

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος θα παρουσιάσει το καλοκαίρι του 2025, σε συμπαραγωγή με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, την παράσταση «ζ-η-θ, ο ξένος». Μια επιστροφή στις πηγές: επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας, σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη και σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, με την οποία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2025. Για την παράσταση μίλησαν στην «Κ» η Ελένη Μολέσκη, η οποία μαζί με τον Μιχάλη Μαρμαρινό έκανε τη δραματουργική επεξεργασία και είναι και Α΄ βοηθός σκηνοθέτη και ο Άντης Σκορδής, ο οποίος έχει αναλάβει τη μουσική σύνθεση. Η Ελένη Μολέσκη λέει πως στην παράσταση που ετοιμάζουν δεν θα δούμε τον Οδυσσέα, τον ήρωα έτσι όπως τον ξέρουμε ή νομίζουμε ότι τον ξέρουμε μέσα από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. «Βλέπουμε έναν ξένο, έναν ξένο που καταφτάνει σε μια άγνωστη χώρα χωρίς ταυτότητα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς όνομα, χωρίς παρελθόν. Στη διάρκεια αυτών των τριών ραψωδιών ο ξένος θα επανανακαλύψει τον εαυτό του».
–Είναι ο ξένος και στην εποχή μας μια έννοια που πολλούς φοβίζει… επιστρέφουμε σε εποχές σκοτεινές;
–Φυσικά και ο ξένος μας φοβίζει σήμερα. Σε εποχές κρίσεις καθετί διαφορετικό, κάθε είδους εξωτερική εισβολή μοιάζει μονάχα με απειλή. Οι επαναπροωθήσεις προσφύγων –που είτε παραδέχονται ότι κάνουν τα ευρωπαϊκά κράτη είτε όχι– απαντούν βροντερά στο ερώτημα που θέσατε. Οι μαζικές μετακινήσεις μεταναστών και προσφύγων αντιμετωπίζονταν πάντα στη σύγχρονη ιστορία με μια προσπάθεια να ελεγχθούν υπό τον φόβο της αποσταθεροποίησης που μπορούν να προκαλέσουν. Στην πραγματικότητα όμως οι εισροές νέων πληθυσμών μπορούν να ανανεώσουν ένα πολιτισμό αλλά και να στηρίξουν μια οικονομία. Δεν ξέρω λοιπόν αν γυρνάμε σε σκοτεινές εποχές κι αν κάποτε υπήρξαν φωτεινότερες. Ο κόσμος όμως των ομηρικών επών έρχεται να ρίξει τα βέλη του, με στίχους τόσο αιχμηρούς γι’ αυτό το θέμα που προσωπικά με συγκλονίζουν. Η Ναυσικά λέει όταν πρωτοσυναντάει τον ξένο ναυαγό σε μια ακτή «Όλοι οι φτωχοί και οι ξένοι είναι του Δία απεσταλμένοι» και αργότερα ο πατέρας της, βασιλιάς Αλκίνοος, συμβουλεύει τους καχύποπτους στους ξένους Φαίακες να δεχτούν φιλικά τον ξένο, γιατί υπάρχει και το ενδεχόμενο να είναι θεός ο ίδιος. Για την επική εποχή, η παρουσία ενός ξένου κρύβει κάτι θεϊκό… δεν κυριαρχεί λοιπόν ο φόβος σ’ αυτή συνάντηση Φαιάκων και ξένου αλλά το δέος και ο σεβασμός. Σε ένα άλλο σημείο λέει ο Αλκίνοος: «Ο ξένος αξίζει όσο κι αδερφός, αν έχει και ο φιλόξενος λιγάκι στέρεο νου». Αυτές οι φράσεις μάς προκαλούν, μας αναγκάζουν να αναρωτηθούμε για τη δική μας στάση απέναντι στον κάθε ξένο που συναντάμε. Με συγκινεί τρομερά ότι οι Φαίακες δεν πιέζουν τον ξένο να αποκαλύψει ποιος είναι. Του δίνουν τον χρόνο να το κάνει ο ίδιος. Μια τόσο βαθιά ευγένεια που έχει εκλείψει…
–Ο Οδυσσέας είναι ένας βασιλιάς, ένας πολέμαρχος, που όμως στην ακτή των Φαιάκων προσπέφτει στα πόδια μιας βασίλισσας και ικετεύει. Είναι ένας απλός άνθρωπος…
–Μια πολύ σημαντική δραματουργική διευκρίνιση: στη δική μας παράσταση δεν βλέπουμε τον Οδυσσέα, τον ήρωα έτσι όπως τον ξέρουμε ή νομίζουμε ότι τον ξέρουμε μέσα από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Βλέπουμε έναν ξένο, έναν ξένο που καταφτάνει σε μια άγνωστη χώρα χωρίς ταυτότητα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς όνομα, χωρίς παρελθόν. Στη διάρκεια αυτών των τριών ραψωδιών ο ξένος θα επανανακαλύψει τον εαυτό του. Αρχικά δεν είναι παρά ένας ανώνυμος ναυαγός, πεταμένος σε μια ακτή που ικετεύει, στη συνέχεια όμως θα βρει την υπόστασή του και θα μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Να επιστρέψει, αν το επιθυμεί… αλλιώς του προτείνουν να μείνει μαζί τους. Ακόμα ένα βέλος από το παρελθόν για το ήθος που θα έπρεπε να είχαμε στο θέμα του ξένου.
–Ποιος είναι ο άξονας δημιουργίας σε αυτή την παράσταση; Ήταν δύσκολο να γίνουν θεατρική πράξη οι τρεις ραψωδίες;
–Αλλά για να σας απαντήσω σε αυτό το ερώτημα θα σας αναφέρω δύο διαφορετικά αποσπάσματα τα οποία βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος που συνοδεύει την παράσταση. Αισθάνομαι ότι αν κανείς διαβάσει αποκλειστικά και μόνο αυτά τα δύο αποσπάσματα θα έχει μπροστά του όλο τον χάρτη της παράστασής μας. Το πρώτο ανήκει στον Γκαίτε και λέει: «Η χώρα που δεν προστατεύει τους ξένους γρήγορα θα χαθεί» και το τελευταίο είναι από την Isak Dinesen: «Όλες οι θλίψεις υποφέρονται, αν τις βάλεις σε μια ιστορία ή αν αφηγηθείς μια ιστορία για αυτές». Από τη μια λοιπόν είναι ο δραματουργικός άξονας του ξένου και από την άλλη ο άξονας του αοιδού -αφηγητή- ποιητή, ο μηχανισμός δηλαδή της αφήγησης. Καταρχάς το έπος είναι η μήτρα κάθε αφήγησης, ο ποιητής-ραψωδός της Οδύσσειας αφηγείται, τη σκυτάλη θα παραλάβει ο Δημόδοκος, ο αοιδός που καλούν οι Φαίακες να τραγουδήσει χάρη στην ικανότητα να αφηγείται με τέτοια θεϊκή έμπνευση σαν να ήταν ο ίδιος παρών στα γεγονότα. Ο Δημόδοκος θα αφηγηθεί ιστορίες από τον Τρωικό πόλεμο χωρίς να γνωρίζει ποιος βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό του. Μετά τον θεόπνευστο αοιδό την αφήγηση θα αναλάβει ο πραγματικός μάρτυρας των γεγονότων και στο τέλος η σκυτάλη θα επιστρέψει εκεί που πάντα ανήκε, στον ίδιο τον ποιητή. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο αλλά γι’ αυτό ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον.
«Οι μαζικές μετακινήσεις μεταναστών και προσφύγων αντιμετωπίζονταν πάντα στη σύγχρονη ιστορία με μια προσπάθεια να ελεγχθούν υπό τον φόβο της αποσταθεροποίησης που μπορούν να προκαλέσουν».
–Πώς εκλαμβάνετε εσείς το ταξίδι αυτού του ξένου;
–Σαν μια πορεία επανεφεύρεσης του εαυτού μας πριν από μια μεγάλη επιστροφή. Στο μυαλό μου έρχονται πολλές φορές ιστορίες από ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες που γνώρισα μέσα από προγράμματα καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Θυμάμαι ένα παιδί που όταν έφτασε στην Κύπρο και δεν ήξερε καθόλου πού βρισκόταν και ρωτούσε πώς μπορούσε να φτάσει με τα πόδια στην Κοπεγχάγη. Θυμάμαι την απελπισία του, όταν κατάλαβε ότι η Κύπρος ήταν νησί. Στο έπος ο ξένος διερωτάται ««Αλίμονό μου! Σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα; Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι, ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν κι ο νους τους σέβεται τα θεία;».
–Νιώσατε ποτέ ξένη είτε στα πράγματα είτε σε ένα σύνολο ανθρώπων;
–Φυσικά…κάθε άνθρωπος νομίζω. Πότε όμως δεν ήμουν αβοήθητη. Γι’ αυτό θα δίσταζα να παραλληλίσω τη δική μου θέση με τη θέση κάποιου πρόσφυγα.
–Πώς εκλαμβάνετε αυτό που ο Μιχάλης Μαρμαρινός περιγράφει «πολιτισμό της Αιδούς»;
–Ο όρος πολιτισμός της αιδούς, που εισήγαγε ο Dotts στο βιβλίο του «Οι Έλληνες και το παράλογο», αναφέρεται σε μια κοινωνία όπου το υψηλότερο αγαθό για τον άνθρωπο δεν είναι η απόλαυση μιας ήσυχης συνείδησης, αλλά η απόλαυση της τιμής, της δημόσιας εκτίμησης. Κάθε άνθρωπος δεν λογοδοτεί στον εαυτό του και τον θεό του για τις πράξεις του, όπως συμβαίνει σε μια νεωτερική κοινωνία αλλά πρώτα και πάνω απ’ όλα στο σύνολο στο οποίο ανήκει. Στο έπος δεν είναι ζητούμενο να είσαι «εντάξει με τον εαυτό σου» αλλά να «έχεις τα μούτρα» να αντιμετωπίσεις τους συνανθρώπους σου. Αυτό το έπος-ντοκουμέντο, γιατί πραγματικά οι απόλυτες λεπτομέρειές του σε πολλά σημεία του το καθιστούν ντοκουμέντο μιας εποχής, μας αποκαλύπτει ένα προ-πλατωνικό κόσμο, που αν τον διαβάσουμε ουσιαστικά θα εμβολίσει τη σκέψη μας και θα μας οδηγήσει σε μονοπάτια απολύτως αναγκαία σήμερα.
Η μουσική στην παράσταση αποκτά ένα χορικό ρόλο και ακολουθεί δραματικά την αφήγηση του αοιδού
«Η απαγγελία του έπους έφερε έμπνευση στη μουσική σύνθεση, ωστόσο ως κείμενο ήταν δύσκολο να μελοποιηθεί λόγω του τρόπου γραφής αλλά και την πλούσια περιεκτικότητα που έχει η κάθε πρόταση, η κάθε λέξη».
Ο Άντης Σκορδής, ο οποίος συνέθεσε τη μουσική για την παράσταση λέει πως η αφήγηση από μόνη της έχει ρυθμό και τονικό ύφος, είναι μουσική, οπότε χρειαζόταν ένας ιδιαίτερος χειρισμός για να επιτρέψει η μουσικότητα του λόγου να συνυπάρχει αρμονικά με ό,τι άλλο μουσικό περιεχόμενο θα τη συνόδευε, κάτι που γι’ αυτόν ήταν μια καινούργια συνθήκη όσο αφορά τη μουσική του γενικότερα. Αναφέρει επίσης ότι στην αφήγηση η μουσική αποκτά ένα χορικό ρόλο, γίνεται μέρος του χορού, των Φαιάκων, και ακολουθεί δραματικά την αφήγηση του αοιδού.
–Εμβυθίστηκες στην αρχέγονη αίσθηση του έπους και μιας εποχής εν πολλοίς άγνωστης, ώστε να δουλέψεις τη μουσική σε αυτή την ιδιαίτερη παράσταση;
–Εμβυθίστηκα κυρίως σε ένα φανταστικό μέρος που ονομάζεται Φαιακία (η χώρα των Φαιάκων) όπου μέσα από τις περιγραφές του Ομήρου σε συνδυασμό με την εικαστική και κινησιολογική προσέγγιση της παράστασης φαντασιωνόμουν ένα μέρος στο οποίο υπάρχουν ήχοι αλλά και μουσική. Αυτή τη φαντασία τόλμησα να εκφράσω μέσα από τη μουσική σύνθεση όλης της παράστασης.
–Η απαγγελία και η λαϊκότητα που έχει το έπος, σε βοήθησαν καθόλου;
–Η απαγγελία του έπους έφερε έμπνευση στη μουσική σύνθεση, ωστόσο ως κείμενο ήταν δύσκολο να μελοποιηθεί λόγω του τρόπου γραφής αλλά και την πλούσια περιεκτικότητα που έχει η κάθε πρόταση, η κάθε λέξη. Η αφήγηση από μόνη της έχει ρυθμό και τονικό ύφος, είναι μουσική, οπότε χρειαζόταν ένας ιδιαίτερος χειρισμός για να επιτρέψει στη μουσικότητα του λόγου να συνυπάρχει αρμονικά με ό,τι άλλο μουσικό περιεχόμενο θα τη συνόδευε, που για μένα ήταν μια καινούργια συνθήκη όσο αφορά τη μουσική μου γενικότερα.
–Πώς αντιλαμβάνεσαι την έννοια του ξένου;
–Ο ξένος είναι ένας αντικατοπτρισμός του εαυτού μας μέσα από διάφορες πτυχές της ύπαρξής μας. Ο ξένος είμαστε εμείς στην κοινωνία… ο ξένος είναι οι άλλοι σε σχέση με μας, η κάποι@ σε σχέση με μας και την κοινωνία. Η σχέση μας με το περιβάλλον, η σχέση μας με τις πόλεις, εμείς και αυτοί… με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας ξένοι είμαστε και στη σχέση μας με τον άνθρωπο ως μια γενικότερη ευρύτερη έννοια…
–Ο τραγουδιστής αναθυμάται τα παλιά στη ραψωδία «θ», προφητεύοντας… η μουσική σου;
–Η μουσική μου είναι η επέκταση της φωνής του αοιδού στη ραψωδία «θ», σαν τα τσέλα να γίνονται ένα με τις φωνητικές χορδές και να γίνονται μια οντότητα. Ο αοιδός τραγουδά και αφηγείται… στο τραγούδι ισχύει ό,τι περίγραψα πιο πάνω, ωστόσο στην αφήγηση η μουσική αποκτά ένα χορικό ρόλο, γίνεται μέρος του χορού, των Φαιάκων, και ακολουθεί δραματικά την αφήγηση του αοιδού.
–Είναι σαν να μη επιτρέπεται στον ξένο να έχει μνήμη… έχει η μουσική τέτοια ποιότητα;
–Η μουσική έχει δύο χαρακτηριστικά σε όλο το έργο όπως ανάφερα πιο πάνω. Αρχικά λειτουργεί σαν ήχος… σαν τον ήχο της χώρας των Φαιάκων όπως τον φαντάζομαι μέσα από τις περιγραφές του κειμένου και τη σκηνοθετική προσέγγιση και σαν την επέκταση της φωνής της αοιδού. Σαν ήχος έχει το χαρακτηριστικό της επανάληψης, όπου μέσα από αυτή πραγματεύεται την έννοια της μνήμης, σαν ένα κατασκεύασμα που δημιουργείται στο παρόν και εξελίσσεται με συνεχόμενες αναφορές στο παρελθόν.
Πληροφορίες
Πρεμιέρα: Επίδαυρος, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2025, Παρασκευή 11 και Σάββατο 12 Ιουλίου.
Παραστάσεις Κύπρου: Αμφιθέατρο Μακάριος Γ΄, Σχολής Τυφλών, Παρασκευή 18 και Σάββατο 19 Ιουλίου. Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Παρασκευή 25 και Σάββατο 26 Ιουλίου.