ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ασυμμετρία ισχύος

Του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΥ

Η εύρυθμη λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας εδράζεται σε μια θεμελιώδη αρχή: οι θεσμοί και οι φορείς της εξουσίας οφείλουν να λειτουργούν ως εγγυητές των δικαιωμάτων και της ασφάλειας των πολιτών, διαφυλάσσοντας το πλαίσιο εντός του οποίου η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία της βούλησης μπορεί να υφίστανται. Όταν οι θεσμικοί παράγοντες μετατρέπονται από προστάτες σε διώκτες, στοχοποιώντας δημόσια έναν μεμονωμένο πολίτη, υπονομεύουν την ίδια την ουσία του θεσμικού τους ρόλου. Η περίπτωση του Γιώργου Γαβριήλ συνιστά μια τέτοια ανησυχητική θεσμική παρέκκλιση, η οποία χρήζει αυστηρής κριτικής υπό το πρίσμα της πολιτικής φιλοσοφίας και της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Η δημόσια επίθεση που δέχθηκε από πολιτικά πρόσωπα υπερβαίνει τη συζήτηση περί των ορίων της τέχνης και αγγίζει τον πυρήνα της σχέσης θεσμού και πολίτη.

Ο πολίτης εκτίθεται στην κρίση, στη ρύθμιση και, συχνά, στην πίεση των θεσμών, ενώ οι θεσμοί φέρουν την υποχρέωση να αυτοπεριορίζουν την ισχύ τους, ώστε να μην εκτρέπονται σε αυθαιρεσία και σε συμβολική ή πραγματική βία. Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, ο θεσμός οφείλει να λειτουργεί πρωτίστως ως εγγυητής του πλαισίου της ελευθερίας, ως αρχιτέκτονας των όρων εντός των οποίων μπορούν να συνυπάρχουν συγκρουόμενες κοσμοθεωρίες, και όχι ως φορέας μιας επιβαλλόμενης «ορθής» ηθικής. Όταν ανώτατοι πολιτειακοί παράγοντες, όπως η πρόεδρος της Βουλής και του ΔΗΣΥ, ο αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ και ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ, παρεμβαίνουν δημόσια με οξείς χαρακτηρισμούς, η πράξη αυτή δεν αποτελεί απλή άσκηση γνώμης, αλλά εκδήλωση θεσμικής ισχύος εις βάρος ενός πολίτη, στον οποίο προσδίδεται ο ρόλος του παραβάτη. Είναι πράξη βίας. Η περίπτωση του παραποιημένου κολάζ που δημοσιεύτηκε από τον κ. Δίπλαρο αποτελεί την πιο κραυγαλέα απόδειξη αυτής της μεθόδευσης, καθώς η χρήση προϊόντος παραπληροφόρησης με σκοπό την τεχνητή όξυνση του κλίματος δηλητηριάζει τον δημόσιο διάλογο.

Η επίκληση του «προσβεβλημένου αισθήματος» από θεσμικούς παράγοντες συνιστά, υπό αυτό το πρίσμα, μια επικίνδυνη μετατόπιση από τον ορθολογικό δημόσιο λόγο προς έναν συναισθηματικά φορτισμένο λαϊκισμό που επενδύει στη θυματοποίηση της πλειοψηφίας. Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, το δικαίωμα να δηλώνει κανείς ότι θίγεται από μια καλλιτεχνική πρόταση ανήκει σε κάθε πολίτη· δεν ανήκει, όμως, στους θεσμούς η εξουσία να μετασχηματίζουν αυτό το υποκειμενικό αίσθημα σε οργανωμένο πολιτικό λόγο, ο οποίος στοχοποιεί άτομα και τους προσδίδει δαιμονολογικό ρόλο. Η σύγκλιση της ρητορικής μεταξύ παραδοσιακά κυρίαρχων κομμάτων και ακροδεξιών μορφωμάτων είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, καθώς νομιμοποιεί τον εξτρεμιστικό λόγο και λειτουργεί ως σήμα προς φανατισμένα στοιχεία της κοινωνίας ότι η επίθεση κατά του «εχθρού» είναι ανεκτή. Οι απειλές κατά της ζωής του ιδιοκτήτη της γκαλερί, οι οποίες οδήγησαν στην ακύρωση της έκθεσης, δεν ήταν τυχαίο συμβάν, αλλά η άμεση συνέπεια των εμπρηστικών δηλώσεων, καθιστώντας την πολιτική εξουσία ηθικό αυτουργό της επιβολής λογοκρισίας μέσω εκφοβισμού.

Από φιλοσοφική άποψη, η κεντρική κατηγορία που αναδεικνύεται εδώ είναι η κατηγορία της ευθύνης: ευθύνη λόγου, ευθύνη θέσης, ευθύνη ισχύος. Ο πολιτικός λόγος αποτελεί ένα είδος πράξης, ένα γεγονός που έχει σκοπό να εντυπωσιάσει, που διαμορφώνει πραγματικότητες και νομιμοποιεί στάσεις. Όταν ένας πολιτικός επιτίθεται δημόσια σε έναν πολίτη, δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ο «φανατικός» μπορεί να θεωρήσει ότι διαθέτει ηθική άδεια να βλάψει εκείνον που παρουσιάζεται ως υβριστής του «ιερού». Η μετάβαση από τη ρητορική απαξίωση στη φυσική βία είναι απολύτως προβλέψιμος κίνδυνος όταν η δημόσια σφαίρα δηλητηριάζεται από λόγο στοχοποίησης. Σε αυτό το σημείο, η ευθύνη των θεσμικών παραγόντων καθίσταται βαριά, διότι διαμορφώνουν ένα κλίμα στο οποίο η απειλή κατά της σωματικής ακεραιότητας του καλλιτέχνη καθίσταται πραγματική πιθανότητα. Το ζήτημα ανάγεται στη θεμελιώδη ασυμμετρία ισχύος, όπου ο καλλιτέχνης ως πολίτης ασκεί το δικαίωμα στην κριτική, ενώ ο πολιτικός ως φορέας εξουσίας οφείλει να είναι εγγυητής των κανόνων και όχι διώκτης.

Η υπόθεση Γαβριήλ, η οποία έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης πειθαρχικής δίωξης, αποκαλύπτει μια παγιωμένη τάση εκφοβισμού και λειτουργεί ως κριτήριο αυτογνωσίας για το πολιτικό σύστημα. Το διακύβευμα δεν είναι η προστασία ενός έργου τέχνης, αλλά η προάσπιση της αρχής ότι κανένας πολίτης δεν πρέπει να καθίσταται στόχος από εκείνους που έχουν ορκιστεί να τον προστατεύουν. Η λειτουργία των θεσμών δεν είναι να καθορίζουν ποια τέχνη είναι «ηθικά αποδεκτή», αλλά να διασφαλίζουν ότι ακόμη και η ενοχλητική τέχνη μπορεί να υπάρξει χωρίς ο δημιουργός της να μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο. Η ρητορική περί «ορίων» της ελευθερίας χρησιμοποιείται εργαλειακά για να δικαιολογηθεί η στέρηση της ελευθερίας, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι πρόκειται για επιθετική πολιτική πράξη στοχοποίησης. Η ελάχιστη θεσμική ευπρέπεια θα υπαγόρευε την ανάκληση των δηλώσεων και την καταδίκη κάθε μορφής απειλής, καθώς η δημοκρατία απαιτεί θάρρος για την υπεράσπιση του διαφορετικού, όχι θράσος για την εξόντωσή του.

Ο δρ Ευάγγελος Κωνσταντέλος είναι ειδικός επιστήμονας Ηθικής και Δεοντολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση