ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ο Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από τα δικά του λόγια

«Πρέπει να δημιουργούμε τον εαυτό μας»

Αν κάτι είχε νόημα για τον Διονύση Σαββόπουλο ήταν οι λέξεις. Τις οποίες πάντα έβαζε στην ολόδική του σειρά: συμφωνούσες, διαφωνούσες, τον θαύμαζες, ήταν ένας άνθρωπος που ο λόγος του αναπόφευκτα μετρούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Η απώλειά του είναι ανυπολόγιστη και όσες λέξεις και αν γραφτούν σίγουρα δεν θα καταφέρουν να περικλείσουν ό,τι ήταν ο Σαββόπουλος, που θα εξακολουθεί να υπάρχει όχι μόνο μέσα αλλά και ανάμεσα στις λέξεις. Εδώ συγκεντρώνουμε κάποιες από τις δικές του, όπως τις μοιράστηκε στις σελίδες της «Κ» μέσα στα χρόνια.

«Δεν το πιέζω. Οταν δεν έχω, προτιμώ να μην κάνω τίποτα»

Το 1997 βρήκε τον Σαββόπουλο να κυκλοφορεί το «Ξενοδοχείο», ένα άλμπουμ στο οποίο στράφηκε σε όλα εκείνα τα τραγούδια του «ροκ μέλλοντός μας» και μουσικούς όπως ο Μπομπ Ντίλαν, ο Λου Ριντ, ο Βαν Μόρισον. Εναν δίσκο στον οποίο υπογράμμισε απλά αυτό που έκανε πάντα: να παντρεύει το ροκ με την ηχητική ελληνικότητα. Η «Κ» μπήκε νωρίτερα στο στούντιο για να ακούσει τον δίσκο που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς. «Κλαρίνο στα ροκάδικα;», του απευθύνθηκε σε κάποιο σημείο της κουβέντας τους η Γιώτα Συκκά, για να λάβει την απάντηση: «Φυσικά, και κανονάκι και μπεντίρ και καβάλ και άλλα. Είπαμε, δεν μεταφράζουμε μόνο λόγια. Μεταφράζουμε έναν μουσικό και πνευματικό κόσμο σε έναν άλλο».

Το 1998 ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μιλήσει στην «Κ» και τη Γιώτα Συκκά με αφορμή τις τότε «unplugged» εμφανίσεις του στην Αίγλη στη Θεσσαλονίκη. Στο φύλλο της «Κ» που κυκλοφόρησε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, ημέρα επίσης της 31ης επετείου του γάμου του Σαββόπουλου με την Ασπα, ο μουσικός έλεγε για το κοινό που είκαζε ότι θα τον ακολουθήσει σε αυτό το βήμα: «Ο κύριος κορμός είναι οι συνομήλικοί μου και δίπλα, προστίθενται συνεχώς νεαρές. Ανθρωποι που παρακολουθούν όχι μόνο τα μουσικά πράγματα, αλλά γενικά την ελληνική τέχνη. Ενδιαφέρονται για την αρχιτεκτονική, το θέατρο, τη φωτογραφία».

Σε άλλο σημείο η δημοσιογράφος της «Κ» τον ρωτά: «Στα προγράμματά σας προσπαθείτε πάντα να έχετε μια ιδέα. Εχετε φοβηθεί ποτέ, μήπως υπάρξει εποχή που θα στερέψουν οι ιδέες;». Και εκείνος απαντά: «Μου συμβαίνει να στερεύουν οι ιδέες μου. Τριάντα πέντε χρόνια τραγουδώ, υπήρξαν στιγμές που δεν είχα καμιά ιδέα και καμιά διάθεση να βρω κάποια ιδέα. Και μετά πάλι τσουπ, κάτι εμφανιζόταν. Δεν το πιέζω. Οταν δεν έχω, προτιμώ να μην κάνω τίποτα».

«Είμαι ένας Καζαντζίδης χωρίς φωνή» ήταν ο τίτλος πρωτοσέλιδου του «Τέχνες και Γράμματα» της κυριακάτικης «Κ», στις 3 Νοεμβρίου 2002. Εκείνη τη χρονιά ο Σαββόπουλος είχε στήσει μια μουσική παράσταση στον «Κεραμεικό», μαζί με τον Νίκο Παπάζογλου. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Γιώτα Συκκά είχε πει για το ελληνικό τραγούδι: «Σύσσωμο το ελληνικό τραγούδι προσπαθεί να κάνει κάτι σύγχρονο, στηριγμένο όμως σε παραδοσιακό υλικό. Απ’ αυτή την άποψη και οι ρεμπέτες και οι λαϊκοί και ο Χατζιδάκις έντεχνοι είναι. Και η προσπάθειά τους εναρμονίζεται με την ελληνική κοινωνία που θέλει να γίνει μοντέρνα χωρίς να χάσει τον εαυτό της. Γι’ αυτό κατά βάθος το ελαφρό τραγούδι είναι ακοινώνητο. Εξαρτάται από τις μόδες του εξωτερικού. Δεν μετέχει στις προσπάθειες της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων 70 ετών. Ας είμαστε έντεχνοι. Το λαϊκό και το ρεμπέτικο είναι δικό μας πράμα. Και ο πρώτος που μας έδωσε συνείδηση αυτού του γεγονότος ήταν ο Χατζιδάκις».

Εναν χρόνο αργότερα, ο «δόκτωρ Σαββόπουλος» έγινε επισκέπτης καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ξεκινώντας να διδάσκει μουσική ποιητική. «Βασικά αυτό που έχω να πω είναι πώς διαμορφώνεται το ελληνικό τραγούδι από την εποχή που αρχίζει η μαζική παραγωγή δίσκων. Οταν το κοινό αρχίζει να διαμορφώνει το τραγούδι. Οχι μέσα από τις κοινότητές του, αλλά ως καταναλωτής πια. Αρχίζει και επηρεάζεται από τη διαφήμιση, τις μόδες, ενώ πρώτα ήταν πιο απλή η συμμετοχή του στο γίγνεσθαι του τραγουδιού. […] Τώρα ζούμε μια μεταβατική εποχή του τραγουδιού που ήταν αναπόφευκτο να περάσουμε. Ασφαλώς θα ακολουθήσει κάτι καλύτερο», έλεγε τότε στη Γιώτα Συκκά. Οταν η δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια συμβουλή θα δώσει στους νέους φοιτητές του, εκείνος απάντησε: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δημιουργούμε τον εαυτό μας. Και αυτό δεν γίνεται αν δεν ακούει κανείς τον εσωτερικό του κόσμο».

Το 2009 η δημοσιογράφος τον συνάντησε στο στούντιο, στις πρόβες για κάποιες παραστάσεις αφιερωμένες στο ελαφρύ τραγούδι που τότε ετοίμαζε. Βρισκόμασταν έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, σε ένα έκρυθμο κλίμα. «Τι θα απαντούσατε σε έναν νέο αν υποστήριζε ότι εσείς κάνετε ρετρό ενώ εκείνος διαδηλώνει;». «Και πότε το ρετρό εμπόδιζε τους διαδηλωτές; Ολο κάτι ξεπερασμένα και συχνά αφελή ή κραυγαλέα τραγούδια έχουν στο ρεπερτόριό τους οι διαδηλώσεις της ρουτίνας. Εγώ παραδέχομαι ότι το παραμύθι μου είναι παλιό. Το διηγούμαι όμως με την ελπίδα πως οι νεότεροι θα φτιάξουν το δικό τους παραμύθι, κι εγώ σε κάτι τέτοια ήμουν πάντοτε καλός ακροατής».

«Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει»

Το 2016, ο μουσικοσυνθέτης είχε μιλήσει στην «Κ» και τη Μάρω Βασιλειάδου. Αναφερόμενος στη γενιά του είχε πει χαρακτηριστικά: «Ημασταν τυχεροί επειδή γεννηθήκαμε στα μέσα του 20ού αιώνα, και προλάβαμε να γνωρίσουμε το παραδοσιακό από τους γονείς μας αλλά και το μοντέρνο που εμφανίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οσοι γεννηθήκαμε εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, είμαστε κατά κάποιο τρόπο ο άξονας της ζυγαριάς. Από τη μια μεριά ήταν οι παλιοί, το κατεστημένο, από το άλλο οι νέοι και η αντίδραση. Κι εμείς στη μέση, οι ισορροπιστές. Το είχα πει και παλιότερα, εμείς του ’60 οι εκδρομείς είμαστε δίψυχοι: συντηρητικής ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς ανατρεπτικής».

Για τον τρόπο που έγραφε τραγούδια, είχε πει: «Οταν ήμουν νέος ήταν απλό, περπατούσα από την Κυψέλη στην Πλάκα και είχα το τραγουδάκι. Μια εικόνα αναδύεται από μέσα σου κι είναι ευχάριστο να την επεξεργαστείς γιατί έτσι πλουτίζει η ψυχή σου και νοηματοδοτεί τα πράγματα. Αλλά μεγαλώνοντας την πας όλο και πιο μακριά τη βαλίτσα. Είναι σαν να κάνεις ψυχανάλυση επί 24ώρου βάσεως, κάθε μέρα. Κουράστηκα, μεγάλωσα, δεν έχω πια κέφι για τέτοια».

Επιπλέον, σημείωνε πως «όταν γράφεις είσαι δύο. Ο ένας είναι αυτός που γράφει, και ο άλλος αυτός που το ακούει. Λοιπόν γράφεις κάτι, τελειώνει η μέρα, λες καλό είναι. Την άλλη μέρα ξυπνάς και λες “Τι χάλια είναι αυτά;”, διότι μιλάει αυτός που ακούει. Οπότε ξαναπιάνει ο συντάκτης να διορθώνει. Την άλλη μέρα ξαναπιάνει ο ακροατής, “Δεν είναι καλό”, λέει. Είναι σαν να τραβούν ένα σκοινί, διελκυστίνδα, και ο ένας παίρνει τον άλλο εναλλάξ. Μέχρι που κάποια στιγμή βάζουν ακριβώς την ίδια δύναμη. Και το σκοινί ακινητεί. Το τραγούδι είναι έτοιμο».

Τον Ιούνιο του 2024, ο Διονύσης Σαββόπουλος έδωσε μία από τις τελευταίες μεγάλες του συνεντεύξεις στη Μαρία Κατσουνάκη, με αφορμή τις παραστάσεις του στο Ηρώδειο «Η δική μας Μεταπολίτευση». Μίλησε για τη σύγχρονη πολιτική, τη γενιά της Μεταπολίτευσης και αναπόφευκτα για τη δημιουργία και τον χρόνο:

– Από πού αντλείτε αντοχές; Φέτος συμπληρώνετε τα 80.

– Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει.

– Και πώς το διατηρείτε «παιδί» και δεν μεγαλώνει;

– Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει. Για πολλά χρόνια μάλιστα, όχι τώρα πια, όταν πήγαινα το πρωί να πλυθώ έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη 7 χρόνων. Ξαφνικά σταμάτησα να τον βλέπω και αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός στον καθρέφτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση