, κάπου εκεί αρχίζεις να αναρωτιέσαι μήπως στον φουσκωμένο λογαριασμό έχεις χρεωθεί και το storytelling από τον σερβιτόρο ή το μάρκετινγκ που κατ’ αναλογία υπερισχύει ακόμα και της γεύσης.
Βράδυ Τρίτης, παίρνω θέση στο πεζοδρόμιο ενός από αυτά τα εστιατόρια που έχουν όλα τα φόντα να σε εκπλήξουν ευχάριστα με το φαγητό τους. Ψήσιμο στη φωτιά, μικρό μενού, εποχικότητα, συνεργασία με μικροπαραγωγούς, ωραίες μουσικές, στιλάτος κόσμος, ψαγμένα κρασιά και άλλα πολλά που σου δημιουργούν προσδοκίες. Είχα κλείσει τραπέζι για δύο, οπότε περιμένοντας τον φίλο μου να έρθει κρατούσα και περιεργαζόμουν το μενού και το wine list. «Πρώτη φορά έρχομαι, οπότε θα ήθελα λίγο το βοήθειά σας», λέω στον σερβιτόρο με ύφος μπλαζέ, ζητώντας του να μου εξηγήσει τη φιλοσοφία του εστιατορίου, αλλά και να μου προτείνει μερικά από τα πιάτα που θα ‘πρεπε οπωσδήποτε να δοκιμάσω.
Το κυρίαρχο αφήγημα στις μέρες μας περιλαμβάνει στην εξίσωση όσα μόλις προανέφερα και μερικά ακόμα χαρακτηριστικά. Περιλαμβάνει δηλαδή την εποχικότητα, τις εγχώριες πρώτες ύλες, πρακτικές zero waste, τη συνεργασία με μικροπαραγωγούς, ακόμα και τη επίβλεψη της παραγωγής από τον ίδιο τον σεφ ή τον εστιάτορα. Όπου είναι μια χαρά να συμβαίνει και προφανώς επικροτούμε αυτή τη γαστρονομική κουλτούρα. Το πρόβλημα είναι όταν το storytelling του σερβιτόρου και το μάρκετινγκ, όχι μόνο απέχει παρασάγγας από το γευστικό αποτέλεσμα, αλλά υπερχρεώνεται κιόλας στον λογαριασμό.
Όταν σου λένε ατάκες τύπου πως η μελιτζάνα φυτρώνει στο χωράφι δίπλα από το εστιατόριο και ποτίζεται μόνο με Evian, όταν ακούς ότι το χαλούμι το παράγει η κυρία Ελένη στην ορεινή Πάφο με γάλα φερμένο από άλλον πλανήτη, όταν διατυμπανίζουν ότι τα αλλαντικά τα φτιάχνει ο μερακλής κύριος Αντρέας σε ένα υπόγειο στην Πιτσιλιά με κρασί από τα top Château του Μπορντό, όταν ακούς ότι το steak προέρχεται από φυλή κυπριακής αγελάδας που βόσκει ανέμελη στο Ακρωτήρι ακούγοντας μόνο Λουδοβίκο των Ανωγείων και τρώγοντας αποκλειστικά μονοποικιλιακό τριφύλλι βιολογικής καλλιέργειας, τότε σίγουρα πας με μεγάλο καλάθι. Προφανώς και υπάρχει μια δόση επιστημονικής φαντασίας σε αυτά που διαβάζεις, δυστυχώς όμως δεν υπάρχει καθόλου υπερβολή στην εντύπωση που μας δημιουργείται, ότι συχνά υπάρχει… πολύ κακό για το τίποτα. Σχεδόν αδιάφορες γεύσεις, μάρκετινγκ άνευ περιεχομένου και τιμολόγηση που δεν ανταποκρίνεται ούτε στο περιεχόμενο ούτε στο περιτύλιγμά του -γιατί, καλή είναι η πλαστική καρέκλα και το μικροσκοπικό τραπέζι πάνω στο πεζοδρόμιο, όταν όμως καλούμαι να πληρώσω 60 ευρώ το άτομο για ένα dinner «άχρωμο» ή 9 ευρώ για τρεις μόνες και έρημες σεφταλιές μέσα σε ένα πιατάκι, τότε νιώθω ότι κάποιος με έχει ξεγελάσει big time.
Ανέκαθεν ένιωθα και το έλεγα πως πρέπει να σεβόμαστε τη δουλειά που γίνεται στα εστιατόρια. Σε πολλές περιπτώσεις όλο αυτό είναι για τους ίδιους τους εστιάτορες μια επένδυση ζωής, οπότε είναι άδικο να πηγαίνει ο Χ ή η Ψ και να ακυρώνουν τη δουλειά τους με σχόλια στα social media. Ακόμα το πιστεύω αυτό, όσο κι αν τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά απογοητεύομαι από τις επισκέψεις μου σε εστιατόρια. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέγω να μην ονοματίσω το εστιατόριο και σε αυτό το κείμενο. Δεν θα έπρεπε όμως, δεν θα ‘ταν τίμιο, να λειτουργούν με παρόμοια λογική και οι εστιάτορες; Γιατί από την πλευρά τους να είναι ok να υπερχρεώνουν χωρίς κανένα λόγο και αιτία πιάτα που δεν δικαιολογούν αυτές τις τιμές; Γιατί να μη σέβονται τα λεφτά μας ή τον χρόνο που σπαταλούμε στον χώρο τους υποτίθεται για να ψυχαγωγηθούμε; Γιατί να πληρώνω τις σεφταλιές σε τιμή Wagyu;
Αν μη τι άλλο, με αυτή την προσέγγιση το μόνο που καταφέρνουμε είναι να αδικούμε τις σεφταλιές, που κατά τ’ άλλα είναι ένα εξαιρετικό κυπριακό πιάτο. Όπως και άλλα σπουδαία φαγητά και προϊόντα του τόπου μας. Άλλο είναι όμως για παράδειγμα να τρως μια παρασκευή με χαλούμι στο μισελενάτο βρετανικό The Cross του Κύπριου σεφ Ανδρέα Άντωνα και άλλο να πληρώνεις 12 ευρώ για μισό χαλούμι ψημένο στη σχάρα, σε ένα μικροσκοπικό τραπέζι, δυο μέτρα από εκεί που περνάνε τα αυτοκίνητα. Και επαναλαμβάνω, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η πλαστική καρέκλα ούτε η σεφταλιά, αλλά η λογική μας ότι είναι ok να «πουλάμε» μάρκετινγκ, χάνοντας όμως την ουσία -που στην προκειμένη δεν είναι κάτι άλλο από τη γεύση και τη σχέση ποιότητας-τιμής.