

Του Απόστολου Κουρουπάκη
O διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και γενικός συντονιστής του «Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος» Χρίστος Γεωργίου με αφορμή την έναρξη των παραστάσεων του Φεστιβάλ, που διοργανώνουν το Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού του Υφυπουργείου Πολιτισμού και το Κυπριακό Κέντρο Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΚΚΔΙΘ), μιλάει στην «Κ» για τη διοργάνωση, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το φεστιβάλ, και για το αν αυτό έχει βοηθήσει κοινό και καλλιτέχνες στην πρόσληψη του αρχαίου δράματος. Για το θέμα που συχνά ανακύπτει, αυτό της κυπριακής συμμετοχής ο κ. Γεωργίου λέει πως η συζήτηση για την κυπριακή συμμετοχή εντάθηκε κυρίως το 2024, λόγω της μη συμμετοχής κυπριακής παραγωγής, «παραβλέποντας ίσως τη συνεχόμενη παρουσία των κυπριακών παραγωγών στο Φεστιβάλ και τη δημιουργική συνδιαλλαγή μεταξύ του θεσμού και των Κύπριων καλλιτεχνών».
–Είστε διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και γενικός συντονιστής του «Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος», το Φεστιβάλ, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας σας πώς προχωράει σε νέα μονοπάτια;
–Το «Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος», που διοργανώνουν το Τμήμα Σύγχρονου Πολιτισμού του Υφυπουργείου Πολιτισμού και το Κυπριακό Κέντρο Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΚΚΔΙΘ), διανύει πλέον την τρίτη δεκαετία ζωής του και έχει καταστεί ένας αναγνωρισμένος θεσμός, τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς. Παρότι έχει διαμορφώσει έναν σταθερό πυρήνα ταυτότητας, με επίκεντρο την παρουσίαση έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος σε αρχαία θέατρα κυρίως, το Φεστιβάλ δεν παραμένει στάσιμο.
Τα τελευταία χρόνια, κινούμαστε σταθερά σε νέα μονοπάτια, με άνοιγμα σε σύγχρονες σκηνικές αναγνώσεις, διαφορετικές θεατρικές γλώσσες και πολυδιάστατες συμπράξεις τόσο με καταξιωμένα θεατρικά σχήματα με σημαίνουσα πορεία όσο και με νέους δημιουργούς. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην ανάδειξη της θεατρικής πράξης ως εργαλείου διαπολιτισμικού διαλόγου, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αλλά και την εγχώρια με τη διεθνή δημιουργία.
Καθώς το αρχαίο δράμα αποτελεί μια οικουμενική θεατρική γλώσσα, αυτό που μας απασχολεί είναι πώς η αρχαία τραγωδία και κωμωδία μπορούν να μιλήσουν δυνατά και ουσιαστικά στο σήμερα, όχι μόνο αισθητικά, αλλά και πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπολογικά. Κι αυτό είναι το στοίχημα που το Φεστιβάλ επιχειρεί να κατακτήσει.
–Είναι το Φεστιβάλ στο ραντάρ παραγωγών από το εξωτερικό, εκτός από την Ελλάδα;
–Το Φεστιβάλ έχει καταφέρει, με συνέπεια και ποιότητα, να εδραιωθεί στο διεθνές θεατρικό τοπίο και να βρίσκεται πλέον σταθερά στο ραντάρ σημαντικών παραγωγών και θεσμών και εκτός Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέχρι σήμερα, έχουν συμμετάσχει στο Φεστιβάλ περισσότερα από 140 θεατρικά σχήματα και δημιουργοί από πέραν των 24 χωρών παγκοσμίως. Το εύρος αυτό αποτυπώνεται και στον αριθμό και την προέλευση των προτάσεων που λαμβάνουμε κάθε χρόνο, επιβεβαιώνοντας το αυξανόμενο διεθνές ενδιαφέρον. Παράλληλα, έχουν ενδυναμωθεί ουσιαστικά οι συνεργασίες με εμβληματικούς θεσμούς του εξωτερικού, όπως το Fondazione INDA/Φεστιβάλ των Συρακουσών στην Ιταλία, το Festival Internacional de Teatro Clasico de Mérida στην Ισπανία, καθώς και με Εθνικά/Κρατικά Θέατρα διαφόρων χωρών (Ελλάδα, Κροατία, Ουγγαρία, Σερβία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.ά.), τα οποία έχουν συμμετάσχει με παραγωγές υψηλών προδιαγραφών.
«Το Φεστιβάλ οφείλει να εξελίσσεται μαζί με το κοινό και τον καιρό του. Να κρατήσουμε το αρχαίο δράμα ζωντανό και επίκαιρο, όχι ως μουσειακό κατάλοιπο, αλλά ως σύγχρονη θεατρική γλώσσα που εμπνέει, προκαλεί και διαλέγεται με την εποχή μας. Αυτό είναι το μεγάλο του στοίχημα» λέει ο Χρίστος Γεωργίου.
–Το κοινό που παρακολουθεί τις παραστάσεις γνωρίζω πως έχει αυξηθεί… υπάρχουν στοιχεία για την ανθρωπογεωγραφία του;
–Η αύξηση της προσέλευσης είναι σταθερή και μετρήσιμη (120% αύξηση σε μια δεκαετία), τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το κοινό του Φεστιβάλ είναι πολυεπίπεδο, αποτελείται από ντόπιους θεατές όλων των ηλικιών, ελληνόφωνους και μη, καθώς και από διεθνείς επισκέπτες που είτε συνδυάζουν τις διακοπές τους με την παρακολούθηση πολιτιστικών εκδηλώσεων, είτε ταξιδεύουν στην Κύπρο αποκλειστικά για το Φεστιβάλ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η αύξηση προσέλευσης νεότερων ηλικιακά θεατών, καθώς και ανθρώπων που δεν ανήκουν στον «συνήθη» θεατρόφιλο πυρήνα, γεγονός που δηλώνει ότι το Φεστιβάλ αποκτά διαρκώς νέο, πιο πολυσυλλεκτικό κοινό. Επομένως, η ανθρωπογεωγραφία του κοινού αποτυπώνει τον διεθνή χαρακτήρα του θεσμού, ενώ οι υπέρτιτλοι σε αγγλικά και ελληνικά –σε όλες τις παραστάσεις, ελληνόφωνες ή μη– ενισχύουν την προσβασιμότητα για όλους. Το διεθνές προφίλ του Φεστιβάλ, σε συνδυασμό με τη στρατηγική επιλογή να διατηρεί χαμηλό και προσιτό εισιτήριο, έχει ενισχύσει την απήχησή του και το καθιστά σημαντικό πόλο πολιτιστικού τουρισμού και πολιτιστικής διπλωματίας για την Κύπρο.
–Συχνά γίνεται λόγος πως το Φεστιβάλ είναι κατ’ επίφαση Διεθνές, μιας και οι συμμετοχές είναι κυρίως ελλαδικές. Πώς σχολιάζετε;
–Η αλήθεια είναι ότι το Φεστιβάλ έχει διαχρονικά μια ισχυρή παρουσία ελλαδικών παραγωγών, κάτι απολύτως φυσικό αν αναλογιστεί κανείς τη θεματολογία του και το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει πλούσια και συνεχής παραγωγή αρχαίου δράματος. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός «κατ’ επίφαση διεθνές» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, το Φεστιβάλ έχει παρουσιάσει παραγωγές από: Ιταλία, Κροατία, Σλοβενία, Γεωργία, Σερβία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Ισραήλ, Ισπανία, Βέλγιο, Γερμανία, Λετονία. Η διεθνής συμμετοχή δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, με σχήματα που φέρουν διαφορετικές θεατρικές προσεγγίσεις, πολιτισμικές οπτικές και σκηνικά ιδιώματα.
Άξιο αναφοράς είναι ότι, τα μη ελληνόφωνα θεατρικά σχήματα δεν εντάσσουν σε τακτική βάση στο ρεπερτόριό τους παραγωγές αρχαίου δράματος, κάτι που αποτελεί σημαντικό ζήτημα που εντοπίζουμε από την πρώτη έρευνα πριν από κάθε προκήρυξη υποβολής προτάσεων. Επιπλέον, πολλές από τις διεθνείς παραγωγές που παρουσιάζονται –κυρίως από ευρωπαϊκά θέατρα– και ενίοτε υποβάλλονται ως προτάσεις συμμετοχής στο Φεστιβάλ, είναι είτε ολότελα διασκευές είτε πιο πειραματικές προσεγγίσεις αρχαίου δράματος, είτε ακόμα και κείμενα σύγχρονα βασισμένα στα σωζόμενα κείμενα.
–Φέτος θα έχουμε κυπριακή παραγωγή, γιατί πιστεύετε πως υπάρχει κάθε τόσο η συζήτηση για την κυπριακή συμμετοχή;
–Η συζήτηση για την κυπριακή συμμετοχή εντάθηκε κυρίως πέρυσι, λόγω της μη συμμετοχής κυπριακής παραγωγής, παραβλέποντας ίσως τη συνεχόμενη παρουσία των κυπριακών παραγωγών στο Φεστιβάλ και τη δημιουργική συνδιαλλαγή μεταξύ του θεσμού και των Κύπριων καλλιτεχνών. Από το 2011, όταν δόθηκε για πρώτη φορά βήμα σε Κύπριους δημιουργούς –εκτός των παραστάσεων του ΘΟΚ που συμμετείχαν έως το 2013 ή της συμμετοχής του Θεάτρου Σκάλα το 2007– το Φεστιβάλ κατάφερε να λειτουργήσει ως πλατφόρμα δίνοντας την ευκαιρία, την ευχέρεια, τον χώρο και τις διευκολύνσεις (οικονομικές, τεχνικές κ.λπ.) στους Κύπριους δημιουργούς για να παρουσιάσουν τη δική τους προσέγγιση στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Από το 2012 έως το 2018 συμμετείχαν ανελλιπώς στο Φεστιβάλ δύο κυπριακές παραγωγές ετησίως, ενώ στις διοργανώσεις του 2011, 2019, 2021 και 2023 συμμετείχε μια κυπριακή παραγωγή αντίστοιχα (το 2020 δεν πραγματοποιήθηκε το Φεστιβάλ). Επομένως, από το 2011 έως και σήμερα, εκτός των διοργανώσεων του 2022 και του 2024, η κυπριακή παρουσία στο Φεστιβάλ είναι σταθερή καθώς το Φεστιβάλ φιλοξένησε 19 νέες κυπριακές παραγωγές από σχήματα και δημιουργούς του ελεύθερου θεάτρου.
Το Φεστιβάλ δεν λειτουργεί με λογική προγράμματος χορηγίας ή επιχορήγησης παραγωγής, αλλά μέσω αγοράς των τριών πρώτων παραστάσεων κάθε κυπριακής παραγωγής που επιλέγεται για συμμετοχή, προσφέροντας έως €40.000 κι επιπλέον σημαντικές παροχές, που ανεβάζουν τη συνολική στήριξη στο ποσό των €80.000.
Συνεπώς, το Φεστιβάλ δεν αποκλείει τους Κύπριους δημιουργούς όπως –ευκόλως μεν αδίκως δε– αφέθηκε να εννοηθεί, αλλά το αντίθετο.
–Για ποιον λόγο δεν συμμετέχει ο ΘΟΚ στο Φεστιβάλ; Θα μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος συνεργασίας;
–Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω για ποιο λόγο ο ΘΟΚ δεν συμμετέχει στο Φεστιβάλ. Πρόκειται για ένα ερώτημα που θα πρέπει να απευθυνθεί στον ίδιο τον Οργανισμό. Η παραγωγή αρχαίου δράματος του ΘΟΚ συμμετείχε επανειλημμένα στο Φεστιβάλ μέχρι το 2013, υπό συνθήκες που, σε ορισμένες περιπτώσεις, προκαλούσαν σύγχυση στο κοινό, όπως για παράδειγμα η διαφορετική τιμολογιακή πολιτική. Από το 2014, όταν ανέλαβα τη διεύθυνση του ΚΚΔΙΘ, τέθηκε ως βασική αρχή η συμμετοχή όλων των θεατρικών οργανισμών με ίσους όρους, διασφαλίζοντας διαφάνεια και θεσμική ισοτιμία. Το ΚΚΔΙΘ έχει απευθυνθεί επίσημα στον ΘΟΚ με προτάσεις συνεργασίας (το 2015 και το 2018), χωρίς δυστυχώς θετικό αποτέλεσμα. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι εφόσον υπάρχει κοινή βούληση, μπορεί να βρεθεί τρόπος συνεργασίας που να συνάδει με το πλαίσιο και τη φιλοσοφία του Φεστιβάλ. Άλλωστε, η συνεργασία μας με τον ΘΟΚ συνεχίζεται σε άλλα προγράμματα και δράσεις.
–Η κρατική χρηματοδότηση κυμαίνεται γύρω στις 300.000 ευρώ… μακριά από αντίστοιχες διοργανώσεις του εξωτερικού… Είναι αρκετή για ένα τέτοιο Φεστιβάλ;
–Η κρατική χρηματοδότηση από το υφυπουργείο Πολιτισμού –ως ένας εκ των δύο διοργανωτών– φέτος κυμαίνεται γύρω στις €290.000, αυξημένη σε σχέση με την αντίστοιχη χρηματοδότηση των €175.000 το 2014, κατά το πρώτο Φεστιβάλ που ανέλαβα ως διευθυντής του ΚΚΔΙΘ. Αν και η κρατική χρηματοδότηση καλύπτει μόνο το 65% περίπου του συνολικού προϋπολογισμού του Φεστιβάλ, δεν παύει να αποτελεί τη βασική οικονομική του στήριξη.
Είμαστε ευγνώμονες που σε έναν μικρό τόπο όπως η Κύπρος υπάρχει αυτή η σταθερή επένδυση στον πολιτισμό. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι το ποσό αυτό υπολείπεται αισθητά σε σύγκριση με αντίστοιχα διεθνή φεστιβάλ, τα οποία λειτουργούν με πολλαπλάσιους προϋπολογισμούς, προερχόμενους τόσο από κρατικές όσο και από ιδιωτικές πηγές.
Παρά την οικονομική στενότητα στον τομέα του Πολιτισμού, έχουμε μάθει να λειτουργούμε με υψηλό αίσθημα ευθύνης, διαχειριζόμενοι τους διαθέσιμους πόρους με διαφάνεια, δημιουργικότητα και σαφή προσανατολισμό. Έτσι, καταφέρνουμε να φιλοξενούμε υψηλού επιπέδου παραγωγές, να διατηρούμε προσιτή τιμολογιακή πολιτική για το κοινό και να εξασφαλίζουμε σταθερά την ποιότητα των διοργανώσεων.
Φυσικά, υπάρχει πάντα περιθώριο βελτίωσης και περαιτέρω ενίσχυσης. Ένα φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα και αυξημένες λειτουργικές απαιτήσεις χρειάζεται μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη επένδυση, τόσο για την ενίσχυση του καλλιτεχνικού του εύρους όσο και για την περαιτέρω εδραίωσή του στο διεθνές πολιτιστικό τοπίο.
–Έχει συμβάλει το Φεστιβάλ στην πρόσληψη του αρχαίου ελληνικού δράματος στην Κύπρο;
–Το Φεστιβάλ έχει συμβάλει, με τον δικό του τρόπο, στην πρόσληψη του αρχαίου δράματος στην Κύπρο, καθώς και στην καλλιέργεια θεατρικής παιδείας και κουλτούρας, φέρνοντας το κοινό σε επαφή με διαφορετικές ερμηνείες του αρχαίου δράματος από όλο τον κόσμο.
Το Φεστιβάλ οφείλει να εξελίσσεται
–Η εκλογή σας στη θέση του γραμματέα του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, πώς μπορεί να ενισχύσει το Φεστιβάλ;
–Η εκλογή μου στη θέση του γραμματέα του Executive Board του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΔΙΘ) είναι σαφώς τιμητική, αλλά κυρίως αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την ενίσχυση της διεθνούς δικτύωσης του ΚΚΔΙΘ και κατ’ επέκταση του ίδιου του Φεστιβάλ, τόσο μέσω της άμεσης επαφής με το ίδιο το ΔΙΘ όσο και μέσα από διεθνείς οργανισμούς και φόρα, όπου προσκαλούμαι για να παρουσιάσω την πολυσχιδή δραστηριότητα του ΚΚΔΙΘ και, ειδικότερα, το Φεστιβάλ ως παράδειγμα καλής πρακτικής. Από αυτή τη θέση καλούμαι να συνδιαλέγομαι με ένα παγκόσμιο δίκτυο καλλιτεχνών, θεσμών και φεστιβάλ, ενισχύοντας παράλληλα την εξωστρέφεια, την προβολή και τις δυνατότητες συνεργασίας του ΚΚΔΙΘ μέσω των δράσεων του, συμπεριλαμβανομένου και του Φεστιβάλ, το οποίο διαρκώς εξελίσσεται.
–Ποιο είναι το στοίχημα που θέλει διαχρονικά να κατακτήσει το Φεστιβάλ;
–Επιδίωξη του ΚΚΔΙΘ, ως ενός εκ των διοργανωτών του Φεστιβάλ, είναι η ενίσχυση της πολιτιστικής διπλωματίας, η ανάδειξη της Κύπρου ως διεθνούς πολιτιστικού κόμβου και η διαρκής εξέλιξη του κοινού, με έμφαση στους νέους θεατές. Επόμενος στόχος είναι η δημιουργία παράλληλων δράσεων (εκπαιδευτικών, ερευνητικών, συμμετοχικών), καθώς και μιας «πειραματικής σκηνής» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, που θα φιλοξενεί διασκευές ή σύγχρονες μεταγραφές του αρχαίου δράματος, δίνοντας χώρο στην τόλμη για καινοτομία.
Το Φεστιβάλ οφείλει να εξελίσσεται μαζί με το κοινό και τον καιρό του. Να κρατήσουμε το αρχαίο δράμα ζωντανό και επίκαιρο, όχι ως μουσειακό κατάλοιπο, αλλά ως σύγχρονη θεατρική γλώσσα που εμπνέει, προκαλεί και διαλέγεται με την εποχή μας. Αυτό είναι το μεγάλο του στοίχημα.
Πληροφορίες
Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος 2025
9 Ιουλίου – 2 Αυγούστου | www.greekdramafest.com