

Του Γιώργου Κακούρη
«Πιο λεπτομερείς εξηγήσεις» υποσχέθηκε ότι θα δώσει η Κομισιόν για τα μηνύματα τα οποία η Πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν αντάλλαξε με τον επικεφαλής της Pfizer Άλμπερτ Μπουρλά την άνοιξη του 2021, εν μέσω της διαπραγμάτευσης για την αγορά επιπρόσθετων δόσεων κατά της COVID-19, σε λακωνική γραπτή δήλωση μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστήριου της ΕΕ πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις για την άρνησή της να τα δημοσιοποιήσει.
Η απάντηση της Κομισιόν έρχεται μετά από μήνες συγκεχυμένων απαντήσεων στα ερωτήματα των δημοσιογράφων αλλά και απαντήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας στο ΓΔΕΕ που στηρίζονταν «είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες» κατ’ αρχήν για το αν υπήρξαν τα επίμαχα μηνύματα, γιατί διαγράφηκαν εφόσον διαγράφηκαν, και στη συνέχεια για το ποια διαδικασία ακολουθήθηκε για να εντοπιστούν όταν οι «New York Times» κατέθεσαν το αίτημα πρόσβασης μέσω των διαδικασιών διαφάνειας.
Λίγο μετά την ανακοίνωση της απόφασης και την γραπτή απάντηση της Κομισιόν, το Κολέγιο των Επιτρόπων είχε την τακτική του συνάντηση της Τετάρτης στο μέγαρο Μπερλεμόν, χωρίς να ξεκαθαρίζεται κατά πόσο η «νέα απόφαση που θα παρέχει πιο λεπτομερείς εξηγήσεις» την οποία υποσχέθηκε στην ανακοίνωση είναι κάτι το οποίο θα συζητηθεί από τους Επιτρόπους.
Στην πράξη, το μίνιμουμ το οποίο η απόφαση του ΓΔΕΕ υποχρεώνει την Κομισιόν να κάνει δεν είναι απαραίτητα να δώσει τα μηνύματα στην εφημερίδα, αλλά να εκδώσει νέα απόφαση όπου να δικαιολογεί επαρκώς την απόφασή της που είχε λάβει.
Για αυτό και στην ανακοίνωση της η Κομισιόν επισημαίνει πως η απόφαση του ΓΔΕΕ «δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την πολιτική καταχώρησης εγγράφων της Επιτροπής»
Πειστικές εξηγήσεις
Η μπάλα βρίσκεται λοιπόν τώρα στην πλευρά της Κομισιόν να δώσει πειστικές εξηγήσεις γιατί τα μηνύματα θεωρήθηκε πως δεν έπρεπε να αρχειοθετηθούν, πώς λήφθηκε η σχετική απόφαση, αλλά και το ποια διαδικασία ακολουθήθηκε όταν κατατέθηκε το αίτημα των «NYT». Δηλαδή, ποιος ρωτήθηκε για την ύπαρξη τους, και πού αναζητήθηκαν (σε ένα κεντρικό μητρώωο ή στο τηλέφωνο της κ. Φον ντερ Λάιεν).
Όσον αφορά πάντως το αίτημα της εφημερίδας, το ΓΔΕΕ έκρινε πως αν και η δήλωση πως ένα έγγραφο δεν υπάρχει αρκεί για να τεκμηριώσει τη μη ύπαρξη του, κατά την προσφυγή τους στο δικαστήριο οι «NYT» κατέθεσαν στοιχεία που κατέρριψαν τον αρχικό ισχυρισμό της Κομισιόν πως δεν ανταλλάγησαν μηνύματα μεταξύ Φον ντερ Λάιεν και Μπουρλά. Κι αυτό γιατί η πρώην ανταποκρίτρια της εφημερίδας στις Βρυξέλλες, Ματίνα Στέβη, και οι «NYT» κατέθεσαν «κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων» σύμφωνα με το ΓΔΕΕ.
Σύμφωνα με το ΓΔΕΕ, καθώς υπάρχουν στοιχεία για ύπαρξη των μηνυμάτων, η Επιτροπή δεν αρκεί να αναφέρει πως δεν έχει στην κατοχή της τα μηνύματα, και πως δεν εξήγησε λεπτομερώς «τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές». Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης, βάσει της απόφασης, να διευκρινίσει επαρκώς αν τα μηνύματα «είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί».
Η προσφυγή
Η Αμερικανική εφημερίδα προσέφυγε κατά της Κομισιόν το 2022 επικαλούμενη παραβίαση των κανονισμών για ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση, λόγω του ότι τα μηνύματα δεν θεωρήθηκαν επίσημα έγγραφα, καθώς και πως η Κομισιόν δεν δικαιούται να αρνείται πως τα μηνύματα υπήρξαν.
Καθώς τον Νοέμβριο σε ακρόαση του ΓΔΕΕ οι δικηγόροι της Κομισιόν παραδέχονταν τελικά πως τα μηνύματα υπήρξαν αλλά δεν αρχειοθετήθηκαν, οδηγώντας έναν από τους δικαστές να κάνει λόγο για «σχετικά συγχυσμένη» υπόθεση, απομένει να φανεί αν το Δικαστήριο θεωρεί ότι η Κομισιόν και το γραφείο της κ. Φον ντερ Λάιεν στο μέγαρο Μπερλεμόν είχαν την υποχρέωση να αρχειοθετήσουν τα μηνύματα της επικεφαλής της για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Και φυσικά κατά πόσο είχαν την υποχρέωση να τα δημοσιοποιήσουν εφόσον τους ζητήθηκαν.
Κοινοτικοί αξιωματούχοι που ενημέρωσαν τα ΜΜΕ τη Δευτέρα ενόψει της απόφασης σημείωναν πως τα μηνύματα υπήρξαν, ωστόσο δεν θεωρήθηκαν σημαντικά. Οι κανονισμοί, σύμφωνα με την ίδια πηγή, προβλέπουν «την καταγραφή και μετά την αρχειοθέτηση μόνο των επικοινωνιών με ουσιαστικό περιεχόμενο» και πως «επικοινωνίες εφήμερης φύσης δεν καταγράφονται».
Το καίριο ερώτημα που παραμένει είναι αν εναπόκειται σε αυτούς που ελέγχονται - δηλαδή στην ίδια την κ. Φον ντερ Λάιεν και στην Κομισιόν - να αποφασίσουν ποια έγγραφα πρέπει να θεωρούνται σημαντικά σε περίπτωση ελέγχου, όπως σημείωσαν στην «Κ» πηγές στις Βρυξέλλες. Παράλληλα, η Πρόεδρος της Κομισιόν επικρίνεται για το συγκεντρωτικό στυλ με το οποίο διοικεί την Επιτροπή, με τις σημαντικές αποφάσεις να λαμβάνονται στο γραφείο της στον 13ο όροφο του Μπερλεμόν και μετά να ανακοινώνονται στους Επιτρόπους, τάση που προϋπήρχε κατά την πρώτη θητεία της και έχει ενισχυθεί αρκετά στη δεύτερη.
Τον Ιανουάριο του 2022 το γραφείο της Ευρωπαίας Διαμεσολαβητή (Ombudsman) διαπίστωνε κακοδιαχείριση λόγω του ότι η Κομισιόν δεν μπορούσε να εντοπίσει τα μηνύματα, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου σημείωνε πως η Κομισιόν δεν έδωσε επαρκείς απαντήσεις για το αν έψαξε αποτελεσματικά αυτά τα μηνύματα, και αν όχι γιατί. Σύμφωνα με την τότε Ombudsman, Έμιλι Ο’ Ράιλι, και τα μηνύματα μέσω κινητού θα πρέπει να θεωρούνται έγγραφα της ΕΕ, για τα οποία θα πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαρες κατευθυντήριες γραμμές πώς και πότε φυλάσσονται.
Κόστος και διαφάνεια
Οι διαβουλεύσεις με την Pfizer, τη μια από τις δύο εταιρίες που παρήγαγαν εμβόλια mRNA (η άλλη ήταν η Moderna), τον τύπο εμβολίου που αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικός κατά του κορωνοϊού, γίνονταν εν μέσω της κρίσης που προέκυψε μετά από προβλήματα στην παραγωγή και παράδοση εμβολίων από την AstraZeneca.
Η Κομισιόν αποφάσισε να επιχειρήσει να αναπληρώσει τις απώλειες μέσω αυξημένων παραγγελιών στην Pfizer, λόγω του ότι είχε μεγαλύτερες δυνατότητες παραγωγής όχι μόνο των κλασσικών εμβολίων, αλλά και για το ενδεχόμενο προσαρμογής των εμβολίων για αντιμετώπιση των μεταλλάξεων.
Οι «New York Times» είχαν καταγράψει σε ρεπορτάζ τον Απρίλιο του 2021 πληροφορίες πως η κ. Φον ντερ Λάιεν και ο κ. Μπουρλά αντάλλαξαν αρκετά μηνύματα και μίλησαν τηλεφωνικά για την αγορά των επιπρόσθετων εμβολίων. Το δημοσίευμα επικαλείτο συζητήσεις με τους ίδιους τους Φον ντερ Λάιεν και Μπουρλά και ακόμα δέκα πηγών της εφημερίδας, με τον ίδιο τον διευθυντή της Pfizer να δηλώνει πως με την κ. Φον ντερ Λάιεν «αναπτύχθηκε βαθιά εμπιστοσύνη, γιατί είχαμε βαθιές συζητήσεις» παραπέμποντας στις γνώσεις της Προέδρου της Κομισιόν για την πανδημία.
Οι επικριτές της κ. Φον ντερ Λάιεν εστιάζουν μεταξύ άλλων σε δημοσίευμα των «Financial Times» που θέλει τις χώρες της ΕΕ να πλήρωσαν αυξημένο κόστος για τα εμβόλια της Pfizer, από 15,50 ευρώ σε 19,50 ευρώ, αύξηση που οδήγησε σε τεράστια αύξηση στο συνολικό κόστος. Το συμβόλαιο στο οποίο οι δύο πλευρές κατέληξαν τον Μάιο του 2021 αφορούσε αγορά 900 εκατ. δόσεων και επιλογή επιπρόσθετης παραγγελίας ακόμα 900 εκατ. δόσεων μέχρι το 2023.
Τον Οκτώβριο του 2022, το γραφείο της Ευρωπαίας Εισαγγελέα επιβεβαίωσε με ανακοίνωση της πως διερευνά τα συμβόλαια αγοράς εμβολίων, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες μεταξύ άλλων για το αν η έρευνα σχετίζεται με τις κατηγορίες αναφορικά με τη Pfizer.
Σε ξεχωριστή υπόθεση μετά από αίτημα ομάδας ευρωβουλευτών των Πρασίνων, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ είχε κρίνει τον Ιούλιο του 2024 πως η Κομισιόν δεν έπρεπε να αφαιρέσει αναφορές από τα συμβόλαια τα οποία δημοσιοποίησε για λόγους διαφάνειας. Η Κομισιόν θεωρεί πως ορθώς παρέλειψε κάποια στοιχεία για λόγους εμπιστευτικότητας.