ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Οι επιλογές που έφεραν πτώχευση τουρισμού

Η απεξάρτηση από Βρετανία και Ρωσία θυσιάστηκε από ιδιωτικό και δημόσιο τομέα στο βωμό του εύκολου χρήματος

Της Μαρίας Ηρακλέους

Της Μαρίας Ηρακλέους

Από την περίοδο του ΚΟΤ μέχρι το σημερινό Υφυπουργείο Τουρισμού, η ατζέντα για τον κυπριακό τουρισμό δεν έχει αλλάξει δραματικά. Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, δεν λείπουν από την σφαίρα της δημόσιας συζήτησης η ανάγκη για απεξάρτηση από την βρετανική και την ρωσική αγορά και η σημασία επένδυσής μας σε νέες αγορές όπως είναι η Γερμανία. Από την θεωρία στην πράξη, ωστόσο, το χάσμα είναι μεγάλο και αυτό φαίνεται από τα στοιχεία. Την τελευταία δεκαετία, την πρωτοκαθεδρία των αφίξεων διατηρούν με μικρές διακυμάνσεις οι δύο παραδοσιακές αγορές, ενώ το μερίδιο αγοράς της Γερμανίας παρουσιάζει μείωση. Αποτέλεσμα της επιμονής μας να διατηρούμε τον ομφάλιο λώρο με τις δύο αγορές, ο κυπριακός τουρισμός παραμένει στην ουσία απροστάτευτος στις δυσμενείς συγκυρίες που παρουσιάζονται. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις του Brexit, το λουκέτο της Thomas Cook και εσχάτως, την πανδημία Covid- 19, η οποία προκάλεσε απώλειες της τάξης του 75% για τα τουριστικά έσοδα που με την σειρά τους αναμένεται να καθορίσουν τελικά και το αποτέλεσμα της ύφεσης της κυπριακής οικονομίας. Η «Κ» μίλησε με γνώστες της τουριστικής αγοράς, οι οποίοι κινούνται γύρω από μια βασική συνισταμένη- ότι ο κορωνοϊός και το γενικότερο πάγωμα που έχει προκαλέσει στο τουριστικό ρεύμα είναι μόνο η προφανής αιτία για τις φετινές ζημιές.

Στην περίπτωση άλλων τουριστικών προορισμών, οι απώλειες κυμαίνονται στο 50%. Στην περίπτωση της Κύπρου προστίθεται ένα επιπλέον 25%, λόγω ακριβώς της αδυναμίας μας να απογαλακτιστούμε πρωτίστως από την Βρετανία και σε μικρότερο βαθμό από την Ρωσία, αγορές οι οποίες μαζί με το Ισραήλ έφτασαν πέρσι τις 2,4 εκατ. αφίξεις στο σύνολο των 3,97. Η πανωλεθρία, την οποία διέρχεται εν μέσω καλοκαιρινής περιόδου ο κυπριακός τουρισμός, έρχεται ως αποτέλεσμα διαχρονικών λαθών, παραλείψεων και αδυναμίας της Κύπρου να διεισδύσει σε νέες τουριστικές αγορές επισημαίνουν παράγοντες της τουριστικής αγοράς. Σύμφωνα με τον επίτιμο πρόεδρο των τουριστικών πρακτόρων Κύπρου Βίκτωρα Μαντοβάνη, μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία προσέλκυσης νέων αγορών έχει και ο ιδιωτικός αλλά και ο δημόσιος τομέας. «Καταλήγαμε πάντα στις εύκολες λύσεις, στα εύκολα κέρδη αν και στρατηγικά αναγνωρίζαμε ότι αυτό ήταν λάθος». Ως αποτέλεσμα, αυτή την στιγμή η Κύπρος να δίνει μάχες ώστε να κερδίσει την υστάτη μεμονωμένους επιβάτες από αγορές οι οποίες βρίσκονται στην κατηγορία Α, αφού έχασε την παρτίδα για Βρετανία, Ρωσία και Ισραήλ.

Χωρίς συντονισμό

Όσον αφορά την πρόσφατη περίπτωση της πανδημίας, πηγές από ταξιδιωτικούς οργανισμούς ψέγουν την έλλειψη συντονισμένων ενεργειών μεταξύ κυβέρνησης, ξενοδόχων και τουριστικών πρακτόρων. Πακέτα δεν μπορούσαν να κλείσουν αφού μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν υπήρχε εικόνα για το ποια ξενοδοχεία θα λειτουργήσουν. Από την πλευρά τους οι ξενοδόχοι αναφέρουν ότι ανέμεναν τα σχέδια της Κυβέρνησης για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Η αβεβαιότητα κόστισε σε κρατήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν κατά τον μήνα Ιούλιο, και επέφερε ακόμα ένα πλήγμα στον ήδη τραυματισμένο τουρισμό.

Χωρίς ισχυρό brandname

Η τελευταία κρίση της πανδημίας, ανέδειξε κενά στο θέμα του σωστού μάρκετινγκ. Για παράδειγμα, η καλή επιδημιολογική εικόνα της Κύπρου, αποτέλεσε μάλλον πληροφορία εγχώριας κατανάλωσης, η οποία δεν είχε αποδέκτες τις τουριστικές αγορές. Αλλά πρόκειται για κενά τα οποία δεν είναι σημερινά. Διαχρονικά η Κύπρος δεν έχει καταφέρει να κτίσει ένα ισχυρό brandname, το οποίο να την ξεχωρίζει και να της δίνει σημαντικό προβάδισμα έναντι άλλων προορισμών, όπως για παράδειγμα η Μαγιόρκα ή η πιο κοντινή μας Κρήτη. Από την άλλη, το γεγονός ότι ακόμα μιλάμε για επιμήκυνση της καλοκαιρινής περιόδου, δείχνει ότι η Κύπρος δεν έχει αξιοποιήσει επαρκώς το χαρτί του ήπιου χειμώνα που την χαρακτηρίζει.

Δεν έχουμε το προϊόν

Στους λόγους για τους οποίους δεν καταφέραμε να αυξήσουμε τα ποσοστά μας από την κεντρική Ευρώπη, είναι και η απουσία του προϊόντος που αναζητούν αυτές οι αγορές. Γιατί μπορεί ο ήλιος και η θάλασσα να έχουν κερδίσει τους Βρετανούς και τους Ρώσους, ωστόσο υπάρχει μερίδα τουριστών οι οποίοι αναζητούν το κάτι παραπάνω. Για παράδειγμα τα μουσεία μας και οι αρχαιολογικοί μας χώροι είναι υποβαθμισμένα, δεν υπάρχουν θεματικά πάρκα, ούτε δυνατές δημόσιες συγκοινωνίες και ποδηλατόδρομοι. Ακόμα πιο σημαντικό, είναι ότι στο πέρασμα των χρόνων δεν έχουμε καταφέρει να διαμορφώσουμε μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως Κύπρος και αυτό μας στοιχίζει τουριστικά αναφέρει ο Χάρης Παπαχαραλάμπους του τουριστικού ομίλου MTS Globe Cyprus. Αλλά πέραν αυτών, φαίνεται ότι δεν έχουν γίνει άλλα πιο απλά βήματα, από πλευράς της τουριστικής βιομηχανίας. Για παράδειγμα, είναι πολύ απομακρυσμένη η πιθανότητα να υπάρχουν εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια οι οποίοι να μιλούν άλλες γλώσσες πέραν της Αγγλικής και της Ρωσικής. Γερμανόφωνο, ιταλόφωνο και γαλλόφωνο προσωπικό δεν υπάρχει. Το ίδιο και τα μενού στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία που δείχνουν να απευθύνονται μόνο στις δύο παραδοσιακές μας αγορές. Όλα τα πιο πάνω δημιουργούν ένα μάλλον αφιλόξενο περιβάλλον για τις γερμανόφωνες αγορές της Ευρώπης. «Χρειάζεται ένας μακροπρόθεσμος προγραμματισμός για να ανοίξει μια αγορά. Το ίδιο και με το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις. Δεν θα μας φέρουν από την μια μέρα στην άλλη τα social media νέες αγορές. Χρειάζεται δουλειά και εμείς δεν συντονιζόμαστε» υπογραμμίζει ο κ. Μαντοβάνης.

Η ευθύνη των ξενοδοχείων

Μερίδιο ευθύνης για την σημερινή εικόνα του τουρισμού καταλογίζεται και στον τομέα των ξενοδοχείων, που επιμένουν διαχρονικά να δουλεύουν με Ρώσους και Βρετανούς και με οργανωμένα πακέτα διακοπών. Θυμίζουμε το κλίμα πανικού που δημιουργήθηκε στην πλειοψηφία των ξενοδόχων λόγω του λουκέτου στην Thomas Cook και το οικονομικό κενό που αυτό δημιούργησε. Φυσικά από την Thomas Cook μέχρι την πανδημία, δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για να αλλάξει η πεπατημένη χρόνων. Ωστόσο, τουριστικοί φορείς περιγράφουν περιπτώσεις όπου οι ξενοδόχοι ακυρώνουν συμφωνίες με Γερμανούς tour operators προτιμώντας να κλείσουν πακέτα με Ρώσους και Βρετανούς, λόγω ψηλότερων προκαταβολών. Είναι σαφές ότι για να κερδίσεις μια νέα αγορά θα πρέπει να επενδύσεις, να ρισκάρεις, και να γίνεις πιο ανταγωνιστικός τιμολογιακά κάτι το οποίο τουλάχιστον η πλειοψηφία των ξενοδόχων δεν δείχνει έτοιμη να το κάνει.

Ο χαμένος στόχος για την γερμανική αγορά

Πολλοί ανέμεναν ότι φέτος θα ήταν η χρονιά για δυνατό μπάσιμο από την γερμανική αγορά. Το κενό της Germania ήρθε να αντικαταστήσει η Condorη οποία κατάφερε μετά το λουκέτο της Thomas Cook να διατηρηθεί και να συνεχίσει τα δρομολόγια της. Η εν λόγω εξέλιξη έδωσε μεγάλες ανάσες στους φορείς του τουρισμού και ελπίδα ότι δεν θα χαθεί η γερμανική αγορά. Ακολούθησε ένα μήνα αργότερα η συμφωνία της εταιρείας με το Υφυπουργείο Τουρισμού και την Hermes Airports για έναρξη οκτώ εβδομαδιαίων πτήσεων από τέσσερα γερμανικά αεροδρόμια προς το Διεθνές αεροδρόμιο Πάφου για την περίοδο Απριλίου- Νοεμβρίου. Συμφωνία η οποία ωστόσο δεν τηρήθηκε ως συνέπεια της ευρύτερης έκρυθμης κατάστασης σε δρομολόγια και πτήσεις λόγω πανδημίας. Οι πτήσεις ωστόσο μπορούν να επιστρέψουν εφόσον υπάρχει ζήτηση από την αγορά.

Δεν μας ξέρουν οι Γερμανοί

Η γερμανική αγορά ήταν επίσης ένας διαχρονικός στόχος του ΚΟΤ και μετέπειτα του Υφυπουργείου Τουρισμού. Οι όποιες προσπάθειες έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, είτε μέσα από επαφές με ταξιδιωτικούς πράκτορες, είτε σε διεθνείς εκθέσεις, δεν φαίνεται να είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν πηγές από την εταιρεία Meeting Point μέλοςτου γερμανικού τουριστικού ομίλου FTI, το νησί βρίσκεται πολύ χαμηλά στον κατάλογο των επιλογών για τον Γερμανό τουρίστα, ενώ για την πλειοψηφία, η Κύπρος δεν είναι καν επιλογή. Προηγούνται προορισμοί όπως η Ισπανία, η Τουρκία, η Ελλάδα, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Μάλτα και η Ιταλία, ενώ είναι ζήτημα αν η Κύπρος βρίσκεται στις πρώτες 25 χώρες επιλογής.

Οι αριθμοί

Η δυναμική της γερμανικής αγοράς καταδεικνύεται από το γεγονός ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη αγορά εξερχόμενου τουρισμού στην Ευρώπη. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατες αναλύσεις για τον γερμανικό τουρισμό, θεωρείται ότι το 60% των Γερμανών ταξιδεύει. Στην περίπτωση της Κύπρου, η εικόνα των αφίξεων που παρουσιάζει η γερμανική αγορά είναι απογοητευτική αν πάρουμε ως δεδομένο ότι πρόκειται για αγορά η οποία θεωρείται κλειδί για τον τουρισμό και σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τις προσπάθειες χρόνων για προσέλκυση τουριστών από την χώρα, αφού καταγράφει πτωτική πορεία. Ανατρέξαμε σε στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, από το 1995 και εντεύθεν. Το 1995 το μερίδιο των Γερμανών τουριστών στις συνολικές αφίξεις ήταν γύρω στο 11%. Συγκεκριμένα από τα 2,1 εκατ. αφίξεων, οι 235 χιλιάδες ήταν Γερμανοί. Τον επόμενο χρόνο το ποσοστό αυξήθηκε, ενώ μέχρι το 2001 οι γερμανικές αφίξεις κυμαίνονταν πάνω από 200 χιλιάδες. Από το 2002 ξεκίνησε η πτωτική πορεία, ενώ το 2013 και 2014 ήταν οι χειρότερες χρονιές με επιδόσεις κάτω των 100 χιλιάδων. Το 2015, επισκέφθηκαν το νησί 112.219 Γερμανοί, λίγο περισσότεροι το 2016 ενώ σημαντική αύξηση καταγράφηκε το 2017 και 2018. Αναλογικά ωστόσο στο σύνολο των αφίξεων, το ποσοστό της γερμανικής αγοράς παρουσίασε μείωση. Αποκορύφωμα, το 2019, όπου από το σύνολο των 3,97 εκατ. τουριστικών αφίξεων, οι Γερμανοί τουρίστες ανήλθαν στις 151,5 χιλιάδες ή σε ποσοστό 3,8%. Για το 2020, ο στόχος με βάση τα δεδομένα, είναι οι 50 χιλιάδες αφίξεις από την εν λόγω αγορά.

Τουρίστες από Κίνα

Την ώρα που δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε ευρωπαϊκές αγορές, είναι τουλάχιστον υπερβολικό να γίνονται σκέψεις για προσέλκυση τουριστών από Αμερική, Νότιο Κορέα και Κίνα. Η Κύπρος δεν έχει το προϊόν για να προσελκύσει αυτές τις αγορές τονίζει ο Βίκτωρας Μαντοβάνης και δείχνει προς πιο εφικτούς στόχους και την προσέλκυση τουριστών από την Ευρώπη και προορισμούς όπως Πολωνία, Ολλανδία και Σκανδιναβία. Την ίδια ώρα, η Κύπρος δεν προσπαθεί και δεν υπάρχει στον χάρτη των τουριστικών προορισμών για την Ιταλία, την Ισπανία και την Γαλλία, αγορές οι οποίες διοχετεύουν εκατομμύρια εξερχόμενου τουρισμού. Στην περίπτωση της Ιταλίας, το 2019 καταγράφηκαν περίπου 27 χιλιάδες αφίξεις, μόλις 9,5 χιλιάδες ήρθαν από Ισπανία και 31 χιλιάδες από Γαλλία. «Πρέπει να επικεντρωθούμε εκεί που μπορούμε να έχουμε σωστά αποτελέσματα που είναι πιο κοντινές μας χώρες», επισημαίνει ο κ. Μαντοβάνης.

Έντυπη Έκδοση

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Μαρίας Ηρακλέους

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση