ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η προσφυγιά του 1974, μια σύγχρονη οδύσσεια

Από τον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας η κα Ελένη και ο κ. Αντρέας κατέληξαν στον συνοικισμό του Αγίου Μάμα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η 20ή Ιουλίου δεν είναι μια απλή μέρα για χιλιάδες Κύπριους, οι οποίοι έφυγαν άρον-άρον από τα σπίτια τους, από τις μάντρες τους, από τα χώματα στα οποία γενεές επί γενεών είχαν οικοδομήσει μια ζωή. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου άνοιξε την Κερκόπορτα και έδωσε στην Τουρκία τον λόγο για να εισβάλει στην Κύπρο. Μια Κύπρο που σπαρασσόταν από τη διχόνοια, που όσοι έσπευσαν να την υπερασπιστούν, έπρεπε να το κάνουν με μαρτίνια και κυνηγετικά όπλα… Μοιάζει να μην υπάρχει τι το γενναίο σε καμία πλέον ιστορία που ακούω, αφού όλα ήταν προδομένα! Αλλά τελικά η γενναιότητα και ο ηρωισμός είναι πλέον στο μυαλό μου έννοιες κάπως πολυφορεμένες.

Αργά το μεσημέρι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω στον Συνοικισμό του Αγίου Μάμα στη Λευκωσία, για να βρω απλούς ανθρώπους, που έζησαν εκείνες τις ημέρες, που δεν είναι μέλη σωματείων, που δεν κεφαλαιοποίησαν την προσφυγιά τους, αλλά νιώθουν ευχαρίστηση όταν καμαρώνουν παιδιά και εγγόνια και λένε δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαστε και θεωρούν Παρίσι τον τόπο τους, όπως η κα Ελένη και ο κ. Αντρέας, τους οποίους γνώρισα όταν δειλά μπήκα στην αυλή τους. Τη χαιρέτησα καθώς έραβε, ενώ ο άντρας της έβλεπε τηλεόραση. Με το που είπα τι ήθελα, αμέσως μου έγνεψε και μπήκα. Η κα Ελένη από τον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας και ο κος Αντρέας από τον Καραβά, τις μέρες του Ιούλη του 1974 χαιρόντουσαν τη δύο ετών κόρη τους, και έμεναν στο καινούργιο τους σπίτι στον Άγιο Γεώργιο, μερικά μέτρα από τη θάλασσα…

Είναι κασέτα μάς έλεγαν

Να ξεκινήσουμε κα Ελένη από την ημέρα του πραξικοπήματος… είπα και τότε η φιλόξενη Κερυνειώτισσα άνοιξε τον κρουνό της μνήμης…

«Την ημέρα του πραξικοπήματος ήμουν στην Κερύνεια, όπου είχα μια δουλειά. Είπαν μας εγίνηκε πραξικόπημα, έφυα και επήα στο σπίτι μου στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας. Εκεί κλειδωθήκαμε. Δεν εξέραμε τι ακριβώς γινότανε.

» Οι παρακρατικοί απειλούσαν όσους δεν ήταν δικοί τους –τους Μακαριακούς να πούμε– ή θα πάρουν όπλα ή θα τους φυλάκιζαν στο φρούριο της Κερύνειας. Τον άντρα μου τον απείλησαν ότι αν μέχρι το Σάββατο δεν πιάσει όπλο θα τον έπαιρναν και αυτόν στο φρούριο. Εμείς ακούγαμε ότι ο Μακάριος ήταν ζωντανός από το ράδιο, όμως μας έλεγαν ότι είναι κασέτα και ότι είναι νεκρός, εγώ δεν το πίστευα: ήξερε ότι θα ζήσει και μαγνητοφώνησε την κασέτα;, 'όι, όι, εν νεκρός», επέμεναν'. Ήρτε το Σάββατο, και δεν τον έπιασαν, αφού ήρταν οι Τούρτζιοι'' και συνέχισε...

Στο σέντε καμιά δεκαρκά

«Όταν ήρταν οι Τούρτζιοι, και μείναμε μόνο τα γυναικόπαιδα στο χωριό, αφού οι άντρες πήγαν να καταταγούν. Εμείς κρυφτήκαμε στο σπίτι μου, στο μπάνιο που ήτου μιάλο, και είχαμε σέντε όπου μπήκαμε καμιά δεκαρκά, ούλοι της οικογένειας, και ένας μεγάλος σε ηλικία θείος μου, ο οποίος κρύφτηκε στο υπόγειο… Ο γιος του, ο οποίος ήταν κρατούμενος στο φρούριο είχε δραπετεύσει και ήλθε στο χωριό, και μας έψαχνε, ‘πού ήσαστε, οι Τούρκοι είναι κοντά’, εφώναζε… ‘φανερωθείτε να φύουμε’ και όντως οι Τούρκοι ήταν κοντά, αλλά επειδή είχε σουρουπιάσει δεν έβλεπαν καλά ούτε αυτοί ούτε εμείς. Να σου πω, όμως, πως πριν έρθει ο μιτσής, μας είχαν πιάσει τηλέφωνο και είπαν μας ότι είναι νεκρός, και ούλοι εκλέαμε, ύστερα άκουες τη φωνή του…». Η κα Ελένη δάκρυσε… «Άιστα» είπε και συνέχισε «Τους Τούρκους που έπεσαν στην Κερύνεια τους ακούγαμε, τους είδαμε, κατεβάσανε μάλιστα κάτι μεγάλους σσιύλους και εγεμώσαν οι τόποι…».

Η οικογένεια της κας Ελένης και του κου Αντρέα αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό, «Βγάλαμε τη λάμπα του αυτοκινήτου, που ανάβει όταν ανοίγεις τις πόρτες, και πήγαμε προς το Πέλλα Πάις… Εκεί όμως όσα αυτοκίνητα εξέραν ότι ήταν τους Μακαριακούς ετρυπήσαν τα τάνκια των αυτοκινήτων για να μην μπορέσουν να φύουν. Ειδοποιήσαν μας όσοι ήθελαν να φύουν από το Πέλλα Πάις, γιατί ήταν να το πιάσουν οι Τούρκοι. Εμείς φύγαμε με ένα λαντ ρόβερ της Αστυνομίας, δυο χιλιόμετρα πισινή για να μη μας κόψουν οι Τούρκοι. Περάσαμε από την Κυθρέα, από τον Άγιο Αμβρόσιο, από τη Λευκωσία και καταλήξαμε στην Άλωνα και από εκεί φύγαμε και πήγαμε στου Μόρφου…»

«Δεν το διώ στους πρόσφυγες»

Η περιπέτεια της οικογένειας δεν είχε τέλος… Από την Άλωνα, όπως μου είπε έφυγαν γιατί τα πράγματα δεν ήταν ασφαλή για εκείνη και την οικογένειά της… Πήγαν πάλι πίσω, στου Μόρφου… «Εκεί θελήσαμε να αγοράσουμε ένα κρεβατάκι για την κόρη μας που ήταν δυο χρονών τότε… Βρήκαμε ένα κατάστημα, αλλά δυστυχώς δεν μας το πουλούσαν… ‘το κρεβάτι εν τω διώ εγιώ τους πρόσφυγες!’, άκουσα με έκπληξη να μου λένε», και η διήγηση της κας Ελένης ολοένα και φορτιζόταν, και συνέχισε:

«Στου Μόρφου μείναμε μέχρι τις 15 Αυγούστου. Μετά τη δεύτερη εισβολή καταλήξαμε στη Λεμεσό στον Κάψαλο, σε ένα σχολείο. Εκεί βρέθηκε μία πολλά καλή κυρία, ήτανε νοσοκόμα και είπε μας 'όσες έχετε μωρά να έρτετε σπίτι μου, να τα κάμετε μπάνιο, να αλλάξετε να ρούχα τους, να σας σάσω φαΐ να φάσι'… Επήαμε… και κατά σύμπτωση ήταν εκεί και η Μορφίτισσα… 'εκείνη νόμιζε ότι δεν θα εγίνετου πρόσφυγας…'.

» Εμείναμε εκεί που λες, και οργανώθηκε μια ομάδα, δήθεν να ταΐζουν τους πρόσφυγες... Ήρταν και έφεραν σούπα… και μας είπαν όσοι έχετε μωρά να έρθετε να φάτε σούπα… Πάω και θωρώ μες στη σούπα, γεμάτη σκουλούκια… 'εγλυτώσαμε από τους Τούρκους και να πεθάνουμε από τη σούπα', είπα σε κάποιον, 'εν σε κανεί να ταΐσεις τα μωρά σου και να σιωπήσεις; Φκάλεις και γλώσσα', μου απάντησε...

» Εφύαμε και από εκεί, και πήγαμε στο Μιτσερό όπου είχαμε συγγενείς, όταν πήγε ο άντρας μου έφεδρος για έξι μήνες. Ύστερα, όταν απολύθηκε ο άντρας μου, επήαμε εις τον Αη Παύλο, και μείναμε σε ένα μαγαζί, μετά από λίγο φύγαμε και από εκεί και πήγαμε στη Νήσου, αλλά επειδή ο άντρας μου εργάζετου στη Λευκωσία, εν εβόλευκε και πήγαμε κοντά στις Κεντρικές Φυλακές. Εκεί μείναμε τριάμισι χρόνια, και με τις φασαρίες εκεί, κόψαμε μέσα και επροσέχαν μας οι στρατιώτες.

» Από εκεί πήγαμε στη Λακατάμεια, άλλες ιστορίες απ’ εκεί… και από εκεί μετά από λίγο ήρθαμε δαμέ (σ.σ. στον Συνοικισμό).».

Όταν ρώτησα την κα Ελένη τι πήρε μαζί της, όταν έφυγε από το σπίτι της, μου απάντησε χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, με τον αρμόζοντα τρόπο, γελώντας: «έπαθες κι εσύ όπως κάποιος πλανόδιος… ήθελα να αγοράσω κάτι, αλλά σκέφτηκα ότι θα χαλάσουν… λαλεί μου τότε… ε, μα εν έσσιεις ψυγείο; Και του απάντησα: Ούλα έφερά τα… μόνο το ψυγείο άφησα! Από το σπίτι μου έφυγα με κάτι λίγα ρούχα για το μωρό». Η αφελής ερώτηση που ακολούθησε ήταν η εξής: Πιστεύατε ότι θα γυρνούσατε; Τότε και δυο απάντησαν: Ε, ναι!».

Με τα μαρτίνια…

Ο κ. Αντρέας, παίρνοντας τον λόγο, μου είπε ότι την απόβαση των Τούρκων στην Κερύνεια προσπάθησαν να την αποτρέψουν με τα μαρτίνια… «πόσο να φτάσεις με τα μαρτίνια;». Κλείνοντας τη σύντομη κουβέντα μας, η κ. Ελένη μού είπε: «Το σπίτι μου ήταν δυο χρονών, καινούργιο. Μάλιστα, τότε πολλοί το καλοκαίρι ενοικίαζαν τα σπίτια τους, εγώ δεν ήθελα, ήθελα να χαρώ το σπίτι μου… μα εν τζαι χάρηκα το… Άιστα, οι ποδά περιφρονούσαν μας… ο κόσμος δεν σε καταλάβαινε, το μόνο που δεν έμεινα ήταν σε τσαντίρι… εκεί ήμαστουν τυχεροί».

Υποσχέθηκα, φεύγοντας στην κ. Ελένη και στον κ. Ανδρέα ότι θα πάω την Αγία Εβδομάδα να φάω κερυνειώτικες φλαούνες, «Την Αγία Πέμπτη να έρτεις, να θυμάσαι και τη μέρα»… έφυγα, αφού μου έδειξαν στο σαλόνι τη φωτογραφία της Κερύνειας, «Παρίσι ήμασταν!, αν εμέναμε εννά εντρεπόνταν να έρχονται…

Δύσκολες μέρες

Καθώς έφευγα είχε ανοίξει και το καφενείο του συνοικισμού, εκεί η κα Χρυσταλλού από το Κάτω Δίκωμο, και μερικοί άλλοι, με κέρασαν καφέ, είπαμε λίγα, για το μέτωπο της Μιας Μηλιάς, τη μάχη στο αεροδρόμιο, τους Τούρκους που άφησαν Ε/κ στρατιώτες να φύγουν, άγνωστο ακόμα γιατί… και όλοι με τη φράση… «άλλοι είχαμε μαρτίνια και άλλοι κυνηγετικά…». Δύσκολες μέρες, όλοι ήξεραν για το πραξικόπημα, όλα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, πολλά τα λάθη… έλεγαν. Δυστυχώς δεν είχα άλλο χρόνο, έπρεπε να φύγω… δύο από την παρέα ήταν από τη Βώνη… ήθελα να μάθω και για τους καμηλάρηδες, «να ξαναέρθεις, να είναι περισσότεροι εδώ, να σου τα πούμε ούλα!», και βάλθηκαν στην πιλόττα, «Άλλα λοαρκάζει ο κάμηλος τζ’ άλλα ο καμηλάρης», μου είπε ένας από την παρέα, θέλοντας να μου τονίσει τη δεινότητά του σε αυτή, «όταν θα ξανάρθεις θα σου πούμε και τα αποτελέσματα».

Υγ. Προσπάθησα να διατηρήσω την κυπριακή. Ελπίζω να τα κατάφερα, χωρίς να τη βαρβαρίσω.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση