
Του Χρίστου Ζαβού
Ένα τεράστιο μέτωπο προστασίας ανυψώθηκε εκ μέρους των σάιτ και δημοσιογράφων, προκειμένου έτσι να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους σ’ ένα «συνάδελφο», ο οποίος, ομολογουμένως, αποτέλεσε στόχο μιας ομάδας.
Σε γενικές γραμμές, η μεθοδολογία είναι σωστή και έχει εφαρμοστεί ανά τον πλανήτη, από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι και σήμερα.
Αυτό που εκατό τοις εκατό δεν είναι σωστό, είναι ότι το δημοσιογραφικό «τέχνασμα» έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε στην εν λόγω υπόθεση, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το θεμελιώδες καθήκον του δημοσιογράφου να δημοσιεύει τις εξελίξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δημοσιογράφοι ναι μεν έχουν το δικαίωμα να μην δημοσιεύσουν την ανακοίνωση, καθότι πέραν των άλλων ελλοχεύει κίνδυνος για την ασφάλεια ενός συναδέλφου, δεν έχουν όμως κανένα δικαίωμα να αποκρύπτουν το γεγονός.
Επί τούτου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κανένα ρεπορτάζ δεν κάλυψε τη δυσαρέσκεια που υπήρχε εκ μέρους του σωματείου, πλήττοντας έτσι την ποιότητα της ενημέρωσης και δείχνοντας κατ’ επέκταση ασέβεια προς το φίλαθλο κοινό.
Από κει και πέρα, μέσα απ’ αυτή την υπόθεση, αναδύεται ένα ακόμη ζήτημα, που σχετίζεται άμεσα με την υποκριτική στάση των δημοσιογράφων.
Η «αλληλεγγύη», που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί και να λειτουργήσει ως αποσιώπηση των εξελίξεων, μοιάζει να είναι επιλεκτική, καθότι φαίνεται να μην διατηρεί καμία σταθερά εντός του δημοσιογραφικού κόσμου.
Κατά το παρελθόν, παραβιάζοντας κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας, έχουν πολλάκις αναδημοσιευτεί από Μέσα, ανακοινώσεις που καταφέρονται είτε κατά των δημοσιογράφων είτε ακόμη και κατά της ελευθερίας του Τύπου.
Ουδείς παρενέβη και εξ όσων γνωρίζουμε κανείς δεν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Ενδεχομένως, αυτή η ανομοιομορφία που παρατηρείται στην έκφραση της αλληλεγγύης, να σχετίζεται άμεσα με παράγοντες που καμία σχέση δεν έχουν με το δημοσιογραφικό λειτούργημα.
Η δημοσιογραφική αλληλεγγύη είναι στην τελική ωφέλιμη και απαραίτητη όταν βασίζεται σε κανόνες δεοντολογίας, που προστατεύονται από συλλογικά όργανα.
Όσον αφορά την περίπτωση των Κυπρίων αθλητικογράφων, κανένα συλλογικό όργανο δεν μερίμνησε να θέσει τους κανόνες, πόσο μάλλον να τους προστατεύσει.
Δυστυχώς, η δημοσιογραφική οργάνωση που σχετίζεται με την αθλητικογραφία της Κύπρου, έχει πολλάκις αποδειχθεί ανεπαρκής.
Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος από τότε που ενέδωσε σε πιέσεις της ΚΟΠ, προκειμένου να μην βραβευτεί συνάδελφος για το έργο που επιτέλεσε.
Ομοίως, δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που η ηγεσία της χαριεντιζόταν, σ’ ένα από τα «καλλιστεία δημοσιογραφίας» που διοργανώνει κατά καιρούς, με τον τότε πρόεδρο της Ομοσπονδίας, ο οποίος αποδείχθηκε ότι έκοβε και επέλεγε ποιοι δημοσιογράφοι θα δουλεύουν στην πλατφόρμα της ΚΟΠ TV και ποιοι όχι.
Εν κατακλείδι, πέραν της υποτιθέμενης αλληλεγγύης, τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε να γίνονται αντιληπτές ως ερέθισμα για τη διεξαγωγή μιας συζήτησης γύρω από τις συνθήκες και το επίπεδο που επικρατεί στο «απάνθρωπο» επάγγελμά μας.
Κυρίως, όμως, κάθε επίθεση προς τον δημοσιογραφικό κόσμο, πρέπει να κινητοποιεί την ανάγκη για αυτοκριτική, συλλογικά όσο και ατομικά!!
Στο κάτω-κάτω η δημοσιογραφική αλληλεγγύη πρέπει να προστατεύει την υπεύθυνη δημοσιογραφία και όχι να καλύπτει τα λάθη τους ενός ή του άλλου.