
Kathimerini.gr
Είναι αυτή η πολυαναμενόμενη στιγμή της στροφής; Το πήρε επιτέλους απόφαση ο Ντόναλντ Τραμπ ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για ένα μεγάλο reset με τις ΗΠΑ αν αυτό δεν περιλαμβάνει την επαναφορά της Ουκρανίας στη ρωσική σφαίρα επιρροής; Παρά τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας, το ιστορικό της σχέσης Τραμπ – Πούτιν επιβάλλει την αυτοσυγκράτηση.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times, σε τηλεφώνημά τους στις 4 Ιουλίου, ο Τραμπ ρώτησε τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι αν η Ουκρανία θα μπορούσε να χτυπήσει τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν πυραύλους μεγάλης εμβελείας. Ο Αμερικανός πρόεδρος έδειξε να υποστηρίζει την ιδέα. Μία ημέρα νωρίτερα, ο Τραμπ είχε μιλήσει τηλεφωνικά με τον Πούτιν, μια συνομιλία που είχε χαρακτηρίσει «κακή».
Στις 9 Ιουλίου, η Ρωσία εξαπέλυσε τη σφοδρότερη επίθεσή της κατά της Ουκρανίας από την αρχή του πολέμου. Στις 11 του μηνός, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Wall Street Journal, μετά μια νέα ρωσική επίθεση, ο Τραμπ τηλεφώνησε στον καγκελάριο της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς και του είπε ότι δέχεται την πρότασή του για αγορά αμερικανικών όπλων με γερμανικούς πόρους για την Ουκρανία.
Την περασμένη Δευτέρα, μιλώντας στο Οβάλ Γραφείο με τον αγαπημένο του Ευρωπαίο, τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, στο πλευρό του, ο Τραμπ είπε ότι «θα σταλούν ταχέως» μέσω Ευρώπης στην Ουκρανία πύραυλοι αεράμυνας Patriot και άλλα οπλικά συστήματα αιχμής. Οι Ευρωπαίοι είτε θα τα αγοράσουν οι ίδιοι και θα τα μεταβιβάσουν στους Ουκρανούς, είτε θα τα κρατήσουν αναπληρώνοντας δικά τους αποθέματα που θα στείλουν στο Κίεβο. (Αξιωματούχοι του Πενταγώνου δήλωσαν στη συνέχεια ότι πολλές από τις λεπτομέρειες μένει να διευκρινιστούν.)
Παράλληλα, ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε προθεσμία 50 ημερών στον Ρώσο ομόλογό του να καταλήξει σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με την Ουκρανία, ειδάλλως θα επιβάλει «πολύ σφοδρές» δευτερεύουσες κυρώσεις στις χώρες που διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές, είπε, θα λάβουν τη μορφή δασμών 100% στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ (ούτε εδώ ήταν σαφές ποιες χώρες αφορούσε η προειδοποίηση).
Πολλοί αναλυτές υπενθύμισαν ότι ο Τραμπ έχει θέσει ξανά, πολλάκις, διορίες στον Πούτιν, η εκπνοή των οποίων δεν επέφερε καμία αρνητική συνέπεια για τη Μόσχα – και ότι οι 50 ημέρες δίνουν στο Κρεμλίνο μεγάλο περιθώριο ελιγμών
Επιπλέον, την επόμενη μέρα από τη συνάντηση με τον Ρούτε, ο Τραμπ δήλωσε ότι οι Ουκρανοί δεν πρέπει να χτυπήσουν τη Μόσχα, ενώ διέψευσε ότι υπάρχει πρόθεση να τους προμηθεύσει με πυραύλους μακράς εμβελείας. Παράλληλα, διέρρευσε ότι η Γαλλία και η Ιταλία δεν θα συμμετείχαν στο νέο αμερικανικό σχέδιο, λόγω δημοσιονομικών περιορισμών και της νέας προτεραιότητας ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Oπως εξηγεί στην «Κ» ο Μαξ Μπέργκμαν, ειδικός σε θέματα Ευρώπης και Ρωσίας στο Center for Strategic and International Studies, «αυτό που είδαμε αυτήν την εβδομάδα ήταν να απομακρύνεται το εφιαλτικό σενάριο όπου οι ΗΠΑ θα ζημίωναν θεμελιωδώς την Ουκρανία και θα βοηθούσαν τη Ρωσία – σενάριο που πολλοί φοβούνταν μετά τη συνάντηση [Τραμπ – Ζελένσκι] στο Οβάλ Γραφείο».
«Δεν πρόκειται, πάντως, για αύξηση της στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ – πρόκειται για μεταβίβαση της ευθύνης για τη χρηματοδότηση της βοήθειας αυτής στην Ευρώπη», λέει ο αναλυτής του CSIS.
Ο Μισέλ Ντικλό, πρώην πρέσβης και ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής στο Ινστιτούτο Montaigne στο Παρίσι εκτιμά ότι για τον Τραμπ «στην αρχή της θητείας του ήταν πιο σημαντική η αναβίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, παρά η τύχη της Ουκρανίας πλέον, κάποιοι από τους συμβούλους του τον έχουν πείσει ότι αν επιμείνει σε αυτή τη λογική, θα φανεί αδύναμος – που γι’ αυτόν είναι ό,τι χειρότερο».
Σχετικά με τις ενστάσεις της Γαλλίας για το νέο ευρωαμερικανικό σχέδιο παροχής βοήθειας, ο Μπέργκμαν τις χαρακτηρίζει βάσιμες: «Και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο: είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί έχουν καλύτερα όπλα και άμεσα διαθέσιμα παράλληλα, όμως, αν δεν ξεκινήσει η Ευρώπη να επενδύει στη δική της αμυντική θωράκιση, θα συνεχίσει να εξαρτάται επ’ αορίστου χρόμου από τις ΗΠΑ».
Για τον Ντικλό, «είναι προφανές ότι αυτό που μετράει είναι ποια όπλα είναι διαθέσιμα. Δεν θα στερήσουμε τους Patriot από τους Ουκρανούς απλώς και μόνον επειδή είναι αμερικανικής προέλευσης».
Η διελκυστίνδα
Την ημέρα που ο Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επιβάλει κυρώσεις σε 50 ημέρες, ο Ρεπουμπλικανός επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τζον Θουν, γνωστοποίησε ότι θα «παγώσει» το πακέτο που επεξεργάζεται εδώ και μήνες το ίδιο το σώμα. «Φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή ο πρόεδρος θα προσπαθήσει να κάνει μερικά από αυτά τα πράγματα μόνος του», σημείωσε o Θουν.
Το διακομματικό πακέτο Γκράχαμ – Μπλούμενθαλ, όπως είναι γνωστό το νομοσχέδιο που επεξεργάζεται η Γερουσία, με την υποστήριξη 85 ακόμη γερουσιαστών, είναι βαρύ: περιλαμβάνει υψηλότερους δασμούς (τουλάχιστον 500%) σε μία λίστα χωρών (μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία) που αγοράζουν μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου και αερίου.
Το νομοσχέδιο της Γερουσίας «ούτως ή άλλως δεν έχει ελπίδα έγκρισης από τη Βουλή χωρίς το πράσινο φως από τον Τραμπ», λέει ο Μαξ Μπέργκμαν. «Οι ΗΠΑ πάντως μπορούν να κάνουν πολλά για να πονέσουν τη Ρωσία οικονομικά. Το κυριότερο είναι η επιβολή de facto εμπάργκο στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να ενδιαφέρει την κυβέρνηση να το κάνει –εναντίον μιας χώρας και του ηγέτη της τον οποίο συνεχώς εγκωμιάζει– ώστε να διεξάγει τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους, τους Ινδούς και τους Σαουδάραβες και να είναι διατεθειμένη να υποστεί το κόστος σε αυξημένες τιμές».