ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο λογαριασμός της Credit Suisse για τις τράπεζες

Πέντε οικονομολόγοι περιγράφουν στην «Κ» τις επιπτώσεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα από την πρόσφατη κρίση

Kathimerini.gr

Βασίλης Κωστούλας

Μια επώδυνη διαχείριση του κινδύνου στις τράπεζες περιγράφουν στην «Κ» πέντε οικονομολόγοι διεθνούς βεληνεκούς προβαίνοντας σε έναν πρώτο απολογισμό των χρηματοπιστωτικών επεισοδίων που εκδηλώθηκαν στη σκιά των υψηλών επιτοκίων.

Η καταναγκαστική εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS στην Ελβετία, με φόντο τις ανακοινώσεις στις ΗΠΑ για διασφάλιση των καταθετών της Silicon Valley Bank, κατευνάζει τις αγορές, διασκεδάζοντας τους φόβους για μια νέα εκδοχή διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Όλη η προσοχή στρέφεται εμφατικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, στη διάρθρωση των τραπεζικών ισολογισμών.

Ομως κοστίζει στους φορολογουμένους και στρεσάρει τις τράπεζες, οι οποίες θα κληθούν να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσα σε ένα ακανθώδες περιβάλλον.

Οι κεντρικές αρχές συνεχίζουν με τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής μπροστά στις αντιστάσεις των υψηλών τιμών. Ως παράπλευρο όφελος, η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο μειώνει την αξία των ομολόγων που ήδη κατέχουν. Γι’ αυτό και όλη η προσοχή στρέφεται εμφατικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, στη διάρθρωση των τραπεζικών ισολογισμών.

Η διασυνοριακή μπόρα δημιουργεί έτσι τις συνθήκες για πιθανή συγκράτηση των πιστώσεων, η οποία σε αυτή την περίπτωση θα είναι σε θέση να επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Στις ΗΠΑ, προηγούμενο αποτελεί πια η επιλογή της κυβέρνησης Μπάιντεν να υπερβεί το μέγιστο όριο εγγύησης των καταθέσεων, αποδομώντας μέρος της κριτικής που είχε εξαπολύσει στην κυβέρνηση Τραμπ για χαλάρωση των κανόνων χρηματοπιστωτικής εποπτείας.

Στην Ευρώπη μπαίνει ξανά στο τραπέζι η ανάγκη ενοποίησης των τραπεζικών συστημάτων της. Ανθεκτικά, καλά κεφαλαιοποιημένα, απεικονίζονται τα τραπεζικά συστήματα σε Ευρωζώνη και Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα από τις μετρήσεις των διεθνών οίκων οι οποίες δεν υποστηρίζουν την πτώση των μετοχών και την επιδείνωση των spreads, με αφορμή τα «ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά» των κρίσεων σε SVB και Credit Suisse.

Θωρακισμένες, ικανές να απορροφήσουν τυχόν νέα ρίσκα διεθνούς προέλευσης εμφανίζονται οι ελληνικές τράπεζες. Στη φαρέτρα τους οι αυξημένες καταθέσεις και τα μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πισωγύρισμα στη μάχη για προληπτική εποπτεία

Ζαν Τιρόλ, πρόεδρος της Σχολής Οικονομικών της Τουλούζης, βραβευθείς με Νομπέλ Οικονομίας το 2014

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Με την εγγύηση όλων των καταθέσεων που υπερβαίνουν το μέγιστο ασφαλισμένο ποσό (250.000 δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες) σε δύο πτωχεύουσες τράπεζες, τη Silicon Valley Bank και τη Signature Bank, η κυβέρνηση των ΗΠΑ μόλις κατέρριψε τους διεθνείς κανόνες προληπτικής εποπτείας που η ίδια βοήθησε να κτιστούν. Οι δύο θεσμοί έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: συμπαιγνία με την απερχόμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, πολύ λίγες ασφαλισμένες καταθέσεις (97% ανασφάλιστες καταθέσεις για την SVB!), καταθέτες τύπου «ΜμΕ» (startups της Silicon Valley, δικηγορικά και ελεγκτικά γραφεία, κατασκευαστές ακινήτων στη Νέα Υόρκη), και ένα πραγματικό πρόβλημα φερεγγυότητας έπειτα από σημαντικές απώλειες.

Οι μεγάλοι καταθέτες (οι οποίοι, αναπάντεχα, κατέχουν σημαντική θέση στη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος) και οι τράπεζες που τους καλωσορίζουν έχουν συνηθίσει να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Η απόφαση των ΗΠΑ θέτει υπό αμφισβήτηση δέκα χρόνια προσπαθειών των ρυθμιστικών αρχών να καταστήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπεύθυνο και να εμποδίσουν τους πολίτες να επιδοτούν την ανάληψη κινδύνων από τις τράπεζες. Οπως έγινε και με προηγούμενες αποφάσεις για την εξαίρεση της SVB από τον δείκτη ρευστότητας που έθεσαν οι ρυθμιστικές αρχές της Βασιλείας και με την ανοχή ακατάλληλων λογιστικών τεχνασμάτων γύρω από τη χρήση της ρευστότητας.

Η κοινότητα δεν χρειάζεται να πληρώσει για όσους επιδιώκουν να πλουτίσουν μέσω της κερδοσκοπίας πάνω στο μακροοικονομικό ρίσκο. Σήμερα υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τα επιτόκια, η άνοδος των οποίων μειώνει την αξία των ομολόγων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τα ιδρύματα αυτά είτε προστατεύονται από τον κίνδυνο επιτοκίου (από άλλα ιδρύματα ή από το κράτος), είτε έχουν αρκετά κεφάλαια για να αντέχουν μία κακή έκπληξη. Σε διαφορετική περίπτωση, το κράτος κρατείται αιχμάλωτο. Δεν μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια (για παράδειγμα, για την καταπολέμηση του πληθωρισμού) χωρίς να υπονομεύσει μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, οι αριθμοί είναι δύναμη. Ακριβώς όπως ένα αεροδρόμιο δεν μπορεί να επεκταθεί εάν πολλοί κάτοικοι έρθουν να εγκατασταθούν κοντά του. Ετσι υπάρχει ένας «συλλογικός ηθικός κίνδυνος» όταν πολλές τράπεζες γίνονται με αυτόν τον τρόπο ευάλωτες, προστατεύοντας συλλογικά τον εαυτό τους από την αύξηση των επιτοκίων. Μια ανησυχία που επανήλθε στη μόδα από τα λάθη των εποπτικών αρχών των τραπεζών.

• Η τοποθέτηση του Ζαν Τιρόλ είναι κοινή για την «Καθημερινή» και τη γαλλική έκδοση Challenges.

Αλλαγή μοντέλου εγγύησης καταθέσεων στις ΗΠΑ

Nίκολας Βέρον, συνιδρυτής του Bruegel και ανώτερος συνεργάτης του Peterson Institute for International Economics

Αν και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με ασφάλεια, σε αυτό το σημείο δεν φαίνεται κάποιος κίνδυνος για μια νέα διεθνή τραπεζική κρίση. Το ελβετικό επεισόδιο επί της ουσίας τερματίστηκε με την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS, παρά τις ενστάσεις γύρω από κάποιους όρους της συμφωνίας – η αγορά θα τις απορροφήσει και δεν φαίνεται πως θα έχουμε μετάδοση. Μπορεί η αντίδραση των επενδυτών να ήταν ίσως πιο αμυντική λόγω των εξελίξεων που προηγήθηκαν στις ΗΠΑ, όμως –πέρα από αυτό– το πρόβλημα της Credit Suisse θα εκδηλωνόταν ακόμη και χωρίς το επεισόδιο της Silicon Valley Bank. Δεν υπάρχει άλλη σύνδεση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι στις ΗΠΑ έχουμε πλέον μεταφορά από την περιορισμένη στην απεριόριστη εγγύηση των καταθέσεων, μια διαρθρωτική αλλαγή που φέρνει τις ΗΠΑ πιο κοντά στο ευρωπαϊκό μοντέλο, όπως το είδαμε να διαμορφώνεται κατά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 – με εξαίρεση την Κύπρο (σ.σ. «κούρεμα» καταθέσεων). Σε ό,τι αφορά τις κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ εύλογα προχωράει με την επιτοκιακή της πολιτική, πάντα μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Πάντως οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν μεν συνέπειες στις τράπεζες, αλλά βοηθούν και την κερδοφορία τους. Βεβαίως, εξαρτάται κάθε φορά από τη διάρθρωση του ισολογισμού, διότι συχνά προκύπτουν βραχυπρόθεσμα ζητήματα μετάβασης, όπως είδαμε και στην περίπτωση της Silicon Valley Bank.

Πέντε οικονομολόγοι στην «Κ»: Ο λογαριασμός της Credit Suisse για τις τράπεζες-1Φωτ. REUTERS/ Arnd Wiegmann

Σε καλή θέση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Αντρέα Κοστάνζο, αντιπρόεδρος της DBRS Morningstar για τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Τόσο οι αποτυχίες της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, όσο και η αναταραχή γύρω από την Credit Suisse, που οδήγησε τελικά στην εξαγορά από τη UBS, οφείλονται κατά βάση σε ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, τα οποία σε δεύτερο χρόνο επιδεινώθηκαν από τη συνεχιζόμενη ταχεία αύξηση των επιτοκίων και την τρέχουσα αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Βλέπουμε γενικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες να βρίσκονται σε καλή θέση από πλευράς κινδύνου, ρευστότητας και κεφαλαιοποίησης. Οι τράπεζες της Ε.Ε. έχουν γενικώς χαμηλότερα ανοίγματα σε τίτλους σταθερού εισοδήματος και πιο σταθερές καταθέσεις λιανικής. Επιπλέον, υπόκεινται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει αυστηρότερες πολιτικές διαχείρισης επιτοκιακού κινδύνου και ρευστότητας, ακόμη και για τις μικρότερες τράπεζες. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών και η κρίση ρευστότητας μπορεί να συμβεί πολύ γρήγορα. Επίσης, οι μεταβολές στα επιτόκια, σε συνδυασμό με την υψηλή αστάθεια μπορούν να δημιουργήσουν προκλήσεις για τις τράπεζες. Επομένως, παρακολουθούμε στενά τις θέσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών, καθώς και την έκθεσή τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος.

Δεδομένης της αστάθειας που προκλήθηκε από τα γεγονότα στις ΗΠΑ και την Ελβετία, η ταχύτητα των αυξήσεων των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να μειωθεί στο μέλλον. Βλέπουμε θετικά τις έγκαιρες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών ΗΠΑ και Ελβετίας για παροχή ρευστότητας και υποστήριξης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προκειμένου να μην προκληθεί σημαντική μετάδοση αλλού.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, τις είδαμε να αναφέρουν βελτιωμένα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας το 2022, έπειτα από χρόνια αναδιάρθρωσης και προκλήσεων όπως η COVID-19. Αυτό οφείλεται κυρίως στη θετική δυναμική των εσόδων σε όλες τις ροές, στον έλεγχο του κόστους παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και στους καθαρότερους ισολογισμούς. Η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων, απ’ ό,τι στις καταθέσεις, έχει συμβάλει στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους μέχρι σήμερα. Ωστόσο, τυχόν περαιτέρω οφέλη θα περιοριστούν λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης. Η συνεχιζόμενη μείωση κινδύνου, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη διαρκή δημιουργία νέων δανείων, συνέβαλαν στη βελτίωση των μετρήσεων ποιότητας του ενεργητικού το 2022. Οι άφθονες, αυξανόμενες και ως επί το πλείστον λεπτομερείς καταθετικές βάσεις τους παρέχουν στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και μέτρια διαφοροποιημένο, μείγμα χρηματοδότησης. Η ρευστότητα ήταν υγιής στο τέλος του 2022 και η κεφαλαιοποίηση βελτιώθηκε μετά την προηγούμενη επίδραση της αποδέσμευσης κινδύνου. Τα κεφαλαιακά αποθέματα είναι επαρκή για την απορρόφηση των μη πραγματοποιηθεισών απωλειών από τίτλους σταθερού εισοδήματος σε αποσβεσμένο κόστος κατά μέσο όρο, σε περίπτωση που αυτά πραγματοποιηθούν λόγω οποιασδήποτε πίεσης χρηματοδότησης και ρευστότητας μετά τα πρόσφατα γεγονότα στις ΗΠΑ και την Ελβετία.

Πέντε οικονομολόγοι στην «Κ»: Ο λογαριασμός της Credit Suisse για τις τράπεζες-2Φωτ: SHUTTERSTOCK

Δεν υπάρχει τραπεζική κρίση στον ορίζοντα

Κόουλ Σμιντ, CEO της Smead Capital Management

Η εύρεση ενός αγοραστή που δημιουργεί τραπεζική σταθερότητα ήταν μια σωστή ενέργεια από την ελβετική κυβέρνηση στην περίπτωση της Credit Suisse, η οποία με την πάροδο του χρόνου θα αντλήσει πολύ περισσότερα έσοδα από φόρους σε σχέση με αυτά που βραχυπρόθεσμα θα χάσει από την υποστήριξη της UBS. Η συμφωνία αυτή κλείνει το κεφάλαιο ενός οργανισμού που διοικήθηκε κάκιστα τα τελευταία 15 χρόνια και παρέχει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία σε μια πολύ πιο ικανή ομάδα και δομή, όπως είναι αυτή της UBS. Δεν υπάρχει τραπεζική κρίση στον ορίζοντα, καθώς οι τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες. Η Ευρώπη χρειάζεται ωστόσο περισσότερη τραπεζική ενοποίηση, με χαρακτηριστικά όπως η ασφάλιση καταθέσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι μεγαλύτερες, πιο κερδοφόρες τράπεζες διαθέτουν ένα φυσικό απόθεμα όταν τα πράγματα πηγαίνουν στραβά. Διορθώνουν προβλήματα με τα κέρδη και όχι με κρατική βοήθεια ή προγράμματα διάσωσης. Η χαμηλή κερδοφορία είναι εκείνη που θέτει τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Πιθανή επιβράδυνση με λιγότερα τραπεζικά δάνεια

Σβεν Γιάρι Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη

Τα τραπεζικά συστήματα της Ευρωζώνης, όπως και του Ηνωμένου Βασιλείου, συνεχίζουν να δείχνουν ανθεκτικά στις βασικές μετρήσεις, παρά την πτώση των τραπεζικών μετοχών και την απότομη διεύρυνση των spreads. Σε ό,τι αφορά τις μακροοικονομικές μετρήσεις μετάδοσης, έχουμε μια ήπια επιδείνωση. 

Επομένως, μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας είναι πιθανό να προέλθει από μια σύσφιγξη του τραπεζικού δανεισμού, ο οποίος ήδη περιορίζεται ως αντίδραση στα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής. Ωστόσο, είναι δύσκολη μια ακριβής πρόβλεψη της αντίδρασης του τραπεζικού δανεισμού στις πιέσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση