
Τις τελευταίες εβδομάδες η κοινή γνώμη έχει κατακλυστεί από οικονομοτεχνικές μελέτες και οικονομίστικα επιχειρήματα, που συνοδεύουν τον δημόσιο διάλογο για τη λεγόμενη φορολογική μεταρρύθμιση. Δικαίως, η κα Σάββα, σε συζήτηση που είχε για το ζήτημα με τους κ.κ. Μουσιούττα και Πλατή, αναρωτήθηκε ποια είναι η φιλοσοφία της φορολογικής μεταρρύθμισης, πέρα από τους αριθμούς.
Υπήρξε λοιπόν μια εποχή κατά την οποία η φορολογία σήμαινε περισσότερα από την απλή άντληση εσόδων. Σήμαινε τον δεσμό μεταξύ πολίτη και πολιτείας, τη συλλογική δέσμευση στην κοινή ευημερία, την ορθή τάξη των υποχρεώσεων μεταξύ εκείνων που συμβιώνουν σε πολιτική κοινωνία.
Σήμερα, μέσα από τους λογιστικούς υπολογισμούς των δημοσιονομικών ισοζυγίων και της φορολογικής βελτιστοποίησης, αυτό το βαθύτερο νόημα έχει αποδυναμωθεί. Η φορολογία έχει μετατραπεί σε τεχνικό εργαλείο, σε πολιτικό μοχλό εξαρτημένο από την πολιτική σκοπιμότητα. Η μεταβολή αυτή υποκρύπτει μια βαθύτερη μετατόπιση, μια λήθη του τι σημαίνει να ανήκει κανείς σε πολιτική κοινωνία, μια διάρρηξη της ισορροπίας των ορθών σχέσεων μεταξύ πολίτη και κράτους. Στη σκέψη των φιλοσόφων του Διαφωτισμού βρίσκουμε μέτρα της φορολογίας ως ορθής σχέσης, όχι απλώς ως άντληση εσόδων, αλλά ως αναγνώριση που συντηρείται από τη βούληση της κοινότητας. Από τον στοχασμό του Χομπςπερί ασφάλειας έως το όραμα του Ρουσσώ για τη διανεμητική δικαιοσύνη, αντηχούν διαφορετικά κριτήρια για το τι καθιστά τη φορολογία νομιμοποιημένη.
Ο Χομπς διδάσκει ότι η φορολογία είναι ρύθμιση σχέσεων εντός της πολιτείας, διατασσόμενη ώστε να διατηρείται η ασφάλεια για όλους. Η αξίωση του κυρίαρχου να φορολογεί διαμορφώνεται στη συλλογική αναγνώριση ότι η ειρήνη απαιτεί κοινή συμβολή. Οι φόροι δικαιολογούνται ως το τίμημα της ασφάλειας – δίκαιη πληρωμή για την προστασία που καθιστά δυνατό τον πολιτισμένο βίο.
Το ίδιο θεμέλιο εμφανίζεται στον Λοκ, αν και γι’ αυτόν το κοινωνικό συμβόλαιο εξυπηρετεί τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ωστόσο, η διδασκαλία του Locke διαφέρει θεμελιωδώς: η φορολογία χωρίς συναίνεση παραβιάζει τον ίδιο τον σκοπό της διακυβέρνησης. Η δημοσιονομική εξουσία πρέπει να παραμένει υπόλογη σε εκείνους που φέρουν το βάρος της μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Ο Χιουμ και ο Μοντεσκιέ δεν απαιτούν θεμελιώδες κοινωνικό συμβόλαιο. Το ενδιαφέρον τους στρέφεται στη νομιμότητα της διακυβέρνησης και την εμπειρική προσοχή στις θεσμικές δομές. Ο Hume προσχωρεί στη θεωρία του οφέλους, θεμελιώνοντας τη φορολογική υποχρέωση στην έμπρακτη πραγματικότητα της κοινωνικής αλληλεξάρτησης. Η προτίμησή του για φόρους κατανάλωσης, ιδιαίτερα στα είδη πολυτελείας, αντανακλά την κατανόησή του ότι η δίκαιη φορολογία πρέπει να επιβαρύνει ελαφρά όσους έχουν μικρότερη δυνατότητα.
Ο Μοντεσκιέ υποστηρίζει ότι η φορολογική δικαιοσύνη είναι ζήτημα συγκειμένου – η φορολογία πρέπει να είναι ανάλογη με τον συγκεκριμένο τύπο διακυβέρνησης. Η θεωρία του περί διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί ως μέσο αποτροπής της δημοσιονομικής τυραννίας. Η ορθή φορολογία προϋποθέτει ορθούς θεσμούς.
Ο Ρουσσώ ριζοσπαστικοποιεί την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου ως μέσο προστασίας της ίσης ελευθερίας όλων. Μεταφέρει το ιδανικό της ισότητας στη φορολογία, η οποία δεν χρησιμεύει μόνο για προστασία αλλά και για την επιβίωση των πολιτών. Οι φόροι πρέπει να ενισχύουν την ελευθερία και την ισότητα μέσω της διανεμητικής δικαιοσύνης, εισάγοντας την προοδευτική φορολογία βάσει της φοροδοτικής ικανότητας. Η διδασκαλία του Ρουσσώ μεταμορφώνει τη φορολογία από απλό μηχανισμό χρηματοδότησης σε ενεργό εργαλείο δικαιοσύνης. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να προκύπτει από γνήσια δημοκρατική διαβούλευση και να υπηρετεί το κοινό καλό.
Ο Πέιν επεκτείνει το εξισωτικό ένστικτο προς ολοκληρωμένη χρήση της φορολογίας για χρηματοδότηση κοινωνικής πρόνοιας. Οι προτάσεις του για κλιμακωτή φορολογία εισοδήματος αντιπροσωπεύουν την απώτατη προέκταση της δημοσιονομικής θεωρίας του Διαφωτισμού προς αναδιανεμητικούς σκοπούς, συνδέοντας τη φορολογική πολιτική με την ευρύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους, συγκλίνουν επίμονα ότι η φορολογία απαιτεί αιτιολόγηση πέρα από την κυβερνητική ευχέρεια ή την τεχνική αποδοτικότητα. Η ποικιλία των προσεγγίσεων δημιούργησε τα πνευματικά θεμέλια επί των οποίων πρέπει να ερείδονται οι ορθές δημοσιονομικές σχέσεις.
Τα σύγχρονα δημοσιονομικά συστήματα, υποβιβάζοντας τη φορολογία σε τεχνική βελτιστοποίηση, διακινδυνεύουν να απολέσουν τόσο το φιλοσοφικό έρεισμα που νομιμοποιεί την κυβερνητική εξουσία όσο και το πολιτικό ανήκειν που καθιστά αυτήν την εξουσία ουσιαστική. Η διδασκαλία του Διαφωτισμού μάς υπενθυμίζει ότι η φορολογία εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες μετέχουν στον κοινό τους βίο ως μέλη μιας κοινωνίας δεσμευμένης στην αμοιβαία ευημερία. Η ορθή φορολογία προϋποθέτει ορθή κοινότητα, και αμφότερες απαιτούν συνεχή προσοχή στις αρχές που καθιστούν την πολιτική ζωή άξια διατήρησης.
Ο δρ Ευάγγελος Κωνσταντέλος είναι ειδικός επιστήμονας Ηθικής και Δεοντολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.