Του Γιώργου Σκαφιδά
Ο Στιβ Γουίτκοφ (προεδρικός φίλος από τα παλιά), ο Μασάντ Μπούλος (προεδρικός συμπέθερος) και ο Τζάρεντ Κούσνερ (προεδρικός γαμπρός) μοιράζονται πια μια σειρά από κοινά. Εχουν όλοι τους αναλάβει να φέρουν σε πέρας κορυφαίες διπλωματικές αποστολές για λογαριασμό του Ντόναλντ Τραμπ στο εξωτερικό –στη Μέση Ανατολή, στη βόρεια Αφρική και στην Ουκρανία– αλλά δεν είναι διπλωμάτες. Ο Γουίτκοφ ήταν/είναι κτηματομεσίτης, ο Μπούλος στέλεχος επιχειρήσεων και ο Κούσνερ επιχειρηματίας/επενδυτής. Εκείνος ο οποίος είχε όντως διπλωματική μακρά προϋπηρεσία αλλά παραμερίστηκε και, εάν επαληθευθούν τα σχετικά δημοσιεύματα, πρόκειται να εγκαταλείψει το πόστο του τον ερχόμενο Ιανουάριο ήταν ο (προσεχώς πρώην ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για την Ουκρανία) Κιθ Κέλογκ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ μπήκε στην πολιτική μεγάλος, αφού είχε προηγουμένως περάσει δεκαετίες ως επιχειρηματίας και κάποια χρόνια ως τηλεπαρουσιαστής. Οταν πρωτοεξελέγη σε δημόσιο αξίωμα στις ΗΠΑ στις προεδρικές του 2016, ήταν ήδη 70 ετών.
Ο Μασάντ Μπούλος δίπλα στον Ντ. Τραμπ τον Νοέμβριο του 2024 (AP Photo/Julia Demaree Nikhinson, File)
Οχτώ χρόνια μετά, καθώς διανύει πια τη δεύτερη θητεία του στην προεδρία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να μεταφέρει στις διεθνείς σχέσεις τους όρους ενός συναλλακτικού, επιχειρηματικού τύπου, deal-making.
Ο Αμερικανός πρόεδρος προφανώς θεωρεί ότι φίλοι του και συγγενείς του, που είναι όντως έμπειροι επιχειρηματίες, μπορούν να επιτύχουν εκεί όπου αποτυγχάνουν ακόμη και πολύπειροι διπλωμάτες, συνάπτοντας συμφωνίες που θα λειτουργούν προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων.
Γιατί όμως αυτοί, κι όχι κάποιοι άλλοι; Ενδεχομένως επειδή, σύμφωνα πάντοτε με τον Τραμπ και τη δική του προσέγγιση, προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με μεγαλύτερη ευελιξία, προσανατολισμένοι στην εξασφάλιση αποτελεσμάτων (doer mindset) και απαλλαγμένοι από τα «βαρίδια» της θεσμικής και ιστορικής μνήμης, της διπλωματικής κατάρτισης και της εθιμοτυπίας.
Ηδη από την προηγούμενη δεκαετία, πολλοί στις ΗΠΑ, προερχόμενοι κυρίως από την πλευρά της συντηρητικής ρεπουμπλικανικής Δεξιάς, επιτίθενται στο αμερικανικό διπλωματικό σώμα το οποίο αποκηρύσσουν ως κομμάτι «της διεφθαρμένης ελίτ της Ουάσιγκτον που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να διατηρήσει την εξουσία της».
Ο όρος «the Blob» χρησιμοποιήθηκε απαξιωτικά, για να περιγράψει το σύνολο αυτών των υψηλά ιστάμενων διπλωματών που, αποκομμένοι από την καθημερινότητα των απλών πολιτών, διαιωνίζουν τις δικές τους «φούσκες» εξουσίας προς ίδιον όφελος πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων συσκέψεων στην Ουάσιγκτον. Ο όρος «the Blob» αποδίδεται, ωστόσο, σε έναν Δημοκρατικό, τον Μπεν Ρόουντς, άλλοτε λογογράφο του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος φέρεται ότι είχε επιχειρήσει να συγκρουστεί με κάποια από τα «γεράκια» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής… προτού γίνει και ο ίδιος κομμάτι του καλούμενου «Blob», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Ντέιβιντ Κλίον σε άρθρο του στο περιοδικό the Nation το 2018.
Οι Χαλ Μπραντς, Πίτερ Φίβερ και Γουίλιαμ Ινμποντεν έγραφαν χαρακτηριστικά στο περιοδικό Foreign Affairs τον Απρίλιο του 2020, όταν ο Τραμπ ακόμη διένυε τον τελευταίο χρόνο της πρώτης προεδρικής θητείας του: «Το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες […] Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι αυτό ελέγχεται από μια προνομιούχα κλίκα που έχει την τάση να εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα και όχι αυτά του έθνους, μια κλίκα που προστατεύει την περιοχή της, αποκλείοντας εναλλακτικές ιδέες και διαφωνούντες […] σε βάρος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής η οποία έχει υποστεί αξιοθρήνητες αποτυχίες τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σπαταλώντας τα πλεονεκτήματα που είχε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και παραπαίοντας από καταστροφή σε καταστροφή». Οι απόψεις προφανώς διίστανται γύρω από την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής διπλωματίας. Οι συντάκτες του προαναφερθέντος άρθρου για παράδειγμα, που είχε δημοσιευτεί στο Foreign Affairs το 2020, υποστήριζαν ακριβώς το αντίθετο: ότι το διπλωματικό σώμα των ΗΠΑ δεν αποτελεί μια κλειστή και αυτοαναφορική κλίκα και ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν έχει αποτύχει, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που την κατηγορούν ότι έχει.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ωστόσο, δεν το έχει κρύψει ότι ανήκει στις τάξεις των επικριτών της αμερικανικής «κατεστημένης» διπλωματίας.
«Το κύρος των διπλωματών υποχωρεί» διεθνώς εδώ και καιρό, γράφει ο Αλεκ Ράσελ στους FT, υποστηρίζοντας ότι το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό αλλά και βρετανικό.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των Financial Times ωστόσο, όσα εκτυλίσσονται πια στην Ουάσιγκτον «συνιστούν εκκαθάριση». «Η περιφρόνηση της κυβέρνησης Τραμπ για την υπηρεσία εξωτερικών υποθέσεων είναι έκδηλη […] Δέκα μήνες έπειτα από την ανάληψη των καθηκόντων από τη νέα διοίκηση, μια σειρά από ανώτερες θέσεις παραμένουν κενές, μεταξύ αυτών κι εκείνες των βοηθών υπουργών Εξωτερικών για την Ευρώπη και την Αφρική», γράφει ο Ράσελ.
Στον αντίποδα, η Αμερική δείχνει να έχει περάσει πια «στην εποχή του απεσταλμένου» («age of the envoy»). Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στις πρόσφατες διπλωματικές αποστολές των κ.κ. Γουίτκοφ και Κούσνερ, αποστολές οι οποίες προφανώς και θα έχουν συνέχεια.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να προτιμά πια τέτοιου τύπου απεσταλμένους, τους οποίους μπορεί να καλεί άμεσα στο τηλέφωνο παρακάμπτοντας το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τις όποιες θεσμικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με όσα καταγγέλλονται (και σε έναν βαθμό επιβεβαιώνονται από τις ίδιες τις εξελίξεις), η διοίκηση Τραμπ φέρεται να έχει επί του παρόντος πέντε βασικές προτεραιότητες στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής: την επίτευξη συμφωνιών εκμετάλλευσης ορυκτών, τη σύναψη συμφωνιών για την υποδοχή ανεπιθύμητων μεταναστών από τις ΗΠΑ, την προώθηση επιχειρηματικών ντιλ προς όφελος αμερικανικών συμφερόντων, την επαναπροσήλωση σε λιμάνια και οδούς ναυσιπλοΐας, την ενίσχυση των αμερικανικών θέσεων στο δυτικό ημισφαίριο (βλ. νέο Δόγμα Μονρόε) καθώς και την προώθηση συμφωνιών (βλ. Ουκρανία, Γάζα, Αζερμπαϊτζάν-Αρμενία κ.ά.) που θα μπορούσαν να φέρουν τον ίδιο τον Τραμπ ως υποψήφιο πιο κοντά στο Νόμπελ Ειρήνης το 2026.
Ολα αυτά ωστόσο, έρχονται με κόστος – ή μάλλον με σειρά από κόστη για τις ΗΠΑ και τη θέση τους στον κόσμο.
Ποια είναι αυτά τα –ήδη ορατά ή επαπειλούμενα– κόστη;
Η απώλεια της αμερικανικής αξιοπιστίας στα μάτια των συμμάχων των ΗΠΑ – Εάν οι ΗΠΑ προωθούν μόνον αμερικανοκεντρικά ντιλ αδιαφορώντας για τις συμμαχικές ανησυχίες, τότε οι σύμμαχοι έχουν παραπάνω λόγους να ανησυχούν.
Η υποβάθμιση ή παραμέληση ζητημάτων, τα οποία είναι μεν σημαντικά αλλά δεν ενθουσιάζουν τον Αμερικανό πρόεδρο (βλ. για παράδειγμα την κατάσταση στο Σαχέλ).
Η σύναψη/προώθηση συμφωνιών οι οποίες ενδέχεται όμως να αποδειχθούν προβληματικές για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους/εταίρους τους – Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πολλοί βλέπουν στο προωθούμενο σχέδιο για την ειρήνευση στην Ουκρανία απόπειρες κατευνασμού του Πούτιν τις οποίες όμως συγκρίνουν με τις –εκ του αποτελέσματος ανεπιτυχείς και καταστροφικές– απόπειρες κατευνασμού του Χίτλερ της δεκαετίας του 1930.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι υποστηρικτές της προσέγγισης Τραμπ θα υποστηρίξουν ότι οι απεσταλμένοι του προέδρου, παρά τη διπλωματική απειρία τους, φέρνουν αποτελέσματα. Για του λόγου το αληθές, θα μπορούσαν να επικαλεστούν τη συμφωνία εκεχειρίας στη Γάζα και, πλέον, την προοπτική μιας συμφωνίας ειρήνευσης στο μέτωπο του Ουκρανικού.
Τι θα γίνει με αυτές τις συμφωνίες, μένει να φανεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τις έφεραν διπλωμάτες αλλά «απεσταλμένοι».



























