
Kathimerini.gr
Η OpenAI έχει προχωρήσει σε εκτεταμένη αναδιοργάνωση των συστημάτων ασφαλείας της, υπό τον φόβο κατασκοπείας από ξένες ανταγωνιστικές δυνάμεις, κυρίως από την Κίνα, σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται οι Financial Times. Η εταιρεία προσέθεσε βιομετρικά συστήματα αναγνώρισης, ενίσχυσε τον έλεγχο πρόσβασης σε κρίσιμες πληροφορίες και προσέλαβε στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες σε θέματα κυβερνοασφάλειας.
Το 2024, η OpenAI είχε κατηγορήσει την κινεζική εταιρεία DeepSeek ότι αντέγραψε μοντέλα της μέσω τεχνικών απόσταξης (distillation), για να δημιουργήσει ανταγωνιστικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης. Το περιστατικό λειτούργησε ως καταλύτης για αυστηρότερη εσωτερική πολιτική ασφαλείας, με στόχο την προστασία αλγορίθμων και κρίσιμων παραμέτρων μοντέλων (model weights).
Πολλά από τα δεδομένα της OpenAI πλέον αποθηκεύονται σε περιβάλλοντα χωρίς σύνδεση με το διαδίκτυο
Η προσέγγιση της εταιρείας περιλαμβάνει την αρχή «tenting», όπου η πρόσβαση σε συγκεκριμένα έργα δίνεται μόνο σε προσωπικό που ανήκει σε ορισμένο πεδίο πληροφόρησης.
Οι συζητήσεις για εμπιστευτικά πρότζεκτ, όπως το νέο μοντέλο με την κωδική ονομασία Strawberry, επιτρέπονταν μόνο μεταξύ όσων είχαν πλήρη εξουσιοδότηση.
Πολλά από τα δεδομένα της OpenAI πλέον αποθηκεύονται σε περιβάλλοντα χωρίς σύνδεση με το διαδίκτυο, ενώ εφαρμόζεται πολιτική «deny-by-default» για την έξοδο δεδομένων, με κάθε σύνδεση να απαιτεί ρητή έγκριση.
Παράλληλα, η φυσική ασφάλεια στα data centers έχει ενισχυθεί, και σε πολλά σημεία πρόσβασης εγκαταστάθηκαν σαρωτές δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Η OpenAI έχει επίσης ενισχύσει τη διοίκηση της: ο Ντέιν Στάκι, πρώην επικεφαλής ασφάλειας της Palantir, ανέλαβε Chief Information Security Officer, ενώ ο απόστρατος στρατηγός του αμερικανικού στρατού Πολ Νακασόνε προστέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο, με αποστολή την επίβλεψη των κυβερνοαμυντικών στρατηγικών της εταιρείας.
Η εταιρεία δηλώνει ότι οι αλλαγές εντάσσονται σε μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια να ηγηθεί του τομέα σε θέματα ασφάλειας και προστασίας απορρήτου και δεν αποτελούν αντίδραση σε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό.
Ωστόσο, το ευρύτερο πλαίσιο παραμένει τεταμένο: η αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας στον τεχνολογικό τομέα κλιμακώνεται, ενώ στον χώρο της Silicon Valley εντείνονται οι προβληματισμοί για το ενδεχόμενο αύξησης της ξενοφοβίας απέναντι σε εργαζομένους ασιατικής καταγωγής.