
Kathimerini.gr
Η επιτυχία της Apple βασίζεται στο iPhone. Η κερδοφόρα συσκευή τη μετέτρεψε από έναν εξειδικευμένο παίκτη στη βιομηχανία προσωπικών υπολογιστών σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, με κεφαλαιοποίηση σχεδόν 3 τρισ. δολαρίων. Μεγάλο μέρος αυτού οφειλόταν στην αλυσίδα εφοδιασμού της στην Κίνα. Τώρα οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι εμπορικοί πόλεμοι θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτήν την εξάρτηση.
H ιστορία της κρύβει σημαντικά μαθήματα για τις δύο οικονομίες – και για άλλους μεγάλους κατασκευαστές όπως η Tesla. Η είσοδος της Apple στην Κίνα δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη Foxconn της Ταϊβάν, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μοντέλου της Κίνας που βασίζεται στις εξαγωγές στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατάφεραν να το κάνουν αυτό συνεργαζόμενες «χέρι χέρι» με τους τοπικούς αξιωματούχους, επωφελούμενες από επιδοτήσεις, υποδομές και, σε μεγάλο βαθμό, από ροές φθηνών μεταναστών εργατών από αγροτικές περιοχές. Η εταιρεία άρχισε να συνεργάζεται στενά με τη Foxconn το 1999, αναθέτοντας σε εξωτερικούς συνεργάτες την παραγωγή των iMac και στη συνέχεια του iPod. Χάρη στην ικανότητα της Foxconn να συναρμολογεί προϊόντα με ταχύτητα και κλίμακα, η Apple πούλησε 22,5 εκατ. φορητές συσκευές το 2005, από λιγότερο από 1 εκατ. το 2003.
Η άφιξη της Apple στην Κίνα διέφερε από αυτήν άλλων μεγάλων εταιρειών. Πολυεθνικές από τη Samsung της Νότιας Κορέας μέχρι τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen είχαν προηγουμένως δημιουργήσει εξ ολοκλήρου ξένες επιχειρήσεις ή τοπικές κοινοπραξίες. Η Apple, όμως, δεν είχε ούτε κοινοπραξία ούτε ίδρυσε τις δικές της δραστηριότητες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της πιο εξελιγμένης αλυσίδας εφοδιασμού στον κόσμο, ενώ παράλληλα βοήθησε στην εμφάνιση ανταγωνιστικών κινεζικών εμπορικών σημάτων smartphones, από τη Huawei έως την Xiaomi.
Ωστόσο, από την άνοδό του το 2012, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ έχει ενισχύσει τον κρατικό έλεγχο στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένων του ιδιωτικού τομέα και των ξένων πολυεθνικών. Το 2015 αποκάλυψε το σχέδιο «Made in China 2025» για την απογαλάκτιση της χώρας από την ξένη τεχνολογία. Παρά τις ενδείξεις ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι αυξάνονταν, ο CEO Τιμ Κουκ διπλασίασε τις προσπάθειές του. Παρά την πίεση του Σι για αυτάρκεια, η Κίνα εξακολουθεί να χρειάζεται δυτική τεχνολογία και κεφάλαια. Ακόμη και η άνοδος τρομερών τοπικών ανταγωνιστών, όπως η Huawei, δεν έχει επηρεάσει τις προοπτικές της Apple, η οποία εκτιμάται πως θα αποκομίσει 77 δισ. δολάρια από πωλήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Κίνας το 2027.
Οπως και να ’χει το μοντέλο της Apple, που βασίζεται σε μία χώρα για την κατασκευή, είναι μη βιώσιμο και ο κολοσσός ανακοίνωσε ότι «η πλειονότητα» όλων των προϊόντων που προορίζονται για τις ΗΠΑ θα κατασκευάζονται στην Ινδία και στο Βιετνάμ μέχρι το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η εταιρεία έχει επίσης δεσμευθεί να δαπανήσει περισσότερα από 500 δισ. δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες τα επόμενα τέσσερα χρόνια προκειμένου να κατευνάσει τις εκκλήσεις του Τραμπ να φέρει πίσω τις επενδύσεις στην πατρίδα.
Μακροπρόθεσμα, αυτό θα σημαίνει υψηλότερο κόστος, ακόμη και πριν ληφθούν υπόψη οι δασμοί: η κατασκευή κινητών τηλεφώνων στην Ινδία, για παράδειγμα, μπορεί να είναι έως και 10% υψηλότερη από ό,τι στην Κίνα. Η κατασκευή στις ΗΠΑ είναι ακόμη πιο απίθανη. Ο αναλυτής της Wedbush Securities, Νταν Αϊβς, εκτιμά πως ένα iPhone αμερικανικής κατασκευής θα μπορούσε να κοστίσει στους καταναλωτές 3.500 δολάρια, τρεις φορές και πλέον από την τρέχουσα τιμή.
Η Apple μπορεί να έχει λίγο χρόνο για να ολοκληρώσει την καθυστερημένη αποτοξίνωση από την Κίνα. Ακόμη κι έτσι, είναι βέβαιο ότι θα είναι επώδυνη.