
Φαντάσου ότι πέφτεις πάνω σε μια μηχανή του χρόνου και καταλήγεις στην αρχαία Αθήνα. Περπατάς στους δρόμους λέγοντας στον κόσμο ότι έρχεσαι από το μέλλον. Οι περισσότεροι σε κοροϊδεύουν, αλλά ένας περίεργος φιλόσοφος—ο Δημόκριτος—αποφασίζει να σε ακούσει.
"Λοιπόν, πες μου," λέει. "Πώς είναι το μέλλον;"
Περήφανα του εξηγείς: οδηγούμε αυτοκίνητα, πετάμε με αεροπλάνα, φωτίζουμε τα σπίτια μας με το πάτημα ενός διακόπτη.
Έχουμε ακόμα και μηχανές—υπολογιστές—που μπορούν να σκέφτονται σαν άνθρωποι.
Ο Δημόκριτος σκύβει προς το μέρος σου. "Συναρπαστικό! Αλλά πες μου, πώς δουλεύουν αυτοί οι υπολογιστές; Έχουν εγκέφαλο, όπως οι άνθρωποι;"
Διστάζεις. "Όχι ακριβώς. Έχουν... μικροτσίπ."
"Και τι είναι αυτά;" επιμένει.
Ψαχουλεύεις. "Μικρά πλαστικά κομμάτια... με καλώδια και τέτοια..."
Εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποιείς: μπορείς να περιγράψεις τι κάνουν οι υπολογιστές, αλλά όχι πώς δουλεύουν. Αυτό που έμοιαζε με γνώση καταρρέει τη στιγμή που κάποιος ζητάει λεπτομέρειες.
Αυτή η μικρή συνάντηση με τον Δημόκριτο δείχνει πόσο εύκολα ξεγελάμε τον εαυτό μας. Νομίζουμε ότι ξέρουμε κάτι—μέχρι που κάποιος μας ζητάει να το εξηγήσουμε. Οι ψυχολόγοι το αποκαλούν ψευδαίσθηση του επεξηγηματικού βάθους. Πάρε κάτι τόσο συνηθισμένο όσο ένα φερμουάρ: το χρησιμοποιείς κάθε μέρα, αλλά θα μπορούσες να εξηγήσεις πώς κλειδώνουν μεταξύ τους τα μικρά δοντάκια;
Πόσες φορές έχουμε εκφράσει απόψεις για θέματα που δεν ξέρουμε καλά; "Το ακίνητο δε χάνει ποτέ αξία," λέμε με σιγουριά, χωρίς να καταλαβαίνουμε στ' αλήθεια πώς δουλεύουν οι αγορές. Ή προτείνουμε απλές λύσεις σε μεγάλα προβλήματα, όπως "χτίστε περισσότερα σπίτια και λύνεται το στεγαστικό."
Γιατί συμβαίνει αυτό; Το μυαλό μας λατρεύει τις απλές εξηγήσεις. Ρίχνεις ένα αυγό, σπάει. Τόσο απλό. Όμως τα μεγάλα προβλήματα δεν είναι έτσι. Σκέψου την κίνηση: «φτιάξε περισσότερους δρόμους και όλα λύνονται.» Ακούγεται λογικό. Περισσότερες λωρίδες, περισσότερος χώρος. Στην πράξη όμως συμβαίνει το αντίθετο. Ο νέος δρόμος φέρνει νέους οδηγούς.
Κάποιοι αφήνουν το λεωφορείο, άλλοι αλλάζουν διαδρομή. Σε λίγο καιρό, η κίνηση επιστρέφει εκεί που ήταν.
Τι μπορούμε να κάνεις λοιπόν; Αν θες να καταλάβεις πόσο καλά γνωρίζεις κάτι, προσπάθησε πρώτα να το εξηγήσεις σε ένα παιδάκι. Αν δεν το καταλάβει, τότε δεν το ξέρεις τόσο καλά όσο νομίζεις. Ένας καθηγητής μια φορά προσπαθούσε να εξηγήσει κβαντική φυσική στους φοιτητές του. "Το λέω μια φορά, κανείς δεν καταλαβαίνει. Το λέω δεύτερη φορά, πάλι τίποτα. Το λέω τρίτη φορά, και κάπου εκεί το καταλαβαίνω, στ’ αλήθεια, εγώ." Αν δεν ξέρεις κάτι καλά, πως να το εξηγήσεις σε άλλους;
Αν θέλεις να καταλάβεις αν κάποιος άλλος ξέρει τι λέει, ρώτα τον «Πώς» και όχι «Γιατί». Πάρε τη διαφθορά ως παράδειγμα. Στην ερώτηση «γιατί πρέπει να την καταπολεμήσουμε», οι απαντήσεις βγαίνουν γρήγορα: «γιατί καταστρέφει την εμπιστοσύνη», «γιατί βλάπτει την οικονομία». Όλα σωστά. Μετά ακούς απλές λύσεις: «περισσότεροι νόμοι», «περισσότερη διαφάνεια». Επειδή το πρόβλημα είναι σοβαρό και θες να λυθεί, οι απαντήσεις ακούγονται πειστικές. Αλλά ρώτα πώς ακριβώς θα γίνει αυτό — ποιοι θα εφαρμόσουν τους νόμους, ποιος θα ελέγχει την εφαρμογή, πως θα ελέγχονται οι ελεγκτές, πώς αντιμετωπίζεις την αντίσταση και τις αντιδράσεις των ισχυρών — και συνέχισε να ρωτάς. Μη σταματάς στο πρώτο 'θα φτιάξουμε μια επιτροπή' ή 'θα ενισχύσουμε τους ελέγχους.' Πήγαινε βαθύτερα: ποια επιτροπή, με ποια εξουσία, ποιον προϋπολογισμό, τι γίνεται αν αποτύχει;
Αν θέλεις πραγματικά να μάθεις κάτι, μην αρκεστείς στις εύκολες εξηγήσεις. Το 1854, μια επιδημία χολέρας χτύπησε το Λονδίνο. Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι η αρρώστια προερχόταν από τον «κακό αέρα». Ένας γιατρός, ο Τζον Σνόου, ρώτησε κάτι διαφορετικό: πώς ακριβώς μεταδίδεται; Πήγε σπίτι-σπίτι στο Σόχο και κατέγραψε κάθε θάνατο. Είδε ότι τα περισσότερα θύματα ζούσαν κοντά στην αντλία της Broad Street. Έπεισε τις αρχές να κλείσουν την αντλία και η επιδημία κόπασε. Ο Σνόου είχε ανακαλύψει ότι η χολέρα μεταδιδόταν μέσω του νερού—δεκαετίες πριν η μικροβιολογία το επιβεβαιώσει επιστημονικά. Η ανακάλυψή του έσωσε χιλιάδες ζωές και έβαλε τα θεμέλια της σύγχρονης επιδημιολογίας.
Αν ξανασυναντούσες τον Δημόκριτο αύριο, πάλι θα κόλλαγες στα μικροτσίπ. Αλλά αυτή τη φορά θα μπορούσες να του πεις ειλικρινά: «Δεν ξέρω». Και, για να παραφράσουμε έναν άλλο διάσημο Αθηναίο, είναι καλύτερο να ξέρεις τι δεν ξέρεις.