ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πού χάνει το δίκιο του ο Τραμπ

Οι πρακτικές της Κίνας και γιατί οι δασμοί δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν

Kathimerini.gr

Οι επιφυλάξεις σε σχέση με τον ρόλο της κινεζικής παραγωγής στο διεθνές εμπόριο και στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ο πρόεδρος των ΗΠΑ χάνει τελικά το δίκιο του. Ποια είναι τα βασικά σημεία που οδηγούν την αντιπαράθεση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο και γιατί οι δασμοί Τραμπ δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν;

Επιδοτήσεις

Ενα βασικό ζήτημα με την εμπορική πολιτική της Κίνας είναι το γεγονός ότι έχει υποστηρίξει σε μεγάλο βαθμό τις βιομηχανίες της με κρατικές επιδοτήσεις, χαμηλού κόστους πιστώσεις και ευνοϊκές πολιτικές που ωφελούν –κατά μία άποψη, αθέμιτα– την εξαγωγική άνθηση σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα αλλά και ο χάλυβας ή οι ηλιακοί συλλέκτες. Οι ενστάσεις αφορούν το γεγονός ότι πρόκειται για ενέργειες ικανές να οδηγούν σε υπερπαραγωγή και τεχνητά χαμηλές τιμές που λειτουργούν εις βάρος των ξένων ανταγωνιστών της παγκόσμιας αγοράς.

Χωρίς κανόνες

Μία άλλη παράμετρος έγκειται στη διαπίστωση ότι οι δυτικές εταιρείες στην Κίνα δεν αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνθήκες πρόσβασης που απολαμβάνουν οι κινεζικές εταιρείες στις δυτικές αγορές, καθώς είναι αντιμέτωπες με κανονισμούς, απαιτήσεις αδειοδότησης και ρυθμίσεις –βλ. για τη λειτουργία των κοινοπραξιών– που λειτουργούν ως εμπόδια εισόδου στην κινεζική αγορά. Οι επικριτές της Κίνας θεωρούν ότι επωφελείται από το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα χωρίς να «παίζει» πάντα με τους κανόνες του. Με άλλα λόγια, κατηγορούν το Πεκίνο ότι εξακολουθεί να διατηρεί μια ημίκλειστη, κατευθυνόμενη από το κράτος οικονομία, παρότι απολαμβάνει τα οφέλη τής κατά τα άλλα ανοιχτής παγκόσμιας αγοράς.

Κλοπή μυστικών

Η Κίνα παράλληλα έχει έρθει αντιμέτωπη με την κατηγορία ότι μεθοδεύει αναγκαστικές μεταφορές τεχνολογίας, όταν για παράδειγμα μια ξένη εταιρεία πρέπει να μοιράζεται τεχνολογία με κινεζικό εταίρο για να εισέλθει στην κινεζική αγορά. Στο ίδιο πλαίσιο, δεν έχουν λείψει ισχυρισμοί περί κλοπής εμπορικών μυστικών μέσω κατασκοπείας στον κυβερνοχώρο. Επιπλέον, τουλάχιστον στο παρελθόν, η Δύση έχει προσάψει επίσης στην Κίνα ότι διατηρούσε το κινεζικό γουάν τεχνητά αδύναμο με απώτερο σκοπό να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Στην πραγματικότητα, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν φτάσει στο σημείο να συμπεράνουν ότι η Κίνα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως οικονομία της αγοράς, καθώς η παραγωγή και οι τιμές της δεν καθορίζονται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς αλλά από τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Στο ιστορικό της κριτικής προς το Πεκίνο έρχονται να προστεθούν αιτιάσεις που εκτείνονται από ντάμπινγκ στους μισθούς μέχρι αμφιλεγόμενες εργασιακές συνθήκες και επιβάρυνση στο περιβάλλον.

Χαλιναγώγηση αγοράς

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κινεζική βιομηχανία έχει σήμερα μεγάλη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και μάλιστα η κινεζική κυβέρνηση επενδύει περαιτέρω προς αυτήν την κατεύθυνση. Ασκεί έτσι πιέσεις στις τιμές μιας μεγάλης γκάμας βιομηχανικών προϊόντων, περιορίζοντας σημαντικά τα περιθώρια των ξένων βιομηχανιών –όσων δεν παράγουν στην Κίνα– να αποκομίσουν κέρδη. Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια μεταποίηση και υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει το 35% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, που είναι σχεδόν έξι φορές υψηλότερο από το μερίδιο του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού, δηλαδή των ΗΠΑ. Εκτιμήσεις θέλουν την Κίνα να δαπανά συνολικά έως και το 5% του ΑΕΠ της, με άμεσες και έμμεσες ενέργειες, για τη στήριξη της βιομηχανικής πολιτικής της.

«Η Κίνα είναι πλέον ο μοναδικός κατασκευαστικός γίγαντας στον κόσμο. Οπως αποδεικνύει η πρόσφατη επιτυχία της στα ηλεκτρικά οχήματα, η ευρεία και βαθιά βιομηχανική της βάση μπορεί να τη βοηθήσει να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε όλα σχεδόν τα πεδία. Εξαιρούνται οι πιο προηγμένοι τομείς, όπου εξακολουθούν να κυριαρχούν οι χώρες του G7», έγραφε σε ανάλυση για το VoxEU ο Ρίτσαρντ Μπάλντγουιν, καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο IMD Business School της Λωζάννης. «Οι πολιτικοί που επιδίδονται με ευκολία σε συζητήσεις για αποσύνδεση από την Κίνα έχουν ανάγκη από μια πιο καθαρή ματιά στα γεγονότα. Η αποσύνδεση θα είναι τουλάχιστον δύσκολη», έλεγε χαρακτηριστικά πριν ακόμη ξεσπάσει ο εμπορικός πόλεμος, με δεδομένο ότι όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές ανά τον κόσμο προμηθεύονται από την Κίνα ένα μικρό ή μεγάλο ποσοστό των βιομηχανικών εισροών τους.

Τα εμπόδια

Κάπου εδώ, όμως, αρχίζει το πρόβλημα με την εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρεί ότι οι ΗΠΑ έχουν το πλεονέκτημα στον πόλεμο των δασμών, πολύ απλά, λόγω του εμπορικού ελλείμματος με την Κίνα. Το Πεκίνο ωστόσο είναι αυτό που έχει το αληθινό πλεονέκτημα, μια και οι ΗΠΑ εισάγουν από την Κίνα ζωτικά αγαθά τα οποία δεν μπορούν εύκολα –ή τουλάχιστον σύντομα– να αντικαταστήσουν με κόστη που δεν θα είναι απαγορευτικά για την αποτελεσματικότητα της οικονομίας τους.

Η εξάρτηση

Η μείωση της εξάρτησης από την Κίνα είναι μια συζήτηση. Το να σαμποτάρεις όμως τις εισαγωγές που χρειάζεσαι για να αναπτυχθείς χωρίς να έχεις φροντίσει για το plan B, είναι μια άλλη συζήτηση χωρίς αίσιο τέλος για τις ΗΠΑ. Σε τελική ανάλυση, αν δεν χρειαζόταν αυτά τα αγαθά σε αυτές τις τιμές, η αμερικανική αγορά δεν θα έκανε τις αντίστοιχες εισαγωγές. Ούτως ή άλλως, το να εισάγεις φθηνά προϊόντα για την οικονομία σου είναι ένα όφελος το οποίο θα πρέπει τουλάχιστον να ζυγίσεις προσεκτικά πριν το ανατρέψεις. Αν η Ουάσιγκτον προχωρήσει με το σενάριο των δυσβάσταχτων δασμών, η αμερικανική οικονομία θα στερηθεί από βασικά συστατικά φαρμακευτικών προϊόντων μέχρι φθηνούς ημιαγωγούς που χρησιμοποιούνται σε αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές ή κρίσιμα ορυκτά για βιομηχανικές διεργασίες που φτάνουν μέχρι και την παραγωγή οπλικών συστημάτων. Το σοκ προσφοράς από τη δραστική μείωση, αν όχι τον μηδενισμό, των εισαγωγών από την Κίνα, θα σήμαινε τουλάχιστον στασιμότητα για την αμερικανική οικονομία, μια προοπτική την οποία σαφώς τιμολογούν με κάθε ευκαιρία οι αγορές. Και, ασφαλώς, στο σενάριο της ύφεσης θα ακολουθήσει μείωση αντί για αύξηση των θέσεων εργασίας, όπως αυτή υποτίθεται ότι επιδιώκεται με την επιστροφή μονάδων παραγωγής στις ΗΠΑ.

Αβεβαιότητα

Η αβεβαιότητα που προκαλεί η αμερικανική κυβέρνηση με τους χειρισμούς της είναι κατά γενική ομολογία η χειρότερη επίδραση της πολιτικής της, καθώς διαταράσσει βίαια την παγκόσμια οικονομία και, επιπλέον, υπονομεύει την ελκυστικότητα των ΗΠΑ ως διεθνούς επενδυτικού και επιχειρηματικού προορισμού. Τα εμπόδια στις εφοδιαστικές αλυσίδες που καταλήγουν στην αμερικανική οικονομία δεν μπορεί παρά να επιδράσουν αρνητικά στις επενδύσεις και, φυσικά, να αυξήσουν τα επιτόκια που συνοδεύουν το αμερικανικό χρέος.

Σημειωτέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα ότι η Κίνα αποταμιεύει εις βάρος των ΗΠΑ, διατυπώνονται ενστάσεις που πηγάζουν από το στοιχείο ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αντιστοιχεί μόλις στο 34% του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ. Στο μεταξύ, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η εμμονή της Κίνας με τη μεταποίηση έχει προκαλέσει ανισορροπία στην ίδια την οικονομία της, η οποία είναι υπερβολικά εξαρτημένη από τις επενδύσεις, εις βάρος της κατανάλωσης. Πρόκειται για μία από τις βασικές αιτίες πίσω από την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην κινεζική οικονομία, η οποία έχει αρχίσει πλέον να αντιμετωπίζει αυξανόμενη ανεργία αλλά και χρέη – βλ. τομείς όπως το real estate. Και αυτό παρότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Κίνα αρνούνται ότι η χώρα πάσχει από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Αποδίδουν μάλιστα τις αντίστοιχες αναλύσεις σε μια απόπειρα της Δύσης να εμποδίσει την άνοδο της κινεζικής οικονομίας θέτοντας όρια στην παραγωγή και στις εξαγωγές της. Συμπερασματικά, οι αιτιάσεις απέναντι στις εμπορικές πρακτικές της Κίνας είχαν και έχουν βάση. Ωστόσο, είναι άλλο να θέλεις με αξιοπιστία να διεκδικήσεις αλλαγή των όρων που διέπουν τη σχέση σου με την Κίνα και άλλο μέσα σε μία ημέρα να φέρνεις τα πάνω κάτω στο διεθνές σύστημα με συνέπειες και για την οικονομία σου. Και αν ο αληθινός σκοπός είναι η διαπραγμάτευση, η ζημία είναι ήδη αξιοσημείωτη και μετουσιώνεται αφενός στην καταστροφή κεφαλαίων στις χρηματαγορές, αφετέρου στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των επενδυτών, οι οποίοι για την ώρα έχουν «παγώσει» τις αποφάσεις για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών σχεδίων.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση