ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Παιδιά και δάσκαλοι κάτω από τα αντίσκηνα

Μετά την εισβολή οι μαθητές έβρισκαν παρηγοριά μέσα σε τάξεις από ύφασμα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Τέτοιες ημέρες πριν από 46 χρόνια τα σχολεία ετοιμαζόντουσαν να ανοίξουν, αλλά σε πραγματικά τραγικές καταστάσεις. Στις 14 Αυγούστου είχε ξεκινήσει ο Αττίλας Β΄, και όπως διαβάζουμε στην εφ. «Αγώνας» (30/8/1974): «Σταδιακώς θα αρχίση η λειτουργία των σχολών κατωτέρας και μέσης εκπαιδεύσεως». Οι σκέψεις για χρήση αντίσκηνων πρώιμες: «Παραλλήλως [το Υπουργείο Παιδείας] προμηθεύεται μεγάλα αντίσκηνα χωρητικότητος 100 ατόμων, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν ως σχολεία εις προσφυγικούς καταυλισμούς». Στις 11 Σεπτεμβρίου άρχισαν οι εγγραφές, οι εκτοπισθέντες διαμένοντες σε καταυλισμούς μπορούσαν να εγγράψουν τα παιδιά τους απευθυνόμενοι στον διευθυντή του καταυλισμού. Στις 18 Σεπτεμβρίου στις εφημερίδες δημοσιεύονταν ρεπορτάζ σχετικά με τα λειτουργούντα Δημοτικά σχολεία. Είκοσι ένα στη Λευκωσία, πέντε στην Αμμόχωστο, Δεκαεπτά στη Λάρνακα, 36 στη Λεμεσό και όλα της επαρχίας Πάφου. Ακόμα τα αντίσκηνα δεν είχαν γίνει τάξεις, στην Ξυλοτύμπου, στον Σταυρό, και αλλού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας περίπου 42.000 μαθητές δημοτικών και γυμνασίων (εξατάξιου) επηρεάστηκαν. Συνολικά 166 δημοτικά σχολεία, από σύνολο 349 δημοτικών. Στο Γυμνάσιο άρχισαν τα πρώτα μαθήματα στις 9 και 10 Οκτωβρίου με διπλή φοίτηση και σταδιακά ακολούθησαν και τα υπόλοιπα.

Αλλά ας αφήσουμε τους πρωταγωνιστές να τα πουν καλύτερα,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ

Από τον Άγιο Αμβρόσιο της Κερύνειας, δάσκαλος ο Ανδρέας Χατζηπαύλου, μετά την εισβολή αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ξυλοτύμπου, «όπου και κληθήκαμε να διδάσκουμε στον χώρο που βρεθήκαμε πρόσφυγες. Ως διευθυντής ανέλαβα μαζί με άλλους διευθυντές και συναδέλφους να οργανώσουμε αυτό το έκτακτο σχολείο. Πολλά ήταν τα παιδιά όμως ελάχιστες ήταν οι αίθουσες έτσι στήθηκαν στην αυλή του σχολείου αντίσκηνα που λειτουργούσαν ως αίθουσες διδασκαλίες. Γνωρίζοντας τη δύσκολη κατάσταση που βίωναν αυτά τα παιδιά, ταλαιπωρημένα ψυχικά μα και σωματικά ένιωθα από τη μια το βάρος της ευθύνης που είχα ως παιδαγωγός να τους δώσω σωστή μόρφωση και να τα βοηθήσω να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν. Από την άλλη φοβόμουν και εγώ ο ίδιος, μα και αγωνιούσα για το μέλλον τους. Τα παιδιά στην αρχή, μπαίνοντας στις τάξεις-αντίσκηνα, ήταν φοβισμένα και ψυχικά συγκλονισμένα. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους και αυτό τους δημιουργούσε μεγαλύτερη ανασφάλεια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια παιδιά που μας ρωτούσαν πότε θα επιστρέψουν στο σχολείο τους, στο χωριό τους για να βρεθούν με τους συμμαθητές τους και τους φίλους της γειτονιάς τους. Εμείς προσπαθούσαμε να τα βοηθήσουμε να γνωριστούν μεταξύ τους, να μοιραστούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και έτσι να πάρουν δύναμη και θάρρος για να συνεχίσουν να ελπίζουν και να προοδεύουν. Μας εξέπληξε ο τρόπος με τον οποίο εξωτερίκευαν τον προσωπικό τους κόσμο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Αυτό μας έκανε να σκεφτούμε ότι θα ήταν καλό να εκδοθούν αυτά που έγραφαν τα παιδιά για να γνωρίσει τόσο το κυπριακό όσο και στο ευρύτερο κοινό τις τραγικές συνέπειες της εισβολής μέσα από τα μάτια των αθώων παιδιών. Τα παιδιά μετέτρεψαν τα δάκρυα και τον πόνο σε ελπίδα μέσα από τα λογοτεχνήματα που συγκλονίζουν τον κάθε αναγνώστη».

ΜΑΡΟΥΛΑ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ

Η Μαρούλα Θεοδοσιάδου, διευθύντρια του Παιδικού Σταθμού και Νηπιαγωγείου «Μάνα», που είχε δημιουργηθεί στον καταυλισμό του Σταυρού Στροβόλου λέει στην «Κ». «Με πόνο ψυχής αφήσαμε το δικό μας σχολείο που λειτουργούσε στην Παλλουριώτισσα και ιδρύσαμε νηπιαγωγείο μέσα στον καταυλισμό Σταυρού. Εκεί δεχτήκαμε όλα τα παιδιά, τα προσφυγόπουλα, μέσα σε ένα αντίσκηνο που μας παραχώρησε η υπηρεσία Μέριμνας, το οποίο το χωρίσαμε σε τρία μικρά δωματιάκια, το ένα το είχαμε ως υποδοχή των παιδιών, και το στολίσαμε ως ένα σπιτάκι, τοποθετώντας και τη φωτογραφία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου με την επιγραφή θα γυρίσω κοντά σου σπιτάκι καλό. Θυμάμαι ότι τα παιδιά εκείνες τις ημέρες ήταν όλα θλιμμένα, δεν ήθελαν ούτε να φάνε, ούτε να παίξουν. Εμείς οι δασκάλες συγκρατούσαμε τα δάκρυά μας και προσπαθούσαμε να τα κάνουμε να χαρούν, παίζοντας μαζί τους, διοργανώνοντας κουκλοθέατρο και σιγά-σιγά αυτά τα παιδιά άρχισαν να γελούν. Τα παιδιά που είχαμε στο νηπιαγωγείο μας ήταν από τριών έως πέντε χρόνων. Το απόγευμα μαζεύαμε όλες τις μητέρες των παιδιών και τις απασχολούσαμε με εργόχειρα, μουσική, τραγούδια, τις βοηθούσαμε στις παραδοσιακές ασχολίες τους, όπως το κέντημα, ό,τι έκαναν στα χωριά τους. Να πούμε ότι το Σωματείο Ελληνίδων Κυριών «Μάνα» ήταν ο σπόνσοράς μας. Το Υπουργείο Παιδείας τότε μου ανέθεσε να ιδρύσω νηπιαγωγεία σε πέντε προσφυγικούς συνοικισμούς, το Νηπιαγωγείο ‘Μάνα’ καταυλισμού Σταυρού, Νηπιαγωγείο Κόκκινες, Ορφανοτροφείο Ψημολόφου και Νηπιαγωγείο στην Παλαιά Έκθεση. Το Υπουργείο λειτούργησε από την πρώτη στιγμή για να οργανωθεί η κατάσταση, αλλά και τα σωματεία όπως «Η Μάνα» βοήθησαν πάρα πολύ. Εμείς ό,τι είχαμε σε υλικά στο ‘Μάνα’ τα φέραμε στους καταυλισμούς για να έχουν να δουλέψουν τα παιδιά. Στον καταυλισμό μείναμε δύο χρόνια, ώσπου έγιναν οι λεγόμενες παράγκες».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΕΡΓΙΟΥ

Ο δάσκαλος Ανδρέας Σεργίου, με καταγωγή από την Κοντέα Αμμοχώστου και υπηρετών το σχολικό έτος 1973-1974 στη Βατυλή κλήθηκε αμέσως να αναλάβει υπηρεσία ως δάσκαλος, με 12ετή εμπειρία, στην Ξυλοτύμπου, όταν απολύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, από το 1974 έως το 1981. «Κάλυψα όλη την περίοδο. Το μεγαλύτερο σχολείο, που ήταν σχολείο μαμούθ, ήταν το Πρώτο Δημοτικό, στο οποίο εκτός από τις 12-13 ήδη υπάρχουσες σχολικές αίθουσες μπήκαν ακόμη οκτώ με αντίσκηνα. Ουσιαστικά επρόκειτο για τέσσερα μεγάλα αντίσκηνα τα οποία χωρίζονταν στη μέση και γίνονταν δύο αίθουσες διδασκαλίας. Εκείνη την εποχή, μέχρι το τέλος του 1974 –τα σχολεία άνοιξαν περίπου την πρώτη του Οκτώβρη– λειτουργούσαμε με τρεις φοιτήσεις, η πρώτη από τις 7:30 έως τις 10:30 το πρωί, η επόμενη από τις 10:30 μέχρι τη 1 το μεσημέρι και η τρίτη από τις 1:30 έως τις 4:30 το απόγευμα. Τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Αργότερα έγιναν δύο οι φοιτήσεις, η μία πρωινή και η άλλη απογευματινή. Στο Δασάκι, του οποίου τα παιδιά πήγαιναν σχολείο στην Ξυλοτύμπου, το απόγευμα διοργανώναμε παιδικές λέσχες. Σχολείο στο Δασάκι φτιάχτηκε τέλος το 1975, αρχές του 1976, 300-350 παιδιά το Δασάκι, από κοινότητες της επαρχίας Αμμοχώστου και από τις λίγες κατεχόμενες κοινότητες της Λάρνακας, ακόμα και από την Κερύνεια ακόμα. Τις πρώτες μέρες υπήρχαν περίπου 1200 παιδιά, και οι δάσκαλοι περίπου 60 και δούλευαν σε τρεις και μετά δύο φοιτήσεις. Δεν άκουγες από κανέναν δάσκαλο να παραπονιέται ότι δούλευε στο αντίσκηνο, αυτό τον χώρο μπορούσα να έχω, αυτόν αξιοποιούσα. Βιβλία ορισμένα υπήρχαν, άλλα ερχόντουσαν από την Ελλάδα, και φυσικά φτιάχναμε και εμείς σημειώσεις/φυλλάδια που μοιράζαμε στους μαθητές. Μπορώ να πω πάντως ότι τα παιδιά ήταν δραστήρια, είχαν έναν δυναμισμό. Βγάλαμε πολλούς καλούς μαθητές, και από το Δασάκι έχω πολλούς μαθητές που τους θυμάμαι μέχρι σήμερα έντονα για τις επιδόσεις τους. Οι δάσκαλοι είχαν διπλή υποχρέωση, από τη μια να φτιάξουμε εκείνα που χάσαμε και να μάθουμε γράμματα. Το σύνθημά μας ήταν ‘μας πήραν τα σπίτια μας, δεν θα μας αφήσουν αμόρφωτους’ και τα παιδιά το πήραν το μήνυμα και το είχαν σαν σημαία τους. Η ελπίδα πάντως όλων ήταν ότι σύντομα θα επιστρέφαμε στα σπίτια μας».

Από το προσωπικό αρχείο της κας Άντρης Ηρακλέους

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

Η Μαρία Πυλιώτου έζησε από πρώτο χέρι τις αγωνίες και τους αγώνες των ξεσπιτωμένων παιδιών. Σαν καλή τροφός, σαν δεύτερη μάνα στάθηκε δίπλα τους και αφουγκράστηκε τον πόνο τους, και σαν από μηχανής θεός τους έδωσε με την παρουσία της τα χρώματα και τα πανιά για να υψώσουν χαρούμενους χαρταετούς, που από ψηλά θα ρίχνουν το βλέμμα τους στις γειτονιές και τις αλάνες που άφησαν πίσω τους, κυνηγημένα από του ενήλικα την αφροσύνη. Αρκεί μονάχα μια ανάγνωση, έστω από το βιβλίο της Μαρίας Πυλιώτου, «Χαρούμενοι Χαρταετοί» για να καταλάβει κανείς το φορτίο που και η Μαρία Πυλιώτου κλήθηκε να σηκώσει στους ώμους της, ζέσταινε τη φωλιά σε χελιδόνια που έφταναν κοντά της για να ξεχειμωνιάσουν και εκείνη τους έδειχνε τον τρόπο να μην ξεχνάν την πατρογονική τους μονιά. Τα μάτια της Αλίκης, του Σαββάκη, το άρωμα της λεμονιάς. Η Μαρία Πυλιώτου δεν ενστάλαξε στα παιδιά που της έτυχαν παρά την αγάπη, έκλωθε νήματα για να φτιάξει χαρταετούς με χρώματα, και να ’ναι γεροί για να μπορούν να πετούν ψηλά και να περνάνε στα αποκεί παιδικά χέρια, αψηφώντας τα συρματοπλέγματα που άλλοι ύψωσαν. Τα συναισθήματα της Μαρίας Πυλιώτου είναι όλα εκεί σε ένα μικρό βιβλίο, ύμνο στην ελπίδα, στην αγάπη και την α-λήθεια.

Ζητήσαμε και από δύο μαθήτριες, μία του Δημοτικού και μία του Γυμνασίου, να μας περιγράψουν εκείνες τις ημέρες, που τις όρισαν για πάντα.

Η κα Αντρη Ηρακλέους τον Σεπτέμβριο του 1974 ζούσε στον καταυλισμό στο Δασάκι της Άχνας, εκτοπισμένη από το Άρσος της Λάρνακας, ο δάσκαλός της στο Άρσος ήταν ο Αντρέας Κοντοβούρκης, και εγγράφηκε στην Δ΄ Δημοτικού και τα μαθήματα μέχρι και την ΣΤ΄ Δημοτικού την έκανε στο σχολείο-αντίσκηνο του καταυλισμού Ξυλοτύμπου, με δύο βάρδιες. Ανεξίτηλη έχει μείνει στη μνήμη της είναι οι δάσκαλοί της, ο κος Ανδρέας Σεργίου, η κα Χρύσω από την Αναφωτία, και η κα Σούλα Αθανασίου από την Ξυλοτύμπου, αλλά και η κόκκινη και μπλε βαλίτσα, που είχαν στείλει ως βοήθεια από την Αμερική. «Λειτουργούσε κανονικά το σχολείο, αλλά πρωτίστως έπρεπε να επιβιώσουμε. Βέβαια, κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν για να περνάμε καλύτερα και οι δάσκαλοί μας επίσης, με απογευματινές δραστηριότητες.

Η κα Μαργαρίτα Οικονομίδου από την Αμμόχωστο βρέθηκε στο Λιοπέτρι, όπου φιλοξενήθηκε σε σπίτι συγγενών. Από εκεί καθημερινά πήγαινε στο Λύκειο Λάρνακας, ως τελειόφοιτη. Εκεί οι συμμαθητές της προέρχονταν από το ίδιο σχολείο,
«Λιγότερη ύλη, σκέψεις διάφορες για ό,τι είχε συμβεί, δεν είχαμε πολλή όρεξη για διάβασμα. Βρισκόμασταν σε μία κατάσταση σοκ, δεν ήταν εύκολο για κανέναν». Το κριτήριο για το Λύκειο Λάρνακας για το σε ποια βάρδια θα πήγαινες ήταν ο τόπος διαμονής σου, αν έμενες σε χωριό ήταν πρωινή η φοίτηση και αν έμενες στην πόλη ήταν απογευματινή. Η τάξη μου στην πλειονότητά τους ήταν Βαρωσιώτες και πολλοί καθηγητές μας ήταν από το σχολείο μας στην Αμμόχωστο, το Β΄ Γυμνάσιο Αμμοχώστου.

Τα σαλπίσματα

Η έκδοση «Παιδικά σαλπίσματα πίκρας και ελπίδας» είναι μια έκδοση των δημοτικών σχολείων Ξυλοτύμπου, Ορμήδειας και Ξυλοφάγου, που κυκλοφόρησε το 1975, με υπεύθυνο ύλης τον Ανδρέα Χατζηπαύλου. Ο κος Ανδρέας Σεργίου μάς είπε ότι τα παιδιά ήταν όλα στεναχωρημένα και πολύ λυπημένα, αλλά και προβληματισμένα. «Στο βιβλίο ‘Παιδικά Σαλπίσματα πίκρας και ελπίδας’ εκφράζεται η δύναμη αυτών των παιδιών ότι θα τα καταφέρουμε. Ευχαριστώ τους λειτουργούς της Βιβλιοθήκης της Βουλής για την ευκαιρία να μελετήσω το βιβλίο.

*Ευχαριστώ τον κ. Κώστα Κατσώνη και την κα Έλενα Γεωργούδη για την πολύτιμη βοήθειά τους. Το αφιέρωμα θα συνεχιστεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση