
Γράφει η Αλεξάνδρα Σκαράκη
Δουβλίνο, Μάιος 1868. Ενα οργισμένο πλήθος έχει κατακλύσει τον δρόμο έξω από τη ζυθοποιία Γκίνες. Πλακάτ υψωμένα στον αέρα με φράσεις όπως «Είναι θέλημα Θεού» και «Μη μας φέρνεις σε πειρασμό», φωνές και συνθήματα συμπληρώνουν ένα χαοτικό σκηνικό. Μπροστά τους, μια μαριονέτα με το πρόσωπο του Μπέντζαμιν Γκίνες παραδίδεται στις φλόγες — όλα την ίδια μέρα που θάβουν τον προτεστάντη ιδιοκτήτη της επιχείρησης, έναν άνθρωπο που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην πόλη και την Ιστορία.
Δεν κατάφερε, ωστόσο, να κερδίσει την εκτίμηση των Δουβλινέζων: οι φανατικοί προτεστάντες μισούσαν το προϊόν του, οι Φενιανοί τον ίδιο – και η κοινότητα παρακολουθούσε με καχυποψία κάθε του βήμα.
Η ζυθοποιία διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της πόλης. Με τον θάνατο του πρεσβυτέρου το μέλλον της επιχείρησης περνά στα χέρια των τεσσάρων παιδιών του Γκίνες — Αρθουρ (Αντονι Μπόιλ), Εντουαρντ (Λούις Πάρτριτζ), Αν (Εμιλι Φέιρν) και Μπέντζαμιν (Φίον Ο’Σία).
Η νέα σειρά του Στίβεν Νάιτ («Peaky Blinders», «A Thousand Blows»), «House of Guinness» («Ο Οίκος των Γκίνες»), που εξυφαίνεται σε οκτώ επεισόδια, φέρνει στο προσκήνιο την οικογένεια, το χρήμα, την εξέγερση και την εξουσία — όπως δηλώνεται στην πρώτη σκηνή, συνοδευόμενη από τη λεζάντα ότι πρόκειται για μυθοπλασία εμπνευσμένη από αληθινές ιστορίες.
Συγκεκριμένα, το πρότζεκτ φωτίζει τις θρησκευτικές και πολιτικές εντάσεις στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα, την κυριαρχία της προτεσταντικής αριστοκρατίας, τον αγώνα για ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από την Αγγλία, τη θέση της οικογένειας σε μια καθολική κοινωνία, καθώς και τις ταξικές συγκρούσεις, τις συνέπειες του Μεγάλου Λιμού, την άνοδο της βιομηχανοποίησης και τον ρόλο των γυναικών.
Το τηλεοπτικό εγχείρημα του Νάιτ, που είναι διαθέσιμο στο Netflix, φαίνεται να έχει τα πάντα: κορυφαίο καστ, πλούσια φωτογραφία, αριστοτεχνική σκηνοθεσία και μια ιστορία που προβάλλεται ως συνδυασμός «Succession» και «Peaky Blinders». Οπως στο «Succession», έτσι και εδώ πρωταγωνιστούν τέσσερα αδέρφια που κρύβουν μυστικά και συγκρούονται για την εξουσία, με την ιστορία του καθενός να περιπλέκεται όσο περνούν τα επεισόδια, προσθέτοντας ένταση και ενδιαφέρον στην αφήγηση. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος, η σειρά παραπέμπει στο «Peaky Blinders» λόγω της σκοτεινής ατμόσφαιρας, της ιστορικής εποχής και των βίαιων αντιπαραθέσεων που διαπερνούν τις σχέσεις των χαρακτήρων.
Μία ακόμα λεπτομέρεια που θυμίζει τη σειρά του Νάιτ που εκτυλίσσεται στο Μπέρμιγχαμ είναι η μουσική της. Το σάουντρακ περιλαμβάνει από post-punk τραγούδια των Fontaines D.C. και των Kneecap μέχρι ιρλανδικούς φολκ ύμνους και κελτική πανκ, προσδίδοντας εκρηκτική ενέργεια σε κάθε σκηνή.
Καθώς ο Νάιτ πατάει σε μια επιτυχημένη συνταγή του παρελθόντος -η σειρά φέρνει εμφανείς ομοιότητες με το συνολικό του έργο-, η καινούργια παραγωγή κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον και δεν απογοητεύει. Η αργή -σε ορισμένες περιπτώσεις- πλοκή πιθανόν να κουράζει λίγο, όμως με τον τρόπο αυτό «χτίζονται» μεθοδικά οι εξελίξεις.
Το μίσος των Ιρλανδών
Λίγες ώρες μετά την ένταξή της στην ταινιοθήκη του Netflix, η σειρά -που στην Ελλάδα έρχεται τρίτη στη λίστα προτίμησης των συνδρομητών- έτυχε εγκωμιαστικών σχολίων από Αμερικανούς και Βρετανούς κριτικούς. Για παράδειγμα, ο Guardian τη χαρακτήρισε «ακαταμάχητη», το BBC έγραψε ότι «πολλοί θεατές θα τη “ρουφήξουν” με μεγάλη ευχαρίστηση», ενώ οι Los Angeles Times τη θεώρησαν «εξαιρετικά ψυχαγωγική».
Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν και αντιρρήσεις από Ιρλανδούς κριτικούς που τη… μίσησαν για τον τρόπο που παρουσιάζει την ιστορία της χώρας τους, τους διαλόγους, τις ενδυμασίες και τον φωτισμό. Και όλα αυτά, αν και η πλατφόρμα ανακοίνωσε ότι υπήρξε η πρώτη σειρά με ιρλανδικούς υπότιτλους. Σε δημοσίευμά της, η εφημερίδα The Irish Times κατέκρινε τη «στοιχειώδη κατανόηση των εμπειριών της Ιρλανδίας από την αποικιοκρατία» και την «έλλειψη εκτίμησης για το ποιοι ήταν οι Αγγλο-ιρλανδοί και πού εντάσσονταν (ή δεν εντάσσονταν) στην ιρλανδική κοινωνία».
Παράλληλα, η Irish Independent χαρακτήρισε τη σειρά «σοκαριστική», κατηγορώντας την ότι σπαταλά οποιοδήποτε αίσθημα αυθεντικότητας, με τα κλισέ να διαδέχονται το ένα το άλλο με γρήγορο ρυθμό, αφήνοντας πολλές ιστορικές λεπτομέρειες να πάνε χαμένες. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, τα ιστορικά γεγονότα παραποιούνται και οι χαρακτήρες βρίζουν υπερβολικά για να φανούν ρεαλιστικοί.
Σίγουρα, υπάρχουν ορισμένες ατέλειες, αλλά σε γενικές γραμμές το «House of Guinness» είναι γεμάτο ανατρεπτικά γεγονότα, και όποιος απόλαυσε τις προηγούμενες δουλειές του Στίβεν Νάιτ θα βρει το καινούργιο πρότζεκτ ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Η σειρά κρατά ψηλά την αδρεναλίνη και αποδεικνύει γιατί ο δημιουργός της παραμένει master των εποχικών δραμάτων.