ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Και το μακρύ και το κοντό τους!

Είδαμε τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» του ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Οι «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου είναι μια ιστορία που αφορά μία ξεχασμένη βεντέτα, η οποία αναβίωσε, και που πρέπει να συνεχιστεί από δύο άκακους καθημερινούς ανθρώπους, με ηθικούς αυτουργούς ωστόσο δύο ανθρώπους της παλιάς γενιάς, αυτής της γενιάς που οι αξίες της περιστρέφονται γύρω από την έννοια της τιμής, που πρέπει να προφυλαχτεί πάση θυσία, που όμως οι ίδιοι δεν μπορούν να εκτελέσουν... άρα οι νεότεροι και αθώοι του αίματος θα πρέπει να αναλάβουν δράση, με κάθε τρόπο! Αυτή τη συνήθεια ο Παναγιώτης Λάρκου θέλησε να τη διακωμωδήσει, να δείξει ότι τέτοιου είδους ήθη πλέον δεν χωράνε στην κοινωνία μας, όπως δεν χωράει και ο διχασμός και η μνησικακία, γιατί στο τέλος της ημέρας το άδικο πλήττει δίκαιους και άδικους.

Οι «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» του ΘΟΚ, λοιπόν, σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Λάρκου, έφεραν στο προσκήνιο αυτή την ιστορία, με τον σκηνοθέτη να καταφέρνει σχεδόν να γελοιοποιήσει τη βία, να δείξει ότι η ζωή και οι χαρές της είναι πολύ σημαντικότερες από την ομηρία του διχασμού και της μνησικακίας. Και σε αυτό βοήθησαν και τα κοστούμια του Εδουάρδου Γεωργίου, ο οποίος είχε και την ευθύνη των σκηνικών, και η μουσική του Δημήτρη Σπύρου. Η ισχύς εν τη ενώσει!

Σε αυτό το παιχνίδι μεταφοράς της ηθικής υποχρέωσης ο Παναγιώτης Λάρκου ισορρόπησε με μαεστρία, παίρνοντας ένα κείμενο περασμένων συγγραφικών ηθών και χωρίς να το αποδομήσει, το διασκεύασε για να το φέρει στο σήμερα, σπάζοντας την αυστηρότητα της έννοιας της βεντέτας.

Οι Βασίλης Χαραλάμπους και Άγγελος Χατζημιχαήλ, ως Στέλιος Κοντογιώργης και Θωμάς Μακρυκώστας αντίστοιχα, έδεσαν, έπαιξαν τα φοβισμένα ανθρωπάκια, αλλά όχι τα μίζερα ανθρωπάρια. Ουδεμία ανισορροπία στο παίξιμό τους στην από κοινού παρουσία τους επί σκηνής, πράγμα πολύ σημαντικό. Άψογοι, μακριά από δοκιμασμένες υποκριτικές συνταγές, που θαρρώ πως εύκολα θα μπορούσαν να είχαν επιστρατεύσει... αν ξεπερνούσαν φυσικά τον σκηνοθετικό σκόπελο.

Οι δε παρ’ όλιγον ηθικοί αυτουργοί, ο Βασίλης Βασιλάκης ως θείος και η Ηλιάνα Κάκουρα ως θεία, λειτούργησαν πολύ σωστά ως οι άνθρωποι που θέλουν, αλλά δεν δύνανται... Αληθινές και ενίοτε υπερβατικές οι ερμηνείες από τον Βασιλάκη και την Κάκουρα, χωρίς καμία υπερβολή και προσπάθεια εκμαίευσης γέλιου, παρά τη σουρεαλιστική, αν θέλετε, παρουσία τους.

Πολύ καλός και ο Πέτρος Γιωρκάτζης, ο κ. Περδικούλης, «σιεροκουτάλα» κανονική... πόσους τέτοιους χαρακτήρες δεν συναντάμε κάθε μέρα; Ο Μιχάλης Μουστάκας ως αστυνομικός, ο Μιχάλης Καζάκας ως καφετζής και εις διπλούν υπάλληλος του ξενοδοχείου, η εργαζόμενη στο εμποροραφείο και καμαριέρα, Νάγια Τ. Καρακώστα και τρελός της πόλης Ονησίφορος Ονησιφόρου κατάφεραν να κρατήσουν με το παίξιμό τους και την ενέργειά τους την παράσταση στο σωστό τέμπο. Θα πρέπει να σημειώσω πως ένα σημαντικό επίτευγμα του Λάρκου στη συγκεκριμένη παράσταση είναι ότι δεν δούλεψε κανέναν ηθοποιό ως έχοντα/έχουσα δεύτερο/δευτερεύοντα ρόλο, όλοι οι χαρακτήρες είχαν το δικό τους ειδικό βάρος και προσέδιδαν στο τελικό αποτέλεσμα εκείνη τη θεατρική τζούρα αλατιού, που δίνει ισορροπία στη γεύση, ας μου επιτραπεί η έκφραση

Γενικά, οι ηθοποιοί της παράστασης, ο καθένας με τη δική του θεατρική παρουσία, έδεσαν μεταξύ τους. Ευτυχώς, δεν είδα παιξίματα που θα μου θύμιζαν την παλιά ελληνική ταινία, και χαίρομαι που η σκηνοθεσία του Παναγιώτη Λάρκου έδωσε περίσσιο χρώμα στην ασπρόμαυρη κωμωδία που πολλοί από εμάς είχαν στο μυαλό τους. Εξαιρετικά τα ευρήματα για την αλλαγή σκηνικού, και η ειρωνεία του θανάτου...

Η παράσταση που έφτιαξε ο Λάρκου, τη συμπράξει των συνεργατών του στη χορογραφία- κίνηση, της Άννης Χούρη, στη μουσική σύνθεση-διασκευές Δημήτρη Σπύρου, στα φώτα του Γεώργιου Κουκουμά και στα σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου, με βοηθό σκηνογράφο-ενδυματολόγο την Ελένη Ιωάννου, δημιούργησε μια δροσερή, βιμπράτη παράσταση, η οποία πετυχαίνει τον στόχο της, να κάνει τον θεατή να γελάσει και γιατί όχι να καταλάβει πως το γινάτι βγάζει μάτι και πως καμιά φορά και ο Τύπος βάζει φωτιές. Σημαντικό εν γένει στοιχείο της σκηνοθεσίας του Παναγιώτη Λάρκου είναι ο ρυθμός που καταφέρνει να έχει στις δουλειές του, ένας ρυθμός που δημιουργεί στον θεατή μια ανεπαίσθητη δόνηση και δεν τον αφήνει να παρασυρθεί από εξωθεατρικούς παράγοντες.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση