
Kathimerini.gr
Τίμοθι Γκάρτον Ας
Η Ευρώπη διανύει τα πρώτα χρόνια μιας νέας εποχής. Η ήπειρος βιώνει σήμερα μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο Ευρώπες: τη φιλελεύθερη και την αντιφιλελεύθερη, τη διεθνιστική και την εθνικιστική, την Ευρώπη της ολοκλήρωσης και την Ευρώπη της αποσύνθεσης. Το ποια θα επικρατήσει θα εξαρτηθεί από τη δύναμη και την ικανότητα των εθνικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και από εξωτερικές εξελίξεις πάνω στις οποίες οι Ευρωπαίοι έχουν ελάχιστο ή και καθόλου έλεγχο.
Αυτή η νέα περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας — που ακόμη δεν έχει ονοματιστεί — ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, με την πλήρους κλίμακας εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία. Η απαρχή μιας ιστορικής περιόδου, όπως και μιας ρομαντικής σχέσης, είναι καθοριστική. Κατά τα πρώτα επτά χρόνια μετά το 1945, η Δύση, υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, θεμελίωσε τους περισσότερους από τους βασικούς διεθνείς θεσμούς που υπάρχουν έως και σήμερα, συμπεριλαμβανομένων του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που ιδρύθηκε το 1952, αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στα πρώτα επτά χρόνια μετά το 1989, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν ουσιαστικά να επεκτείνουν την υφιστάμενη ευρωατλαντική τάξη — συμπεριλαμβανομένων του ΝΑΤΟ και μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας η οποία ενισχύθηκε ώστε να εξελιχθεί στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση— στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ηπείρου.
Οι δύο αλληλεπικαλυπτόμενες περίοδοι, κατά τις οποίες αυτή η τάξη πραγμάτων διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε, αλλά στη συνέχεια άρχισε να διαβρώνεται — η μεταπολεμική (μετά το 1945) και η περίοδος μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (στις 9 Νοεμβρίου 1989) — έφτασαν ταυτόχρονα σε ένα απότομο και δραματικό τέλος με την έναρξη του πλήρους κλίμακας πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2022. Οι θεσμοί εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά το πλαίσιο έχει αλλάξει. Βρισκόμαστε πλέον στο τέταρτο έτος αυτής της νέας εποχής — το αντίστοιχο, αν θέλετε, του 1949 για τη μεταπολεμική περίοδο και του 1993 για την περίοδο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Η λέξη Zeitenwende, που καθιερώθηκε στην αγγλική γλώσσα από τον τότε Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς σε ομιλία του στην Μπούντεσταγκ, στις 27 Φεβρουαρίου 2022, μεταφράζεται συχνά ως «σημείο καμπής». Το ζήτημα, όμως, είναι ότι δεν πρόκειται για σημείο. Η μετάβαση από τη μία εποχή στην άλλη μπορεί να πυροδοτηθεί από ένα δραματικό γεγονός μέσα σε μία και μόνο ημέρα, αλλά απαιτούνται χρόνια για να διαμορφωθεί και να αναγνωριστεί ο χαρακτήρας της νέας εποχής — και ακόμη περισσότερα για να αποκτήσει ένα όνομα με διάρκεια στον χρόνο. Θέλετε να ξέρετε τι απέγινε τελικά η Zeitenwende; Ραντεβού το 2029.
Το κλισέ περί «μηνύματος αφύπνισης» έχει προκαλέσει την πνευματώδη παρατήρηση ότι κάποιος μπορεί να ξυπνήσει, αλλά να μη σηκωθεί από το κρεβάτι. Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν πολύ να δείξουν ότι δεν έχουν απλώς ξυπνήσει, αλλά έχουν πεταχτεί από το κρεβάτι, έχουν πιει στα γρήγορα ένα διπλό εσπρέσο και είναι πλέον έτοιμοι να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της Ιστορίας. Η αλήθεια όμως είναι πως για να φτάσουν ως εδώ, χρειάστηκε να προηγηθούν τρία μεγάλα εξωτερικά σοκ.
Θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε, εν συντομία, «σοκ Πούτιν», «σοκ Σι» και «σοκ Τραμπ». Τα πρόσωπα παίζουν ρόλο στην Ιστορία. Ο χαρακτήρας καθώς και οι απόψεις του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ και του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχουν επηρεάσει ουσιαστικά τις εξελίξεις. Ωστόσο, πίσω από κάθε όνομα κρύβονται πολύ μεγαλύτερες εξελίξεις.
Στο άμεσο μέλλον, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ρεβανσιστική Ρωσία, αποφασισμένη να ανακτήσει τον ουσιαστικό έλεγχο όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους της πρώην αυτοκρατορίας της. Η σημερινή Ρωσία διαθέτει μια πολεμική οικονομία, με τις επίσημες αμυντικές δαπάνες της να ανέρχονται σε περίπου 7% του ΑΕΠ, μια στρατιωτικοποιημένη κοινωνία και ένα κυρίαρχο αφήγημα περί πολιτισμικής σύγκρουσης με τη Δύση. Ήδη διεξάγει έναν υβριδικό πόλεμο κατά της Ευρώπης, επιστρατεύοντας μέσα όπως σαμποτάζ, εμπρησμούς, κυβερνοεπιθέσεις και μαζική παραπληροφόρηση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Πούτιν έχει έναν ισχυρό σύμμαχο: την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ. Όμως δεν είναι μόνο η Κίνα που συνεχίζει πρόθυμα να συνεργάζεται με τη Ρωσία, παρότι εκείνη διεξάγει έναν βίαιο νεοαποικιακό πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Το ίδιο ισχύει για πολλές ακόμη μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις, όπως η Ινδία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, οι χώρες αυτές διαθέτουν τον πλούτο και τη δύναμη να λειτουργούν ως αντίβαρο στη Δύση. Πέρυσι, οι συνολικές οικονομίες των χωρών BRICS ξεπέρασαν το 50% του μεγέθους της G7 σε ονομαστικούς όρους δολαρίου, ενώ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, υπερτερούσαν κατά περίπου 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε σαφές στους Ευρωπαίους ότι ζουν ήδη σε έναν μεταδυτικό κόσμο.
Ωστόσο, το σοκ που τελικά ξύπνησε τους Ευρωπαίους ηγέτες και τους έκανε να τρέξουν στις εσπρεσιέρες τους, δεν ήρθε από την Ανατολή, ούτε από τον Νότο, αλλά από τη Δύση. Όπως και στις προηγούμενες δύο περιπτώσεις, το σοκ Τραμπ δεν αφορά μόνο το πρόσωπο του ηγέτη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα, βλέπουμε μια σταθερή τάση των ΗΠΑ να υποβαθμίζουν την προτεραιότητα που δίνουν στην Ευρώπη, ώστε να επικεντρωθούν στα εσωτερικά τους ζητήματα («οικοδόμηση του έθνους, εδώ, στο εσωτερικό», κατά την έκφραση του Μπαράκ Ομπάμα), αλλά και στην από καιρό εξαγγελθείσα «στροφή προς την Ασία». Η τάση αυτή επισκιάστηκε ελαφρώς από τον γεροντικό ατλαντισμό του Τζο Μπάιντεν, αλλά είναι πιθανό να συνεχιστεί και με οποιονδήποτε μελλοντικό πρόεδρο των ΗΠΑ.
Πάνω σε αυτή τη μακροχρόνια τάση έρχεται να προστεθεί και η ανατρεπτική ατζέντα του Τραμπ και του κινήματος Maga. Η κυβέρνησή του δεν αντιμετωπίζει πλέον την Ουκρανία ως σύμμαχο, αλλά, στην πιο καλοπροαίρετη εκδοχή, επιδιώκει να λειτουργήσει ως έντιμος μεσολαβητής μεταξύ της Ρωσίας και του θύματος της ρωσικής επιθετικότητας. Σε γενικές γραμμές, οι ΗΠΑ του Τραμπ συμπεριφέρονται πλέον όπως μια ακόμη δύναμη του μεταδυτικού κόσμου που λειτουργεί με συναλλακτικούς όρους. Για τη φιλελεύθερη Ευρώπη που εκπροσωπείται από την ΕΕ, αυτό συνιστά πρόκληση σε τρία επίπεδα: γεωπολιτικό, λόγω της Ουκρανίας και της αβεβαιότητας γύρω από την αμερικανική εγγύηση ασφάλειας· οικονομικό, εξαιτίας των δασμών και του οικονομικού εθνικισμού· και ιδεολογικό, λόγω της απροκάλυπτης στήριξης του Τραμπ σε αντιφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ευρώπη.
Σε απάντηση, στα κοινοβούλια, στις καγκελαρίες και στις πανεπιστημιακές αίθουσες της Ευρώπης αντηχούν πύρινες ομιλίες που διακηρύσσουν πως η Ευρώπη μπορεί, οφείλει και θα ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, εξελισσόμενη σε μια δύναμη ικανή να υπερασπιστεί τα κοινά μας συμφέροντα και αξίες. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της αντιφιλελεύθερης Ευρώπης απολαμβάνουν πλέον ούριο άνεμο. Παραδόξως, υποστηρίζονται πλέον τόσο από τη Μόσχα όσο και από την Ουάσιγκτον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κατά καιρούς υπάρξει αμφίσημες απέναντι στην ΕΕ, αλλά είναι η πρώτη φορά που της εναντιώνονται ανοιχτά. Όπως έχει υποστηρίξει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, όταν ιδεολόγοι του τραμπισμού, όπως ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς, στηρίζουν ξενοφοβικά, ακροδεξιά κόμματα όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), κατά παράδοξο τρόπο, αντανακλούν πίσω στην Ευρώπη πτυχές του δικού της αντιφιλελεύθερου και εθνικιστικού παρελθόντος. Και σε κάποιο βαθμό αποτελεσματικά. Πρόσφατη δημοσκόπηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα νέα πόλωση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων σε έναν διπλό άξονα. Πολλά ακροδεξιά, εθνικιστικά λαϊκίστικα κόμματα είναι πλέον, για να το θέσουμε απλά, υποστηρικτικά προς τον Τραμπ και αντίθετα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η πλειονότητα των φιλελεύθερων κεντρώων κομμάτων, είτε κεντροαριστερά είτε κεντροδεξιά, τάσσεται κατά του Τραμπ και υπέρ της ΕΕ.
Έτσι, έχει ξεσπάσει μια μεγάλη πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στις δυο αυτές Ευρώπες. Αν και πρόκειται για μια ευρωπαϊκής κλίμακας μάχη, το αποτέλεσμα θα κριθεί σε πολλαπλά εθνικά πεδία δημοκρατικής πολιτικής. Η βασική διαρθρωτική πρόκληση για την Ευρώπη σήμερα είναι ότι οι πολιτικές που χρειάζεται γίνονται όλο και πιο ευρωπαϊκές, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική. Η άμυνα, η τεχνολογία, οι κεφαλαιαγορές και η ψηφιακή δημόσια σφαίρα απαιτούν κλίμακα που μόνο η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει — και την οποία η ΕΕ ήδη διαθέτει στους τομείς του εμπορίου και της ρύθμισης. Σε έναν κόσμο γιγάντων, καλό είναι να είσαι και εσύ γίγαντας.
Λεπτομερείς πολιτικές εκθέσεις των πρώην πρωθυπουργών της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι και Ενρίκο Λέτα, έχουν παρουσιάσει ορισμένα από τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει μια Ευρώπη πραγματικά αποφασισμένη να γίνει σημαντική ανεξάρτητη δύναμη στον κόσμο. Ωστόσο, το πόσα από αυτά θα υλοποιηθούν, θα εξαρτηθεί από τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών που θα διεξαχθούν μέσα στη δεκαετία. Ακόμη και οι λεγόμενες ευρωεκλογές – για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – δεν είναι παρά το άθροισμα πολλών εθνικών επιλογών.
Οι δυνάμεις βρίσκονται σε λεπτή ισορροπία. Τον Μάιο, στη Ρουμανία, ένας αντιφιλελεύθερος εθνικιστής ηττήθηκε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών· όμως, στον αντίστοιχο γύρο των προεδρικών εκλογών της Πολωνίας, την 1η Ιουνίου, ο ακροδεξιός εθνικιστής Κάρολ Ναβρότσκι επικράτησε οριακά επί του φιλελεύθερου διεθνιστή Ραφάλ Τρζασκόφσκι. Ο Ναβρότσκι δεν είναι φιλορώσος, αλλά είναι αντιφιλελεύθερος, αντιγερμανός, αντιευρωπαϊστής και διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς με το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι.
Το αποτέλεσμα των πολωνικών εκλογών αμφισβητείται πλέον, με πολυάριθμες καταγγελίες για παρατυπίες στην καταμέτρηση ψήφων υπέρ του Ναβρότσκι. Ένα τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπου κυριαρχεί το κόμμα του PiS και του οποίου η νομιμότητα δεν αναγνωρίζεται από την ΕΕ, αναμένεται να αποφανθεί για ορισμένες από αυτές τις προσφυγές την επόμενη εβδομάδα. Εάν η κομματική σύνθεση του δικαστηρίου επικυρώσει το εκλογικό αποτέλεσμα και η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τουσκ δεν προσβάλει την απόφαση, η ισχυρότερη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης θα κληθεί να βιώσει μια περίοδο εχθρικής «συγκατοίκησης» μεταξύ του αντιφιλελεύθερου προέδρου Ναβρότσκι και του φιλελεύθερου πρωθυπουργού Τουσκ, έως τις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές (το αργότερο) το 2027.
Υπάρχει ένα απολύτως πιθανό μελλοντικό σενάριο στο οποίο, το 2027, η Μαρίν Λεπέν της Εθνικής Συσπείρωσης (Rassemblement National) — ή ο Ζορντάν Μπαρντελά, αν η Λεπέν παραμείνει νομικά αποκλεισμένη από τις εκλογές — θα διαδεχθεί τον Εμανουέλ Μακρόν ως πρόεδρος της Γαλλίας, και το κόμμα PiS θα κερδίσει τις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Πολωνία, ενώ το 2029, το κόμμα AfD και το Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ θα είναι τα κόμματα με την καλύτερη επίδοση στις κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γερμανία και στη Βρετανία αντίστοιχα. Σε ένα τέτοιο σημείο, η αντιφιλελεύθερη Ευρώπη θα έχει το πάνω χέρι. Υπάρχει όμως και ένα άλλο σενάριο, στο οποίο οι φιλελεύθερες κεντρώες δυνάμεις θα επικρατήσουν σε μια σειρά εθνικών εκλογών, με αποκορύφωμα τη νίκη στις γερμανικές, βρετανικές και ευρωπαϊκές εκλογές του 2029.
Τόσο εξωτερικοί όσο και εσωτερικοί παράγοντες θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Κατά την παραλαβή του βραβείου Καρλομάγνος, τον περασμένο μήνα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τόνισε την ανάγκη για μια «ανεξάρτητη Ευρώπη». Ωστόσο, αυτή η ρητορική περί ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας επιβεβαιώνει εμμέσως πόσο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ παραμένει η Γηραιά Ήπειρος, 80 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η υπερπλήρης ατζέντα των φετινών συνόδων, από την G7 έως το ΝΑΤΟ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο πώς θα χειριστούν την παρουσία του προέδρου Τραμπ και στο πώς θα τον κρατήσουν στο «παιχνίδι». Ένας Καναδός αξιωματούχος περιέγραψε εύστοχα την προετοιμασία της συνόδου της G7 ως «το στρώσιμο του κόκκινου χαλιού για τον Γκοτζίλα».
Το πόσο πιο ριζοσπαστικός θα γίνει ο Τραμπ, τι θα συμβεί στην αμερικανική οικονομία, κατά πόσο οι ΗΠΑ θα βυθιστούν σε βίαιο χάος ή σε έναν εκλογικό αυταρχισμό τύπου Ουγγαρίας, ποιος θα κερδίσει τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026 και τις προεδρικές εκλογές του 2028 —θα έχουν όλα καθοριστική σημασία για την Ευρώπη. Καθώς πολλά λαϊκιστικά εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης έχουν ταυτιστεί με τον Τραμπ, δηλώνοντας ότι θέλουν να κάνουν την Ευρώπη «μεγάλη ξανά», η πολιτική τους επιτυχία ή αποτυχία θα επηρεαστεί από τη δική του.
Η Αμερική που ξέραμε δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά, αλλά υπάρχουν πολλές πιθανές πορείες για τη χώρα μετά τον Τραμπ. Στην καλύτερη περίπτωση, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής δύναμης θα απαιτήσει μια μετάβαση, ή «μετατόπιση βάρους», που θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, με τις ΗΠΑ να αναλαμβάνουν λιγότερα, αλλά να συνεχίζουν να παρέχουν βασικά στρατηγικά μέσα. Αυτό ξεκινά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου, δεδομένου ότι ορισμένα κρίσιμα στρατιωτικά μέσα μπορούν να τα παρέχουν μόνο οι ΗΠΑ (π.χ. δορυφορικά συστήματα συγκέντρωσης πληροφοριών, αντιπυραυλικά συστήματα Patriot), η Ευρώπη μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας.
Το αποτέλεσμα δεν θα είναι ολική νίκη ή ολική ήττα για καμία από τις δύο πλευρές. Αντίθετα, θα εξαρτηθεί από μια μακρά και πολύπλοκη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική διαμάχη μεταξύ της Ουκρανίας και της Ευρώπης, από τη μία, και της Ρωσίας και των συμμάχων της, από την άλλη. Οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, και μια ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν, θα επηρεάσουν επίσης άμεσα και έμμεσα την Ευρώπη.
Στην εσωτερική πολιτική της Ευρώπης υπάρχουν σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και σημαντικές εθνικές διαφορές. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι πολιτικοί κρατών που φέρουν συχνά δυσβάσταχτα χρέη, καλούνται να πείσουν τον γηράσκοντα πληθυσμό, που έχει συνηθίσει σε υψηλά επίπεδα κοινωνικής πρόνοιας αλλά βλέπει αρνητικά τόσο την αύξηση της μετανάστευσης όσο και της φορολογίας, ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές. Και όλα αυτά, πριν καν οι κυβερνήσεις ξεκινήσουν τις προσπάθειες για να επιτύχουν — τουλάχιστον «τελικά», όπως σημείωσαν χαρακτηριστικά σε πρόσφατο άρθρο τους στους Financial Times ο Μερτς και ο Μακρόν — τον νέο στόχο του ΝΑΤΟ για 3,5% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες έως το 2035, και επιπλέον 1,5% σε υποδομές που μπορούν να θεωρηθούν σχετικές με την ασφάλεια.
Σε όλη την ήπειρο, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, ιδίως άνδρες και γυναίκες χωρίς ανώτερη εκπαίδευση, και άνθρωποι που ζουν σε φτωχότερες περιοχές, αισθάνονται οικονομικά και πολιτισμικά παραμελημένοι. Η μετανάστευση είναι το ευαίσθητο θέμα στο οποίο οι λαϊκιστές συμπυκνώνουν όλη αυτή τη δυσαρέσκεια. Παράλληλα, οι νέοι ψηφοφόροι φοβούνται ότι οι προοπτικές τους είναι χειρότερες από αυτές των γονιών τους, αρχίζοντας από το ευρύ πρόβλημα της δυσκολίας απόκτησης στέγης. Πολλοί από αυτούς στρέφονται σε κόμματα, είτε δεξιά είτε αριστερά, που αντιτίθενται στο κατεστημένο.
Οι πολιτικοί του φιλελεύθερου κέντρου πασχίζουν να βρουν μια αξιόπιστη συνταγή αντιπολίτευσης που θα τους εξασφαλίσει εκλογική νίκη. Ορισμένες προκλήσεις, όπως η παροχή προσιτής στέγης, θα έπρεπε να ανήκουν στους βασικούς τομείς αρμοδιότητας της ορθολογικής πολιτικής χάραξης, για την οποία παραδοσιακά υπερηφανεύονται οι φιλελεύθεροι. Άλλες, όπως η διαμόρφωση του ρόλου που πρέπει — ή δεν πρέπει — να έχει ένα κράτος τον 21ου αιώνα, απαιτούν επανεξέταση ανάλογη με εκείνη που πραγματοποίησαν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες μετά το 1945.
Στον τομέα της μετανάστευσης, τα φιλελεύθερα κεντρώα κόμματα επαναλαμβάνουν το λάθος να υιοθετούν τη ρητορική της ακροδεξιάς (όπως όταν ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ, προειδοποίησε ότι η Βρετανία κινδυνεύει να μετατραπεί σε «νησί ξένων»), χωρίς όμως να ελέγχουν ουσιαστικά την παράνομη μετανάστευση. Αυτός ο συνδυασμός απλώς ωθεί τους ψηφοφόρους προς τους λαϊκιστές.
Αυτό που θα έπρεπε να κάνουν είναι ακριβώς το αντίθετο: να διαχειριστούν αποτελεσματικά την παράνομη μετανάστευση, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τα θετικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά οφέλη της νόμιμης μετανάστευσης. Είναι αξιοπερίεργο πως το βρετανικό Εργατικό Κόμμα φαίνεται ανίκανο να προβάλλει αυτό το επιχείρημα, ενώ τα έδρανά του στο κοινοβούλιο είναι γεμάτα ζωντανά παραδείγματα της ποικιλίας ταλέντων που προέρχονται από τη μετανάστευση.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα επιτυχίας είναι αυτό της πρωθυπουργού της Δανίας, της σοσιαλδημοκράτισσας Μέττε Φρέντερικσεν, η οποία συνδύασε την εξαιρετικά αυστηρή καταστολή της παράνομης μετανάστευσης με γενναιόδωρες κοινωνικές δαπάνες και την αποφυγή ακραίας ξενοφοβικής ρητορικής. Ωστόσο, αυτό που λειτουργεί στη Δανία μπορεί να μην έχει το ίδιο αποτέλεσμα αλλού. Τελικά, η πολιτική των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών παραμένει πολύ ξεχωριστή, και συχνά τα ιδιαίτερα — και όχι τα κοινά — χαρακτηριστικά κάθε χώρας είναι εκείνα που καθορίζουν το αποτέλεσμα.
Επομένως, ίσως πρόκειται για περίπτωση «έκαστος στο είδος του». Στη Γερμανία, βασικό ερώτημα είναι αν το AfD, που ήδη αποτελεί το κυρίαρχο κόμμα σε μεγάλο μέρος της ανατολικής Γερμανίας, θα καταφέρει να διευρύνει περαιτέρω την απήχησή του στο πιο πυκνοκατοικημένο δυτικό κομμάτι. (Ένας πολιτικός του AfD στην παλιά βιομηχανική πόλη του Ντούισμπουργκ, γνωστή για τη σιδηρουργία και τη χαλυβουργία, είχε τυπώσει καπέλα με το σύνθημα «Make Duisburg Great Again»).
Τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, τα πρόσωπα έχουν σημασία. Ο πιο επιτυχημένος αντιφιλελεύθερος λαϊκιστής της Ευρώπης, ο Βίκτορ Ορμπάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2010, αντιμετωπίζει πλέον ισχυρό πολιτικό ανταγωνισμό από το κόμμα Tisza του Πέτερ Μαγιάρ. Λόγω της φύσης του καθεστώτος Ορμπάν, οι κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ουγγαρία, το επόμενο έτος, δεν αναμένεται να είναι ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες. Ωστόσο, όπως έμαθε με προσωπικό κόστος ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς το 2000, ακόμη και μια αμφισβητούμενη εκλογική αναμέτρηση μπορεί να γυρίσει εναντίον ενός μακροχρόνιου ηγέτη που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του λαού.
Στην Πολωνία, ένας αυξανόμενος αριθμός νέων ψηφοφόρων εκφράζει απογοήτευση για όσα θεωρεί μια ατελείωτη κόντρα ανάμεσα σε δύο γκρινιάρηδες γέρους, τον Κατσίνσκι και τον Τουσκ, που κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή της χώρας τα τελευταία 20 χρόνια. Ο Τουσκ, ο οποίος έχει συνεισφέρει τα μέγιστα τόσο στην πολωνική όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική, πρέπει τώρα να βρει έναν χαρισματικό διάδοχο που θα διεκδικήσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές. Στη Γαλλία, μετά την αλαζονική απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει περιττές κοινοβουλευτικές εκλογές πέρυσι, πολλά θα εξαρτηθούν από το ποιος θα αναδειχθεί υποψήφιος για την προεδρία και θα αντιμετωπίσει τη Λεπέν ή τον Μπαρντελά.
Ένας από τους οραματιστές της Ενωμένης Ευρώπης, ο Ζαν Μονέ, είχε πει ότι «η ενωμένη Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα υιοθετηθούν για τις κρίσεις αυτές». Αυτό εξακολουθεί να ισχύει, αλλά πρέπει να προσθέσουμε ότι η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από μια σειρά εθνικών πολιτικών αγώνων και θα είναι το άθροισμα των εκλογικών αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από αυτούς.
Αν η φιλελεύθερη Ευρώπη κερδίσει στην πλειονότητα αυτών των εθνικών στίβων, αν καταφέρει να στηρίξει την Ουκρανία για να αποκρούσει τη Ρωσία του Πούτιν και αν οι διατλαντικοί της σύμμαχοι επιβληθούν στις ΗΠΑ έως το 2029, τότε η πολυετής Zeitenwende μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ως η αρχή μιας νέας λαμπρής εποχής στην ευρωπαϊκή ιστορία. Δεν είναι πιθανό, αλλά παραμένει εφικτό.
Ο συντάκτης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Homelands: A Personal History of Europe» [κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση του Δημήτρη Δουλγερίδη, με τίτλο «Πατρίδες – Μια προσωπική ιστορία της Ευρώπης»], και καταγράφει τις τρέχουσες εξελίξεις στο ενημερωτικό δελτίο History of the Present στο Substack. Το 2017 του απονεμήθηκε το βραβείο Καρλομάγνος για την προσφορά του στην ευρωπαϊκή ενότητα.