
Αλεξάνδρα Βουδούρη, Γιάννης Παλαιολόγος
Συμφωνία ή συνθηκολόγηση; Αυτό που σίγουρα ακολούθησε τη χειραψία μεταξύ της προέδρου της Κομισιόν και του Αμερικανού προέδρου την περασμένη Κυριακή ήταν μια «σύγκρουση αφηγημάτων», αλλά και η έναρξη ενός ακόμη γύρου διαπραγματεύσεων για το τελικό, κοινό κείμενο της πολιτικής «συνεννόησης» μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ, που «φρέναρε» την επιβολή από την 1η Αυγούστου δυσθεώρητων δασμών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές ύψους 30%.
Την επομένη, κιόλας, της συνάντησης της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, στο Τάρνμπερι της Σκωτίας, διαμορφώθηκαν δύο «στρατόπεδα» εντός της Ε.Ε.
Εκείνοι που κάνουν λόγο για «υποταγή» των Βρυξελλών έναντι των αμερικανικώνγι δασμών ύψους 15% για την πλειονότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών, με αρκετά αμφιλεγόμενες δεσμεύσεις της Κομισιόν για επενδύσεις εκ μέρους της Ε.Ε. ύψους 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ και εξαγοράς αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων, συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων εντός τριετίας.
Εστιάζουν την προσοχή τους, επίσης, στην έλλειψη στρατηγικής «αντιποίνων», ως «εργαλείου» πίεσης έναντι του Τραμπ και κυρίως στα μηδενικά «ανταλλάγματα» εκ μέρους του. Την οργή τους, άλλωστε, πυροδότησαν οι ενθουσιώδεις δηλώσεις του ότι «αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη συμφωνία που έχει επιτευχθεί ποτέ».
Το έτερο «στρατόπεδο» θεωρεί ότι η Κομισιόν είναι ο «κρυφός» νικητής στο ιδιότυπο «μπρα ντε φερ» με τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. «Με την πλάτη στον τοίχο, πέτυχε την καλύτερη δυνατή συμφωνία», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος με γνώση των συνομιλιών που διεξήχθησαν. Τονίζει, εξάλλου, ότι προσφέρθηκαν στον Τραμπ με έξυπνο τρόπο επενδύσεις που μάλλον δεν θα επιτευχθούν ποτέ, κολακεύθηκε το «εγώ» του, ενώ η Ε.Ε. δέχθηκε υποφαινόμενη ταπείνωση, ώστε να παραμείνει ο Αμερικανός πρόεδρος στο πλευρό της Ουκρανίας.
Διαχείριση ζημιών
Αρκετές ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε η «Κ» ανέφεραν ότι επετεύχθη η λιγότερο επώδυνη συμφωνία, καθώς η Ε.Ε εκκινούσε ούτως ή άλλως από θέση αδυναμίας υπό τις διαρκείς απειλές για δυσθεώρητους δασμούς. «Επρόκειτο για μια συμφωνία διαχείρισης ζημιών, μεσο-μακροπρόθεσμα», αναφέρει ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή. Με αυτήν την «ανάγνωση» συμφωνούν, κυρίως, το Βερολίνο και η Ρώμη, που εξαρχής δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσει η Κομισιόν «εργαλεία» που είχε στη διάθεσή της, ενώ οι Φρίντριχ Μερτς και Τζόρτζια Μελόνι εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, κυρίως επειδή εξασφαλίζει «σταθερότητα και βεβαιότητα» για το επενδυτικό περιβάλλον και βασικά για τις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, με δασμούς που μειώνονται από 27,5% σε 15%.
Στον αντίποδα βρίσκονται το Παρίσι, το Δουβλίνο και η Μαδρίτη, που εξαρχής ήθελαν πιο δυναμική τακτική με χρήση ακόμη και απειλών στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Εκείνο που, πάντως, φαίνεται να ανησυχεί τον Γάλλο πρόεδρο είναι ότι η ιστορία μάλλον «δεν έχει τελειώσει», ενώ σίγουρα αποδυναμώνει τον στρατηγικό στόχο της Ε.Ε. –τουλάχιστον, όπως τον οραματίζεται– της στρατηγικής αυτονομίας.
Στη «σκιά» αυτής της πολιτικής συμφωνίας, ποιο είναι το μέλλον των ευρω-ατλαντικών σχέσεων;
Για τον Αλμπέρτο Αλεμάνο, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου στο HEC στο Παρίσι, η συμφωνία αντανακλά την «υποταγή» της Ευρώπης και «ενισχύει την εξάρτηση της ηπείρου από την αμερικανική δύναμη», ενώ εξηγεί ότι «για δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές χώρες αποτύγχαναν ως προς τους στόχους των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ και εμφανίζονταν πρόθυμες να βρεθούν κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ. Τώρα, το ίδιο συνέβη και στο οικονομικό πεδίο, όπου η Ε.Ε. αναδεικνύεται αδύναμη να συγκεντρώσει το συλλογικό της βάρος έναντι των τακτικών πίεσης του Τραμπ». Για τον ίδιο, «η επικύρωση της συναλλακτικής πολιτικής του Τραμπ εκ μέρους της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένου του δηλωμένου στόχου για στρατηγική αυτονομία».
«Κενό» μεταξύ της επιδίωξης της Ε.Ε. να παίξει ισχυρό ρόλο ως γεωπολιτικός παράγων και της πραγματικότητας διαπιστώνει η Τζεζίν Βέμπερ, μέλος της ομάδας γεωστρατηγικής του German Marshall Fund. «Εκτιμώ ότι πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση σε ποιο βαθμό η Ε.Ε. μπορεί να αποτελεί γεωπολιτικό παράγοντα, με δεδομένο ότι στο εμπόριο έχει τη δυνατότητα και τα εργαλεία να διαπραγματευθεί. Τελικά, δεν χρησιμοποίησε τα μέσα πίεσης που διαθέτει».
Επί της ουσίας, η Βέμπερ θεωρεί ότι η Ε.Ε., αποδεχόμενη τους όρους του Τραμπ και χωρίς ανταλλάγματα, έδωσε «πάτημα» στην Ουάσιγκτον να θεωρεί εργαλείο τον «εξαναγκασμό». «Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τη συμφωνία. Και νομίζω ότι πλέον ενθαρρύνεται η Ουάσιγκτον να κάνει το ίδιο και σε άλλους τομείς πολιτικής, ιδιαίτερα για εκείνους όπου δεν ευθυγραμμίζεται με τις Βρυξέλλες. Ενα παράδειγμα μπορεί να είναι η Κίνα, υπάρχει ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να πιέσουν την Ε.Ε να ακολουθήσει την προσέγγισή τους σε ό,τι αφορά το Πεκίνο». «Ο εκβιασμός άλλωστε πέτυχε, γιατί να μην επαναληφθεί;».
Εκπρόσωποι της Κομισιόν αδυνατούν να εξηγήσουν τις συνέπειες της συμφωνίας, ειδικά όταν ερωτώνται για την αναξιοπιστία της Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά άλλες συμφωνίες, όπως εκείνη του Παρισιού για το κλίμα. Επιμένουν απλώς στο αφήγημα ότι εναλλακτική της συμφωνίας του Τάρνμπερι θα ήταν επιβολή δασμών 30% και ένας πόλεμος συνεχιζόμενων αντιποίνων, τον οποίο τα κράτη-μέλη θεωρούσαν «απολύτως έσχατη λύση».
Οι «δημιουργικές ασάφειες» και ο νόμος του Τσώρτσιλ
Πρώτα ήταν η σύνοδος του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου, με τη συμφωνία για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο δυσθεώρητο 5% του ΑΕΠ ώς το 2032 και τις αμετροεπείς κολακείες του γενικού γραμματέα της Συμμαχίας. Λίγες εβδομάδες αργότερα, την περασμένη Κυριακή, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ταξίδεψε στη Σκωτία και κατέληξε σε συμφωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ για την αποτροπή ενός μεγάλης κλίμακας εμπορικού πολέμου μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών.
Για πολλούς αναλυτές, αλλά και για τον Γάλλο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού, οι όροι της συμφωνίας ήταν μία στιγμή ταπείνωσης για την Ευρώπη. Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της γαλλικής υποκρισίας (η Κομισιόν δεν πήρε τις αποφάσεις της μόνη της και το Παρίσι ήταν παίκτης-κλειδί στις διαπραγματεύσεις), έχουν ήδη προκύψει δύο σχολές σκέψης σχετικά με το καλοκαίρι του κατευνασμού του Τραμπ.
Εκφραστής της πρώτης είναι, μεταξύ άλλων, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, καθηγητής στο MIT και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Γράφοντας την περασμένη Κυριακή στο X, ο Μπλανσάρ αναφέρθηκε σε μία «εντελώς άνιση “συμφωνία” μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε.», που αποτελεί «ήττα» για την Ενωση. «Οταν επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας, οι αδύναμοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν τη μοίρα τους», σημείωσε ο Μπλανσάρ.
Μιλώντας στην «Κ», ο Ρόμπιν Νίμπλετ, distinguished fellow και πρώην διευθυντής επί σειράν ετών του Chatham House, εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι «πέτυχαν το καλύτερο δυνατό από μία θέση αδυναμίας». Σημειώνει, επιπλέον, ότι «οι πολιτικές κατευνασμού του Τραμπ δεν θα κάνουν κακό στην Ευρώπη». Στην περίπτωση της αύξησης αμυντικών δαπανών, «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν την πίεση του Τραμπ για να κάνουν κάτι που ήθελαν, αλλά που διαφορετικά δεν θα είχαν την πολιτική δυναμική να προωθήσουν», ώστε να αντιμετωπίσουν την απειλή της Ρωσίας.
Σχετικά με την εμπορική συμφωνία, σημειώνει ότι «μάλλον δεν θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία· ίσως μάλιστα να έχει θετική επίδραση». Οι δασμοί 15% «θα είναι διαχειρίσιμοι από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και θα επιβαρύνουν κυρίως τους Αμερικανούς εισαγωγείς και τους καταναλωτές». Αναφέρει, επίσης, ότι «οι πολύ χαμηλοί ή μηδενικοί δασμοί για εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων σε τομείς όπου οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν είναι ανταγωνιστικές σημαίνει χαμηλότερες τιμές για βασικά προϊόντα που χρειάζεται η ευρωπαϊκή βιομηχανία». Επιπλέον, η Ε.Ε. «δεν έκανε συμβιβασμούς σε ρυθμιστικά θέματα, όπως έκαναν οι Ιάπωνες με τα στάνταρ για τα αυτοκίνητα, ούτε στο ζήτημα του ΦΠΑ».
Ο κίνδυνος για την Ευρώπη, σύμφωνα με τον Νίμπλετ, συνδέεται με τα σημεία της συμφωνίας που έχουν παραμείνει ανοιχτά, αλλά και με το γεγονός ότι ο Τραμπ μπορεί να επικαλεστεί τις εν εξελίξει έρευνες στο πλαίσιο της διάταξης 232 περί εθνικής ασφάλειας στους τομείς της φαρμακοβιομηχανίας και της αεροναυπηγικής για να ανοίξει θέματα που θεωρητικά έχουν κλείσει. «Ο Τραμπ δεν σταματά ποτέ να διαπραγματεύεται, όπως ανακάλυψαν οι Βρετανοί», σημειώνει. «Ακόμα περιμένουν τις μειώσεις στους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο επί των οποίων νόμιζαν ότι είχαν συμφωνήσει πριν από δύο μήνες!».
Λογαριασμός δεκαετιών
Από την πλευρά του, ο Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ, senior fellow στο Bruegel, σε επικοινωνία που είχαμε, θέτει το ευρύτερο πλαίσιο: «Η εμπορική συμφωνία δείχνει ότι η Ε.Ε. –έχοντας παραμελήσει την αμυντική της ικανότητα εδώ και δεκαετίες και αντιμέτωπη με μία νεο-ιμπεριαλιστική Ρωσία στα ανατολικά– πρέπει, ενώ επανεξοπλίζεται, να εξευμενίσει τη χώρα που εγγυάται την ασφάλειά της. Το κόστος της ανάγκης αυτής φάνηκε τόσο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ όσο και με τους όρους που συμφωνήθηκαν στη Σκωτία».
Σύμφωνα με τον Δανό αναλυτή, «ήταν κακή τύχη για την Ε.Ε. να έχει τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο στα χρόνια της πιο έντονης στρατιωτικής της εξάρτησης. Σε τελική ανάλυση, η Φον ντερ Λάιεν αναγκάστηκε να πληρώσει τον λογαριασμό δεκαετιών που συσσώρευσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες απολαμβάνοντας το μέρισμα ειρήνης».
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ φέρεται να είχε σχολιάσει τη συμφωνία του Μονάχου το 1938 λέγοντας ότι ήταν μία επιλογή μεταξύ πολέμου και ατίμωσης, και ότι η επιλογή της ατίμωσης δεν θα απέτρεπε τον πόλεμο. Ο Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ βλέπει κάτι αντίστοιχο στην προσπάθεια κατευνασμού του Αμερικανού προέδρου.
«Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτή τη συμφωνία που να περιορίζει τον Τραμπ», λέει στην «Κ». «Δεν γνωρίζουμε καν αν και οι δύο πλευρές συμφωνούν όσον αφορά το τι συμφωνήθηκε – δείτε τις αποκλίσεις στα ενημερωτικά δελτία που δημοσιεύθηκαν. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η αποφυγή δασμών 30% τώρα ισοδυναμεί με σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Με τον Τραμπ όλα είναι πάντα προς διαπραγμάτευση».