
Kathimerini.gr
Παύλος Παπαδόπουλος
«Αν δεν είσαι ψύχραιμος, καλύτερα να μην κάνεις αυτή τη δουλειά», έχει πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε ιδιωτικές συζητήσεις του και η φράση αυτή κυρίως αναφερόταν στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τον εκάστοτε Ελληνα πρωθυπουργό. Η ψυχραιμία του Μητσοτάκη συχνά παρεξηγείται ως υποχωρητικότητα – κυρίως από όσους βρίσκονται εκτός του κλειστού κύκλου της εξουσίας και διεκδικούν ρόλο. Η ψυχραιμία όμως ήταν η απαραίτητη αρετή όλων των πρωθυπουργών.
Ο πρωθυπουργός είναι ο έκτος εκλεγμένος μετά τον Κώστα Σημίτη, τον Κώστα Καραμανλή, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος συνομιλεί με τον Ερντογάν, που ηγείται της Τουρκίας από το 2002, όταν έγινε πρώτα πρωθυπουργός και αργότερα πρόεδρος.
Είναι σαφές ότι η σχέση Μητσοτάκη – Ερντογάν είναι η δυσκολότερη από όλες τις προηγούμενες Ελλήνων πρωθυπουργών με τον Τούρκο ηγέτη. Ο Μητσοτάκης έχει διαχειριστεί τη μεγαλύτερη περίοδο έντασης και κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το 2020, λόγω της συνεχούς παρουσίας του ωκεανογραφικού «Ορούτς Ρέις» σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ανάλογη ένταση διαρκείας δεν σημειώθηκε ποτέ στη μεταπολίτευση, αν εξαιρέσουμε τις κρίσεις λίγων ημερών του 1976 («Χόρα»), του 1987 («Σισμίκ») και του 1996 στα Ιμια. Την εποχή του Κώστα Σημίτη ο Ερντογάν βρισκόταν σε αρμονία με μια Ελλάδα που επιδίωκε την επίλυση των διαφορών, με αντάλλαγμα την άρση του βέτο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε.
Από το 2004 και μετά ο Κώστας Καραμανλής κράτησε αποστάσεις από οποιαδήποτε πολιτική επίλυσης, αλλά το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς έγινε κουμπάρος με τον Ερντογάν στον γάμο της κόρης του, Εσρά, μαζί με τον ηγέτη του Πακιστάν στρατηγό Μουσάραφ και τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας Αντριάν Ναστάζ. Ο Παπανδρέου προσπάθησε να αναβιώσει το κλίμα του Ελσίνκι, χωρίς αποτέλεσμα λόγω και της ελληνικής κρίσης.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν βρέθηκε ενώπιον σοβαρών προκλήσεων από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Τα «ήρεμα νερά» συνεχίστηκαν και την εποχή του Αλέξη Τσίπρα, αν και διαταράχθηκαν λόγω της διαχείρισης του θέματος με τους Τούρκους αξιωματικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα έπειτα από το πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν.
Το 2019 ο Μητσοτάκης είχε την πεποίθηση ότι μπορούσε να συμφωνήσει με την Τουρκία ένα πλαίσιο που θα οδηγούσε στην οριστική διευθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Η χημεία των δύο πολιτικών μάλλον είναι προβληματική και η σχέση τους ταλαντεύεται ανάμεσα στην αμηχανία, στην τυπικότητα και την ελεγχόμενη ένταση.
Δυτικότροπος, αγγλομαθής και φιλελεύθερος θιασώτης του κοσμικού κράτους, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών ο Μητσοτάκης. Ανατολίτης, αυταρχικός και ηγέτης ενός πολιτικού-θρησκευτικού κινήματος ο Ερντογάν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Ερντογάν αλλάζει διαρκώς καθώς μεγαλώνει στην εξουσία. Είναι άλλος κάθε πέντε-δέκα χρόνια. Πάντως, ακόμη και σήμερα μάλλον θα ταίριαζε περισσότερο με τον Καραμανλή και με τον Τσίπρα, αφού η λαϊκότητα και η αμεσότητα που χαρακτηρίζει τους δύο Ελληνες πρώην πρωθυπουργούς θα έκαναν τον Τούρκο ηγέτη να αισθάνεται περισσότερο άνετα.
Αντιθέτως, ο Μητσοτάκης κάποιες φορές συλλαμβάνεται από τον φακό να παρατηρεί τον Ερντογάν σαν να πρόκειται για φύλαρχο που κατέβηκε από τα βουνά του Τουρκμενιστάν, την ίδια ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος τεντώνει τα φρύδια, σφίγγει τα χείλη και δείχνει να αισθάνεται περίπου σαν σουλτάνος, σαν ηγέτης αυτοκρατορίας με διεθνή ρόλο, χωρίς την οποία η Ευρώπη και η Δύση δεν μπορεί να κάνει ρούπι.
Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως ένα κράτος υποστηριζόμενο από τη Δύση για να ενοχλεί αυτή την «αυτοκρατορία». Στα δικά του μάτια είμαστε ένα κράτος με διπρόσωπους και στρεψόδικους πολιτικούς, που καταχρεώνουν τη χώρα τους αγοράζοντας αφειδώς πανάκριβα οπλικά συστήματα αντί να «καθίσουν στο τραπέζι» και να αποδεχθούν την οθωμανική μοίρα τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι ανεξήγητη η μονομερής ματαίωση του ραντεβού στη Νέα Υόρκη.
Η πρώτη φορά
Η σχέση Μητσοτάκη – Ερντογάν άρχισε ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η συνάντηση ήταν περισσότερο διερευνητική και καταγράφηκε η διάθεση να μείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, χωρίς να κρύβονται τα προβλήματα, δηλαδή οι θαλάσσιες ζώνες, το προσφυγικό και φυσικά το Κυπριακό και ο ενεργειακός σχεδιασμός της Κύπρου.
Στην Αθήνα υπήρχε η άποψη ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια «βήμα προς βήμα» προσέγγιση με την Αγκυρα, αλλά χάρη σε αθόρυβες κινήσεις του τότε επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και νυν υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, προετοιμάστηκε το έδαφος για το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία.
Η Αθήνα κατήγγειλε το μνημόνιο ως παράνομο και απέλασε τον Λίβυο πρέσβη. Ηταν σαφές ότι ο Ερντογάν είχε αποφασίσει να κλιμακώσει τις μονομερείς ενέργειες για να «χτίσει» στον χάρτη το στρατήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Με το «καλημέρα» δηλαδή είχαμε την πρώτη μεγάλη κρίση στις σχέσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν και θα ακολουθούσε τέλη Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου του 2020 μία ακόμη μεγαλύτερη. Η Τουρκία άνοιξε τα σύνορά της στον Εβρο εκβιάζοντας Ελλάδα και Ευρώπη. Η Ελλάδα απάντησε δυναμικά, ο στρατός κράτησε τα σύνορα όρθια.
Ο βήχας του Τούρκου προέδρου δεν κόπηκε, παρά τις απειλές του αμερικανικού κατεστημένου λόγω των σχέσεών του με τη Μόσχα (αγορά S-400). Λίγο καιρό μετά έβγαλε από το τουρμπάνι του το «Ορούτς Ρέις» και το έστειλε να οργώνει περιοχές που η Αθήνα θεωρεί ότι διαθέτει αναμφισβήτητα κυριαρχικά δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ). Το πλοίο άρχισε να «ξύνει» τα νησιά ακριβώς στα έξι μίλια, στέλνοντας το μήνυμα ότι οτιδήποτε πέρα από τα έξι μίλια είναι αντικείμενο διαλόγου και διαπραγμάτευσης.
Αυτή την πολιτική που υλοποίησε στο πεδίο με το ωκεανογραφικό εκείνους τους θερινούς μήνες του 2020 τη διατηρεί μέχρι σήμερα, εφόσον αξιώνει να ερωτηθεί επίσημα από την Αθήνα για μια παρέκκλιση του περιβόητου καλωδίου στην Κάσο μόλις 600 μέτρων πέρα από τα έξι μίλια. Ο Μητσοτάκης απάντησε σε όλα αυτά με αγορά εξοπλισμών και με νέες συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Μέσα στο 2021 υπήρχαν απλώς επαφές των δύο ηγετών στο πλαίσιο διεθνών συνόδων για να μην εκτροχιαστεί πλήρως η κατάσταση. Ο Ερντογάν είχε κάνει τις κινήσεις του στο πεδίο, τις οποίες μόχλευε πολιτικά στην προεκλογική εκστρατεία του με σκληρό και επιθετικό λόγο, αλλά ταυτόχρονα ήθελε να δείξει στη Δύση ότι δεν είναι ένας Τζένγκις Χαν, ότι ακούει και συνομιλεί.
Μπορεί, για παράδειγμα, να έκανε την Αγια-Σοφιά ξανά τζαμί, αλλά φρόντισε να υπενθυμίσει ότι το τουρκικό κράτος πρωτοστάτησε στην ανακαίνιση της Παναγίας Σουμελά του Πόντου. Στο πλαίσιο ενός τόσο δισυπόστατου τουρκικού λόγου έγινε η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στις 13 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, που «κόλλησε» πάνω σε μια επίσκεψη Μητσοτάκη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Μετά τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2023 ο Ερντογάν, ανακουφισμένος, δεν χρειαζόταν πλέον «ταραγμένα νερά». Πραγματοποιήθηκε η πολλοστή στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων επανεκκίνηση της προσέγγισης, που κορυφώθηκε με την επίσκεψη στην Αθήνα και τη Διακήρυξη των Αθηνών. Οι Τούρκοι πήραν «δωράκι» τη διευκόλυνση βίζας για επισκέψεις στα ελληνικά νησιά και ανταπέδωσαν με διαβεβαιώσεις ότι θα φροντίσουν το μεταναστευτικό. Ο Μητσοτάκης επισκέφθηκε με τη σειρά του στην Αγκυρα τον Μάιο του 2024. Από τότε δεν έγιναν και πολλά. Η Κάσος μάς υπενθύμισε ότι τα ύδατα παραμένουν αδιανέμητα και διεκδικούμενα.
Η ακύρωση του πρόσφατου ραντεβού ερμηνεύεται από πολλούς αναλυτές ως μήνυμα ότι ο Ερντογάν δεν χρειάζεται πλέον τα «ήρεμα νερά». Η σχέση του με την Ουάσιγκτον, που ήταν «παγωμένη» ή ακόμη και εχθρική επί προεδρίας Μπάιντεν, έχει σήμερα σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί, έστω κι αν ο Τραμπ παραμένει απρόβλεπτος.
Το αναμενόμενο τέλμα
Υπάρχει όμως και μια παράλληλη ερμηνεία που ξεκινάει από το δεδομένο ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ενεργοποιήθηκε εκ νέου προ διετίας σήμερα έχει βαλτώσει. Οι απαισιόδοξοι είχαν προβλέψει από την αρχή ότι θα συμβεί αυτό λόγω της ιδιαίτερης φύσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε ότι οι Τούρκοι πιστεύουν πως οι υφαλοκρηπίδες Ελλάδας και Τουρκίας συναντιούνται στο μέσο του Αιγαίου (επιμένουν ότι όλα τα νησιά επικάθονται πάνω στις δύο ηπειρωτικές υφαλοκρηπίδες χωρίς να διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα). Για τους γείτονές μας η εκτίμηση αυτή είναι λογική και μετριοπαθής, δεν πιστεύουν ότι «προκαλούν» όταν την υποστηρίζουν. Πιστεύουν ότι βάζουν έντιμα στο τραπέζι μια διεκδίκηση που έχει νομικό έρεισμα και μπορεί να συζητηθεί διμερώς. Παράλληλα, επιμένουν ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο παράγει νομικό αποτέλεσμα.
Επομένως θεωρούν ότι η Αθήνα, για όσο καιρό τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας παραμένουν σε εκκρεμότητα, πρέπει τουλάχιστον να ενημερώνει την Αγκυρα κάθε φορά που προχωρεί σε πρωτοβουλίες – από τα θαλάσσια πάρκα και το καλώδιο Κύπρου – Κρήτης έως τις έρευνες της Chevron νοτίως της Κρήτης. Φυσικά η Ελλάδα δεν κάνει κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να εισπράττει την έλλειψη σεβασμού που τόσο τον θίγει, αλλά το πρόβλημα δεν είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις.
Ενδεχομένως στο παλάτι να έχουν αρχίσει να πιστεύουν πως αν ταράξουν ελαφρώς τα ύδατα, η Ουάσιγκτον μπορεί να υποστηρίξει ότι έχουν εν μέρει δίκιο. Η συνέχεια επί σκηνής.