ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τάβλι στο χωριό

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

Κυριακή πρωί, λίγο μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και στον καφενέ του μικρού ορεινού χωριού, στήθηκε ένα πραγματικό γλέντι, ένα συμπόσιο στη μνήμη των τεθνεώτων. Μια συνήθεια η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων και καταγράφεται από αρχαίους συγγραφείς. Ζιβανία, κρασί, καφέδες, ταχινόπιττες, ελιόπιττες, τυρόπιττες, ριζόγαλα, φρούτα εποχής και πολλά γλυκίσματα. Όλα προσφορά των συνδαιτυμόνων του πνευματικού συμποσίου της πίστεως, το οποίο ενώνει μυστικά τους ζώντες με τους κεκοιμημένους, τους ανθρώπους με τον Θεό και τελικά κατεβάζει για λίγες στιγμούλες τον παράδεισο στη γη. Σιγανά και ταπεινά, όλα αυτά τα μικρά και άσημα αποτελούν το καλύτερο αντίδοτο στη θλίψη και την κατάθλιψη, αφού το φαγητό και η καλή παρέα «έξω βάλλουν» την καταραμένη μοναξιά και τη δαιμονιώδη θλίψη.

Σε μια γωνιά του καφενέ, οι παλιοί καλοί φίλοι το έριξαν στο τάβλι, με βραβείο, ένα λίζο, ένα λουκούμι. Πειράγματα, γέλια και φωνές, με τις αναμνήσεις να στροβιλίζονται, μόνο στα καλά και ωραία. Λίγο πιο κάτω, οι καλές γυναίκες του χωριού θυμήθηκαν το παλιό και ωραίο παρελθόν και δεν σταματούσαν το γέλιο. Τόσο απλά, τόσο χαρούμενα και τόσο όμορφα. Τελικά πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος για να βρει την αληθινή χαρά.

Έλα όμως που η ζωή δεν είναι πάντα αγγελικά πλασμένη. Οι πολλές κουβέντες έφεραν στην επιφάνεια, πάθη και μικρότητες, ακόμη και ξεχασμένα εγκλήματα. Σχεδόν όλα τα δράματα, ξεκινούσαν από κτηματικές διαφορές και τέλειωναν με ανεκπλήρωτους έρωτες. Πριν από μερικά χρόνια, αρκούσε με ένα φαρμακερό βλέμμα στον καφενέ και η φοβερή τιμωρία της απόρριψης, οδηγούσε σε εξορία από το χωριό. Με τη συνδρομή και της σπιτικής ζιβανίας άνοιξαν τα στόματα και μεταξύ εξομολογήσεων και κατακρίσεων, βγήκαν πολλές πικρές αλήθειες στη φόρα. Τα χρόνια πέρασαν και ο θάνατος ο οποίος εγγίζει, δεν άφησε πολλά περιθώρια για να παραμείνουν στο σκοτάδι, πολλά ανομολόγητα μυστικά και πάθη. Οι χρόνιες ενοχές, ο φόβος του τέλους, η ανάγκη για εξιλέωση και η ελπίδα για λύτρωση, φώτισε πολλές σκοτεινές ψυχές, οι οποίες πλέον ήταν λουσμένες με το φως της ημέρας.

Η ζωή μας είναι τελικά, μια παρτίδα τάβλι, έλεγε ένας σοφός γεροντάκος, ο οποίος δεν έσβηνε το τσιγάρο και δεν σταματούσε να πίνει σφηνάκια με ζιβανίες. Ξεκινούμε με τη σιγουριά της νίκης, απολαμβάνουμε την αδρεναλίνη της μάχης και ανεβοκατεβαίνουμε από τυχερές και άτυχες ζαριές. Αν στο τέλος της ημέρας νικήσουμε, θα απολαύσουμε τον λίζο. Αν πάλι χάσουμε, πάλι κερδισμένοι είμαστε, αφού απολαύσαμε το παιχνίδι. Μήπως και ο μέγιστος των ποιητών ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αυτά άκουε εκεί στην πολύβουη Αλεξάνδρεια και έγραψε την αιώνια «Ιθάκη».

Το πρωινό συμπόσιο δεν τέλειωσε ποτέ, αφού ήρθε και κόλλησε με το μεσημεριανό γεύμα. Το ψητό της Κυριακής, με τις φρέσκες σαλάτες, συνοδευόμενο από καλό σπιτικό κρασί και ζιβανία. Τόσο λιτά, αλλά και τόσο σπουδαία. Καμία «γκουρμεδιά» κανένα πανάκριβο φαγητό, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το φαγητό της μαμάς, με το συμπόσιο της αγάπης. Οι κουβέντες ατέλειωτες, τα γέλια σπαρταριστά και οι ψυχές αγάλλονταν. Ακολούθησαν οι μελωμένες πισίες, τα συγκλονιστικά δάκτυλα των κυριών και το ξεχωριστό γαλατομπούρεκο. Όλα κινούνταν στη σφαίρα της χαράς, χωρίς κρίσεις και κατακρίσεις, χωρίς το δαιμονικό γιατί και χωρίς τα πονηρά βλέμματα, τα οποία σπάζουν κόκκαλα και ψυχές.

Αποκορύφωμα του συμποσίου οι ψαλμωδίες, ο χορός και το τραγούδι. Πρώτα το απολυτίκιο της Εκκλησίας του χωριού και μετά τα λαϊκά άσματα, χωρίς μουσικά όργανα και χωρίς την έγνοια της παραφωνίας. Οι χοροί και τα πειράγματα εναλλάσσονταν μεταξύ ζιβανίας και κρασιού. Τα αγαπημένα τραγούδια των κεκοιμημένων ήρθαν στο προσκήνιο, χωρίς δάκρυα και κλάμα, αλλά με μια μυστική βεβαιότητα ότι όλοι ήταν παρόντες, ζώντες και νεκροί, στο συμπόσιο της χαράς. Τραγουδήθηκαν και οι διαχρονικοί στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου: «δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα»… χωρίς κανείς να επιχειρεί συγκρίσεις με τις ερμηνείες του Καζαντζίδη και της Μαρινέλας.

Σε όλο αυτό το γλέντι, απουσίαζαν το facebook, το twitter, το instagram και το tik tok, χωρίς να λείπουν τα παιδιά. Αλλά δεν υπήρχε καμία ανάγκη για καταφυγή στη «φρικτή» οθόνη του κινητού. Ο καθαρός αέρας του βουνού, οι «καθαρές» ψυχές, οι ατέλειωτες κουβέντες και η αληθινή επικοινωνία, υπερκάλυψαν κάθε ανάγκη για ψεύτικη παρηγοριά. Τελικά η πραγματική ευτυχία βρίσκεται στα μάτια που γελούν, στο πρόσωπο που λάμπει, στον λόγο που ειρηνεύει και στις βασανισμένες ψυχές, οι οποίες ακτινοβολούν μυστικά την υπερκόσμια χαρά.

 

kaparispan@yahoo.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση