Πριν από δέκα χρόνια και κάτι γύρισα την πρώτη μου ταινία, με τίτλο «Ήμισυ». Η ταινία πραγματεύεται τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης μέσα από την εμπειρία μιας νεαρής εικαστικού. Βλέποντας την ταινία ξανά σήμερα, μπορεί μεν να διακατέχεται από μια φοιτητική υφή στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά προσφέρει μια κριτική της κυπριακής κοινωνίας, η οποία, δέκα χρόνια μετά, εξακολουθεί να είναι τρομακτικά επίκαιρη, όπως φάνηκε από τον κοινωνικοπολιτικό παροξυσμό γύρω από το έργο του Γιώργου Γαβριήλ.
Το «Ήμισυ» ακολουθεί την Άσια (Πολυξένη Σάββα), μια νεαρή εικαστικό, που δημιουργεί ένα έργο τέχνης το οποίο προκαλεί πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Αυτή δεν καταλαβαίνει γιατί υπάρχει τέτοια αντίσταση στο καλλιτεχνικό της όραμα. Γιατί την κατηγορούν για «αλλότρια κίνητρα» και «πορνογραφία»; Γιατί τη βλέπουν σαν απειλή; Παρ’ όλες τις διακριτικές (και μη) προειδοποιήσεις που λαμβάνει, η πρωταγωνίστρια της ταινίας συνεχίζει να διακατέχεται από μια αισιοδοξία –χαρακτηριστικό των καλλιτεχνών– χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οι επικριτές της δεν θα σταματήσουν σε τίποτα προκειμένου να τη φιμώσουν.
Η ταινία λαμβάνει χώρα σε έναν κόσμο όπου τα πράγματα είθισται να υπάρχουν σαν «μισά». Με αυτό τον τρόπο ήθελα να πραγματευτώ τη μοναδική συνθήκη της μισής πατρίδας, της μισής πόλης, της μισής ιστορίας, που βιώνουμε όλοι στην Κύπρο, αλλά ειδικά εμείς στην πρωτεύουσα, όπου το μισό είναι καθημερινή κυριολεξία, και όχι απλώς μια αόριστη πολιτική μεταφορά. Στην ταινία βλέπουμε τη Λευκωσία, ακούμε την κυπριακή ελληνική γλώσσα (από κάποιους χαρακτήρες τουλάχιστον...) αλλά η Κύπρος δεν ονομάζεται. Αυτό το έκανα γιατί ήθελα να προσεγγίσω το θέμα αφαιρετικά, εστιάζοντας λιγότερο στις συγκεκριμένες συνθήκες της ιστορίας της Κύπρου και περισσότερο στα θέματα του συντηρητισμού, του κοινωνικού ελέγχου, και του αγελαίου ενστίκτου που παράγει μια ιδιαίτερη μορφή λογοκρισίας στο νησί. Αυτά ήταν θέματα που ένιωθα από μικρή πως στιγμάτισαν την κοινωνική εμπειρία μου ως νεαρής γυναίκας στο νησί, από το σχολείο, στις κοινωνικές συναναστροφές, τις ρομαντικές σχέσεις, αλλά και τις πολιτικές συζητήσεις και γενικά τα αφηγήματα που ακούγαμε από τα ΜΜΕ και από τα εκάστοτε κυβερνητικά σχήματα.
Σε μια σκηνή της ταινίας η πρωταγωνίστρια δίνει συνέντευξη σε μια δημοσιογράφο (Αριάνα Άλφα) η οποία δεν ενδιαφέρεται καθόλου να μπει σε διάλογο με την καλλιτέχνιδα. Την ενδιαφέρει μόνο να επιβεβαιώσει την εντύπωση που έχει ήδη διαμορφώσει γι’ αυτήν. Η δημοσιογράφος διαβάζει στην Άσια τις κριτικές που γράφτηκαν για το έργο, που αναφέρονται σε «προβοκάτσια», σε «πορνογραφία», «χυδαιότητα», «ερασιτεχνισμό» και ένα έργο που «προσβάλλει τόσο τις αισθήσεις όσο και τους ηθικούς θεσμούς της κοινωνίας μας». Οι ατάκες αυτές θα μπορούσαν να ήταν σχόλια στο Facebook κάτω από την ανάρτηση του Ευθύμιου Δίπλαρου για το έργο του Γαβριήλ.
Το επίμαχο έργο της Άσιας δεν το βλέπουμε ποτέ στην ταινία. Ο γκαλερίστας της (Ανδρέας Τσέλεπος) της εισηγείται να το ονομάσει «Η Ολοκλήρωση». Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως ίσως να είναι αυτός ο λόγος που της επιτίθεται η κοινωνία. Γιατί δημιούργησε ένα έργο που προβάλλει κάτι «ολόκληρο». Γιατί τόλμησε, δηλαδή, να προβάλει και «το άλλο μισό», να βγει εκτός των επιτρεπόμενων αναπαραστατικών και πολιτικών ορίων της κοινωνίας.
Το τίμημα που πληρώνει η Άσια γι’ αυτή την ολοκλήρωση είναι βαρύ. Δεν θα αποκαλύψω το τέλος της ταινίας. Αρκεί απλώς να σας πω πως στην τελευταία σκηνή ένας μπράβος μπαίνει στην γκαλερί και μαζεύει το έργο της, και ο γκαλερίστας κλείνει για πάντα τις πόρτες της έκθεσης όπου παρουσιαζόταν η δουλειά της. Το αποτέλεσμα είναι η ολοκληρωτική διαγραφή του έργου και της παρουσίας της.
Δεν θα ξεχάσω πότε πως όταν βγήκε η ταινία, ένας φίλος (διανοούμενος, με λογοτεχνική και κινηματογραφική παιδεία και συγγραφικό έργο στ’ όνομά του) μου είπε πως του άρεσε η ταινία, καλή προσπάθεια, αλλά ήταν κάπως υπερβολική. «Η Κύπρος δεν είναι Ιράν», μου είπε με τρομερή αυτοπεποίθηση, που ίσως να πηγάζει και από το γεγονός ότι είναι άνδρας, και η μέχρι τότε εμπειρία του της κοινωνίας να μην του προκάλεσε ποτέ ασφυξία, και να μην ένιωσε ποτέ πως δεν μπορεί να εκφραστεί χωρίς κατάκριση.
Τότε, πιο μικρή, και λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό μου, απάντησα στον φίλο πως ίσως να είχε δίκαιο. Ήταν, εξάλλου πιο μεγάλος μου σε ηλικία, κάτι θα ήξερε παραπάνω. Αλλά με κάθε χρόνο που περνά βλέπω πως δεν είχε καθόλου δίκαιο. Όταν έγραφα το «Ήμισυ» ήθελα να εκφράσω κάτι που βίωνα έντονα σαν πραγματικότητα, που όχι μόνο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά συνεχίζει να φουντώνει και να θεριεύει στην κυπριακή κοινωνία.
Ναι, η Κύπρος δεν είναι Ιράν. Αλλά έπεσε 12 θέσεις στην ελευθερία του Τύπου (World Press Freedom Index) το 2025, και είναι τελευταία στην ισότητα των γυναικών (Gender Equality Index) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στον φίλο που υπαινίχθηκε τότε ότι το έργο μου ήταν υπερβολικό: διάβασε λίγο τα νέα σήμερα, δες ξανά την ταινία, και έλα να μιλήσουμε ξανά.
*Η Αργυρώ Νικολάου είναι σκηνοθέτις και ακαδημαϊκός στο Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Τεχνών του Bard College.














