ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο εμφύλιος πόλεμος των Μπάρκλεϊ για την πώληση του Ritz

Η δικαστική διαμάχη των Μπάρκλεϊ έχει κατακλύσει τα βρετανικά μέσα και απειλεί τη βιωσιμότητα της περιουσίας τους, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις

Kathimerini.gr

Μια παράνομη μαγνητοσκόπηση έγινε η αφορμή για τη διάσπαση μιας ισχυρής δυναστείας και την κατάρρευση μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε χτιστεί επί εξήντα χρόνια. Πρόκειται για την οικογένεια των δισεκατομμυριούχων και δίδυμων αδελφών Μπάρκλεϊ, η οποία βρίσκεται εν μέσω μιας σκληρής δικαστικής διαμάχης, που έχει κλονίσει τις σχέσεις τριών γενεών.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι 85χρονοι Βρετανοί επιχειρηματίες Φρέντριχ και Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ, των οποίων η προσωπική περιουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εφημερίδα Telegraph και μέχρι πρότινος το υπερπολυτελές ξενοδοχείο Ritz του Λονδίνου, συνεργάζονταν, μέχρι το τέλος του προηγούμενου έτους, άψογα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μάλιστα, η βάση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους ήταν ένα μικρό νησί της Μάγχης, το Μπρεκού, όπου διατηρούν ένα κάστρο γοτθικού ρυθμού με όλες τις ανέσεις.

Αντιθέτως, η επόμενη γενιά των Μπάρκλεϊ, τα παιδιά των Φρέντριχ και Ντέιβιντ, δεν διαχειρίζεται με τόση διακριτικότητα την οικογενειακή περιουσία, ούτε έχει καταφέρει να συνεργαστεί φιλικά. Οι σχέσεις τους άρχισαν να εκτραχύνονται στο τέλος του περασμένου έτους, όταν η Telegraph και το Ritz, τα δύο μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας, προσφέρθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα προς πώληση. Τα παιδιά και ο εγγονός του Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ διαφωνούσαν με τον ανασχηματισμό του ομίλου και συνεπώς οι δύο πλευρές της οικογένειας ξεκίνησαν να λειτουργούν ξεχωριστά και να προσεγγίζουν διαφορετικούς ενδιαφερόμενους αγοραστές. Οι δύο επιχειρήσεις και ιδιαιτέρως το Ritz, το οποίο αποτελούσε κορωνίδα της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας τους, προσείλκυσε ζωηρό ενδιαφέρον.

Προκειμένου να μαθαίνει τις κινήσεις της άλλης πλευράς, ένας από τους γιους του Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ τοποθέτησε μια συσκευή μαγνητοσκόπησης στο δωμάτιο του Ritz όπου ο Φρέντριχ και η κόρη του συζητούσαν για πιθανά επιχειρηματικά ανοίγματα και για ενδιαφερόμενους αγοραστές του ξενοδοχείου. Ενα άκρως ενοχοποιητικό βίντεο, που δόθηκε αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα από την ίδια την οικογένεια, δείχνει τον γιο του Ντέιβιντ να κρατάει μια συσκευή μαγνητοσκόπησης εντός του δωματίου όπου ο Φρέντριχ συνήθως κάπνιζε πούρα και συζητούσε για τις επιχειρήσεις με την κόρη του. Την ίδια περίοδο που καταγράφηκε το ενοχοποιητικό βίντεο, δηλαδή στο τέλος του Ιανουαρίου, δύο από τους γιους του Ντέιβιντ ανέλαβαν διευθυντικά καθήκοντα στο Ritz, ενώ η κόρη του Ντέιβιντ παραιτήθηκε, έπειτα από πολύ σύντομη θητεία, διατηρώντας μερίδιο 25% στο Ritz και στα δικαιώματα ψήφου.

Λίγους μήνες αργότερα και εν μέσω της πανδημίας, ανακοινώθηκε πως το υπερπολυτελές Ritz πωλήθηκε από την πλευρά της οικογένειας του Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ για λιγότερο από 900 εκατ. ευρώ. Ο Φρέντριχ και η κόρη του, οι οποίοι έμαθαν για την εξαγορά από τον βρετανικό Τύπο, ισχυρίστηκαν ότι είχαν δεχθεί πολύ καλύτερη προσφορά, σχεδόν διπλάσια. Υποστήριξαν πως οι συγγενείς τους εκμεταλλεύθηκαν τις μαγνητοσκοπημένες συζητήσεις, ώστε να ολοκληρώσουν πρώτοι την πώληση στις αρχές του Μαρτίου. Οι ίδιοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, ισχυριζόμενοι ότι η συσκευή μαγνητοσκόπησης κατέγραψε 94 ώρες διαπραγματεύσεων σχετικά με την πώληση του ξενοδοχείου και χίλιες επιπλέον συζητήσεις σε βάθος αρκετών μηνών. Επίσης, δήλωσαν ότι οι συγγενείς τους συνεργάστηκαν παράλληλα με ιδιωτική ερευνητική εταιρεία με γραφεία στο Λονδίνο και στο Κατάρ, η οποία κατέγραψε επιπλέον 405 ώρες διαπραγματεύσεων. To Ritz κατέληξε στην περιουσία ενός επιχειρηματία από το Κατάρ και στενού συγγενούς του ηγέτη του εμιράτου.

Το μέλλον της οικογένειας

Η δικαστική διαμάχη των Μπάρκλεϊ έχει κατακλύσει τα βρετανικά μέσα και απειλεί τη βιωσιμότητα της περιουσίας τους, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. O Φρέντριχ «είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει τώρα να σκεφθεί την προδοσία των ανιψιών του και ένας πατέρας που έζησε την άσχημη αντιμετώπιση της κόρης του από τα ξαδέλφια της», δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου ο δικηγόρος του. «Αυτή είναι η διένεξη μεταξύ μελών μιας οικογένειας και από την πλευρά των κατηγορουμένων είναι δυστυχές το γεγονός ότι οι συζητήσεις έχουν έρθει στη δημοσιότητα αντί να επιλυθούν στον στενό οικογενειακό κύκλο», τόνισε αυτή την εβδομάδα μία από τις δικηγόρους της άλλης πλευράς.

Ο Φρέντριχ και ο Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ άρχισαν να χτίζουν μαζί την περιουσία τους στην ηλικία των 16 ετών, όταν άφησαν το σχολείο και ασχολήθηκαν με την μετατροπή παλιών οικοτροφείων σε ξενοδοχεία. Στη συνέχεια επέκτειναν την αυτοδημιούργητη περιουσία τους, περνώντας στους κλάδους των ζυθοποιείων και των καζίνο. Σήμερα εξακολουθούν να κατέχουν από κοινού την εφημερίδα Telegraph και το περιοδικό Spectator, το πεντάστερο ξενοδοχείο Beaumont στο Λονδίνο, τον όμιλο ψηφιακού λιανεμπορίου The Very Group και την ταχυδρομική υπηρεσία Yodel. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αδέλφια ήταν «αχώριστα», όπως έχουν επιβεβαιώσει επανειλημμένως στενοί συνεργάτες τους και εκτός από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ασχολούνταν με τη φιλανθρωπία. Μάλιστα, το 2000 τα δίδυμα αδέλφια γονάτισαν ενώπιον της βασίλισσας, η οποία τους έχρισε ιππότες για το φιλανθρωπικό τους έργο.

Μέχρι το τέλος του προηγούμενου έτους, η προσωπική περιουσία των Φρέντριχ και Ντέιβιντ Μπάρκλεϊ ανερχόταν περίπου στα 9 δισ. ευρώ. Βέβαια, πολλά από τα περιουσιακά τους στοιχεία σημειώνουν μεγάλες ζημίες τα τελευταία χρόνια, εξ ου και τα παιδιά τους επιχείρησαν –αποτυγχάνοντας παταγωδώς– να ανασχηματίσουν τον όμιλο. Από τον όμιλο των Μπάρκλεϊ λείπει πλέον το Ritz του Λονδίνου, το οποίο δεν ήταν μόνο κερδοφόρο περιουσιακό στοιχείο της οικογένειας, αλλά αποτελεί παράλληλα και κομμάτι της βρετανικής ιστορίας. Το ιστορικό κτίριο των 114 ετών φιλοξένησε τις συναντήσεις μεγάλων προσωπικοτήτων, όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και ο Σαρλ ντε Γκωλ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, φιλοξένησε τους τελευταίους μήνες της ζωής της τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία μάλιστα πέθανε στο ξενοδοχείο από εγκεφαλικό.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X