ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ρωσία και Κίνα: Τι (δεν) έκαναν με φόντο τη σύρραξη Ισραήλ-Ιράν

Μόσχα και Πεκίνο ανασυντάσσονται με το βλέμμα στραμμένο σε Τραμπ και ΝΑΤΟ

Του Γιώργου Σκαφιδά

Ο Κινέζος υπουργός Αμυνας υποδέχθηκε σήμερα τους ομολόγους από το Ιράν και τη Ρωσία, στο πλαίσιο της Συνόδου των ΥΠΑΜ των χωρών του -υπό κινεζική ηγεσία- Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), που έλαβε χώρα στην πόλη Τσινγκντάο στην ανατολική Κίνα.

Ωστόσο ο «πόλεμος των 12 ημερών», όπως έχει καταγραφεί πια στον ρου των ιστορικών εξελίξεων η πρόσφατη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, είχε ήδη «τελειώσει» λίγες ώρες πριν (προσωρινά ή όχι, μένει να φανεί).

Επικαλούμενοι ως αιτία πολέμου την ιρανική «πυρηνική απειλή», οι Ισραηλινοί επιτέθηκαν στο Ιράν στις 13 Ιουνίου (βλ. επιχείρηση «Rising Lion»). Επειτα από μια χρονιά που αποδείχθηκε καταστροφική για την Τεχεράνη όπως ήταν το 2024, το Ιράν βρισκόταν σε μειονεκτική θέση και οι Ισραηλινοί προφανώς ήθελαν να εκμεταλλευθούν την «ευκαιρία» επιτυγχάνοντας την περαιτέρω αποδυνάμωσή του. Επικαλούμενοι την ανάγκη εξάλειψης της ίδιας «ιρανικής απειλής», οι Αμερικανοί τους συνέδραμαν στις 21 Ιουνίου (βλ. επιχείρηση «Midnight Hammer»). Οι Ευρωπαίοι δεν πήραν μέρος σε αυτές τις επιχειρήσεις τις οποίες όμως χαιρέτισαν -εμμέσως πλην σαφώς- ως θεμιτές, υπογραμμίζοντας κι εκείνοι την ανάγκη το Ιράν να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα (χαρακτηριστικές ως προς αυτό, οι δηλώσεις του Γερμανού καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς).

Στον αντίποδα ωστόσο, θα περίμενε κανείς τουλάχιστον από το Πεκίνο και τη Μόσχα να αντιδράσουν, παίρνοντας θέση στο πλευρό της Τεχεράνης.

Ρωσία και Κίνα «συνυπάρχουν» με το Ιράν στις ομάδες των BRICS και του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), ενώ έχουν παράλληλα αναπτύξει στενές σχέσεις με την Τεχεράνη όχι μόνο σε πολυμερές αλλά και σε διμερές επίπεδο. Ως προς αυτό, υπενθυμίζονται δύο συμφωνίες: το 25ετές πρόγραμμα συνεργασίας που υπέγραψαν Κίνα και Ιράν το 2021, και η 20ετής στρατηγική εταιρική συμφωνία που υπέγραψαν Ρωσία και Ιράν μόλις τον περασμένο Ιανουάριο. Ειδικά στην περίπτωση της Μόσχας, αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις με το Ιράν ενισχύθηκαν σημαντικά έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, με αιχμή κυρίως την ιρανική στήριξη στο μέτωπο των drones (Shahed) και της παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων, ενώ η Τεχεράνη είχε οριστικοποιήσει ήδη από το 2023 και μια συμφωνία για την αγορά ρωσικών μαχητικών Su-35 (τα οποία όμως ακόμη δεν έχουν παραδοθεί).

Τούτων δοθέντων, θα περίμενε κανείς από τον Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ να σπεύσουν πρακτικά στο πλευρό των Ιρανών εταίρων τους όταν οι τελευταίοι βρέθηκαν υπό ισραηλινοαμερικανική πολιορκία τις τελευταίες ημέρες, πράγμα που όμως δεν έγινε, ή μάλλον που έγινε αλλά μόνο σε φραστικό/καταγγελτικό επίπεδο.

«Προς έκπληξη πολλών, η Μόσχα δεν παρενέβη για να αποτρέψει την πτώση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ τώρα (σ.σ. τις περασμένες ημέρες) ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φρόντισε να εμφανιστεί ουδέτερος στην αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως ειρηνοποιός (σ.σ. διαμεσολαβητής) αντί να παρέχει απτή υποστήριξη στην Τεχεράνη», γράφει ο Ντιμίταρ Μπέτσεφ, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σε ανάλυσή του στο FP. Σύμφωνα με τον Μπέτσεφ, «η Ρωσία δεν έχει πια ούτε τη θέληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να παρέμβει στις πολιτικές ισχύος της Μέσης Ανατολής».

Ο πόλεμος στην Ουκρανία -που παραμένει ανοιχτός ως εκκρεμότητα έπειτα από σχεδόν τριάμισι χρόνια συγκρούσεων απορροφώντας πολύ μεγάλο μέρος των ρωσικών δυνάμεων- και το «καλό κλίμα» που καλείται πια να διατηρήσει ο Πούτιν στη σχέση του με τον Τραμπ, προφανώς περιορίζουν σημαντικά τα ρωσικά περιθώρια «άβολων» παρεμβάσεων. Αλλά και πριν από τις ισραηλινοαμερικανικές επιθέσεις του Ιουνίου κατά των Ιρανών, το Κρεμλίνο δεν έβαζε όλα τα αυγά του στο ίδιο (αποκλειστικά ιρανικό) καλάθι. Αντιθέτως, στην πράξη μάλλον τα «μοίραζε» μεταξύ Τουρκίας, Ισραήλ, Σαουδικής Αραβίας και Ιράν. Ειδικά το Ισραήλ, αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί μια από τις σημαντικές «βάσεις» για τη ρωσική διασπορά στο εξωτερικό, πέρα από στρατιωτικά ισχυρή δύναμη, γεγονός το οποίο «μετράει» για τη Ρωσία.

Κατά τα λοιπά, οι Ρώσοι δείχνουν πια να έχουν επικεντρωθεί σε μια σειρά από μέτωπα, στα οποία όμως δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται το μεσανατολικό:

- στο Ουκρανικό το οποίο αποτελεί και την κορυφαία τους προτεραιότητα,
- στο αφρικανικό (όπου η Μόσχα εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικά ερείσματα δια αντιπροσώπων και μισθοφόρων),
- στο σινορωσικό,
- στο ευρωσκεπτικιστικό/αντινατοϊκό
- και σε εκείνο της προσωπικής «χημείας» μεταξύ Πούτιν και Τραμπ.

Αλλά και το Πεκίνο από τη δική του πλευρά, το οποίο είχε τα τελευταία χρόνια επενδύσει διπλωματικό κεφάλαιο στη Μέση Ανατολή, αναλαμβάνοντας για παράδειγμα διαμεσολαβητικό ρόλο για την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν το 2023, τις τελευταίες εβδομάδες παρουσιάστηκε να παρακολουθεί από απόσταση, χωρίς να παρεμβαίνει.

Η Κίνα αγοράζει, ή τουλάχιστον αγόραζε μέχρι πρότινος, περίπου το 90% του εξαγόμενου ιρανικού πετρελαίου. Για το Ιράν με άλλα λόγια, το Πεκίνο ήταν και είναι «πολύτιμο» ως πελάτης. Ωστόσο αντιστρόφως, η Κίνα, από τη δική της πλευρά, δεν εξαρτάται στον ίδιο βαθμό από το Ιράν, αφού έχει κι άλλους -ακόμη μεγαλύτερους- προμηθευτές πετρελαίου: τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία, τη Μαλαισία, το Ιράκ και το Ομάν εν προκειμένω, με βάση τα στοιχεία για τις κινεζικές εισαγωγές του 2024.

Κορυφαία προτεραιότητα για την Κίνα είναι η γειτονιά της, μια γειτονιά όπως είναι εκείνη της διάσπαρτης με διαφιλονικούμενες ζώνες Νότιας Σινικής Θάλασσας, στην οποία το Πεκίνο δείχνει τα δόντια του και για την οποία (βλ. Ταϊβάν) έχει διαμηνύσει ότι θα μπορούσε να πάει ακόμη και σε πόλεμο.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα πλήγματα που εξαπέλυσαν προ ημερών οι Αμερικανοί ενάντια στο Ιράν στο πλαίσιο της επιχείρησης «Midnight Hammer», αποκτούν πρόσθετη αξία ως «πρόβα» ή «πρόγευση» όσων θα μπορούσαν ενδεχομένως να λάβουν χώρα ξανά κάποια στιγμή, όχι πια στη Μέση αλλά στην Απω Ανατολή. «Με την επίθεση στο Ιράν, ο πρόεδρος Τραμπ έδειξε ότι είναι πρόθυμος να εμπλακεί σε έναν γεωγραφικά μακρινό πόλεμο, γεγονός το οποίο όμως γεννά ερωτήματα στο Πεκίνο σχετικά με όσα θα μπορούσε να ρισκάρει ο Τραμπ για την Ταϊβάν», γράφει ο Κρις Μπάκλεϊ στους ΝΥ Τimes.

Υπάρχουν φωνές στην κινεζική πλευρά που θεωρούν ότι θα μπορούσαν, μέσα από μια σταδιακή προσέγγιση και σε μια λογική κόστους-οφέλους, να πάρουν με διακριτικό τρόπο τον Τραμπ με το μέρος τους στο θέμα της Ταϊβάν. Υπάρχουν, παράλληλα, φωνές που υπογραμμίζουν την τάση που έχει ο Αμερικανός πρόεδρος να κάνει πίσω (βλ. «T.A.C.O»), παρά τις όποιες προηγηθείσες μεγαλοστομίες του. Για του λόγου το αληθές, μπορεί κανείς για παράδειγμα να ανατρέξει στο θέμα των δασμών. Ωστόσο, τα «ξαφνικά» αμερικανικά πλήγματα κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, τα οποία αποφάσισε ένας πρόεδρος ο οποίος είχε εκλεγεί με ατζέντα τερματισμού των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων στο εξωτερικό, ήρθαν να προκαλέσουν προβληματισμό στην κινεζική πλευρά αναφορικά με τις στρατιωτικές δράσεις που θα μπορούσε να αναλάβει η αμερικανική διοίκηση στο κοντινό μέλλον στην περιοχή της Ασίας.

Ο (Ολλανδός) γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έκρουσε χθες τον κώδωνα του κινδύνου από τη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στη Χάγη, υποστηρίζοντας ότι η Κίνα μπορεί να επιτεθεί στην Ταϊβάν γύρω από την οποία συγκεντρώνει δυνάμεις και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ίσως επιχειρήσει να αποπροσανατολίσει τους Ευρωπαίους εργαλειοποιώντας ή κινητοποιώντας τη ρωσική επιθετικότητα εντός της Γηραιάς Ηπείρου. Αντιδρώντας, το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε, διά του εκπροσώπου του, ότι αυτό που κάνει το ΝΑΤΟ στην παρούσα φάση είναι να «παραπληροφορεί» καθώς προσπαθεί «να βρεις τις δικαιολογίες που θα του επιτρέψουν να αυξήσει δραστικά τις στρατιωτικές του δαπάνες και να επεκταθεί στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού».

Μόλις τον περασμένο μήνα, οι στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ (Defence Intelligence Agency-DIA) είχαν δώσει στη δημοσιότητα έκθεση (Worldwide Threat Assessment) στην οποία υποστήριζαν ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να επιχειρήσει να καταλάβει/προσαρτήσει στρατιωτικά όχι το κυρίως νησί της Ταϊβάν, αλλά σε πρώτη φάση μια σειρά από νησάκια που βρίσκονται μεταξύ ηπειρωτικής Κίνας και Ταϊβάν στη Νότια Σινική Θάλασσα. Από τη δική του πλευρά, με φόντο τη Σιγκαπούρη την οποία επισκέφθηκε τον περασμένο μήνα, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κάλεσε το Πεκίνο να κρατήσει τη Βόρεια Κορέα μακριά από το Ουκρανικό εάν δεν θέλει να δει το ΝΑΤΟ να έρχεται κάποια στιγμή στη νοτιοανατολική Ασία.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η Κίνα απουσιάζει από τη -λακωνική εάν συγκριθεί με τις αντίστοιχες παλαιότερες- διακήρυξη που έδωσαν χθες στη δημοσιότητα οι νατοϊκές δυνάμεις έπειτα από τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στη Χάγη. Αντιθέτως, η Ρωσία παρουσιάζεται στην ίδια διακήρυξη ως «μακροπρόθεσμη απειλή για την ευρωατλαντική ασφάλεια».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιώργου Σκαφιδά

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση