Του Παύλου Ξανθούλη
«Επιχειρησιακή λύση», ώστε να δημιουργηθούν προοπτικές επιστροφής Σύρων προσφύγων στη Συρία εξετάζει η Κομισιόν, υπό το βάρος της σκλήρυνσης της στάσης όλων σχεδόν των κρατών-μελών στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, αλλά και της αναγωγής του ζητήματος στην κορυφή της προεκλογικής ατζέντας κυρίως της Γερμανίας, ως επίσης και της Πολωνίας, ενόψει των εκλογών στις δύο χώρες, το 2025.
Σε ασκήσεις επί χάρτου προβαίνει η Κομισιόν προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων.
Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, ως αποτέλεσμα των μηνυμάτων που έστειλε η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών των «27», στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής (17-18 Οκτωβρίου), η Κομισιόν προβαίνει σε ασκήσεις επί χάρτου, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ δύο εκ διαμέτρου διαφορετικών προσεγγίσεων:
• Από τη μια αναμφίβολα επιχειρεί να διατηρήσει στον πάγο τις σχέσεις με το καθεστώς Άσαντ, το οποίο όχι απλώς δεν αναγνωρίζει, αλλά είναι και υποκείμενο κυρώσεων της διεθνούς κοινότητας, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 2011.
• Και από την άλλη, επιδιώκει να ανοίξει «άτυπους» διαύλους επικοινωνίας με κύκλους του εν λόγω καθεστώτος, ώστε επιχειρησιακά να μπορεί να καταστεί δυνατή –εάν και εφόσον αποφασιστεί– η επιστροφή ή/και η απέλαση Σύρων προσφύγων στη Συρία.
Στην πραγματικότητα, γίνεται κατανοητό ότι η επιστροφή Σύρων προσφύγων στη Συρία προϋποθέτει κάποιου είδους συνεννόηση και συντονισμό με τις «κρατικές δομές», οι οποίες βρίσκονται υπό το καθεστώς Άσαντ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθεί η συνεργασία με το εν λόγω μη αναγνωρισμένο από την Ε.Ε. καθεστώς, η Κομισιόν εμφανίζεται να επιδιώκει ένα «άτυπο φλερτ» με κύκλους του συριακού καθεστώτος, οι οποίοι δεν έχουν περιληφθεί στις ευρωπαϊκές κυρώσεις.
Πρόκειται για μια επιχειρησιακή προσέγγιση, την οποία όπως πληροφορείται η «Κ», «έχουν αναπτύξει αρκετά κράτη-μέλη». Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι μεταξύ των κρατών-μελών που έχουν εγκαταστήσει κάποιο κανάλι επικοινωνίας με τη Συρία, μέσω των υπηρεσιών ασφαλείας τους, περιλαμβάνονται η Γερμανία και η Κύπρος, η οποία εδώ και καιρό ζητά επαναξιολόγηση του καθεστώτος της Συρίας, προκειμένου να δρομολογηθούν συνθήκες επιστροφής Σύρων προσφύγων, με επίσημη κοινοτική απόφαση.
Στόχος οι απελάσεις
Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, μιλώντας ενώπιον της Γερουσίας της χώρας, δήλωσε ότι «είναι απαραίτητο να αξιολογήσουμε ως Ε.Ε. τη στρατηγική μας για τη Συρία και να παίξουμε με όλους τους παράγοντες για να δημιουργήσουμε συνθήκες επιστροφής Σύρων προσφύγων στη χώρα τους, με εθελούσιο, ασφαλή και βιώσιμο τρόπο». Αν και η ηγέτιδα της Ιταλίας έκανε λόγο για «εθελούσιες επιστροφές», γίνεται κατανοητό ότι αυτό που επιδιώκεται δεν είναι μόνο ο εθελοντικός επαναπατρισμός Σύρων προσφύγων, που ήδη λαμβάνει χώρα, χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερα κανάλια επικοινωνίας με το καθεστώς Άσαντ. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτό που επιδιώκεται είναι η δυνατότητα κρατών-μελών να προβαίνουν και σε απελάσεις, κάτι που έχει ήδη ζητήσει η αντιπολίτευση των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία, από τις τάξεις των οποίων τυγχάνει να προέρχεται και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία έδωσε εντολές στις υπηρεσίες της για την υποβολή φόρμουλας μιας «άτυπης συνεννόησης» με τη Συρία, για το προσφυγικό/μεταναστευτικό.
Την ίδια ώρα, ο υπουργός Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σχέσεων της Αυστρίας, Alexander Schallenberg, ήταν αρκούντως αποκαλυπτικός, δηλώνοντας ότι «ο Άσαντ είναι εκεί και δεν τίθεται θέμα ξεπλύματός του, αλλά η Ευρώπη έχει περισσότερους από 1,2 εκατ. Σύρους πολίτες». Και πρόσθεσε ότι «η πρότασή μας αφορά μια ανοικτόμυαλη προσέγγιση: πού στεκόμαστε και πού πρέπει να πάμε, γιατί απλούστατα δεν επιτυγχάνουμε τα αποτελέσματα που επιθυμούμε να επιτύχουμε» υπό τις παρούσες συνθήκες, κατέληξε.
Το νομικό κώλυμα
Σημειώνεται ότι το αίτημα μεγάλου αριθμού κρατών-μελών, περιλαμβανομένης και της Κύπρου, για χαρακτηρισμό κάποιων περιοχών της Συρίας ως «ασφαλών», προκειμένου να δημιουργηθεί δυνατότητα επιστροφής Σύρων προσφύγων, προσκρούει στην ευρωπαϊκή νομολογία, στο πλαίσιο και πρόσφατης απόφασης του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Όπως είχε δημοσιεύσει η «Κ», το Δικαστήριο έχει θέσει νομικό εμπόδιο σε κάθε σκέψη για κατακερματισμό μιας οποιασδήποτε τρίτης χώρας σε «ασφαλείς» και «μη ασφαλείς» περιοχές, Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., σε διευρυμένη μάλιστα σύνθεση, είναι απολύτως δεσμευτική για όλα τα κράτη-μέλη και αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το φως του πολέμου στη Μέση Ανατολή και της εισβολής του Ισραήλ στον Λίβανο. Όπως αναφέρεται, «το Δικαστήριο κρίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε κράτος-μέλος να χαρακτηρίσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα καταγωγής μόνον ως προς τμήμα του εδάφους της». Αν και η απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., αφορούσε προδικαστικό ερώτημα σε άλλη υπόθεση (Μολδαβία), η θέση που διατυπώνει, περιλαμβανομένης της ερμηνείας του άρθρου 37 της οδηγίας 2013/32, δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον προηγούμενο. Το οποίο εκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις χαρακτηρισμού μιας τρίτης χώρας ως «ασφαλούς», περιλαμβανομένης βεβαίως της Συρίας.
Σημειώνεται πάντως ότι η Κομισιόν θα κινηθεί εντός του 2025 και προς την κατεύθυνση υποβολής νέας νομοθετικής πρότασης, το περιεχόμενο της οποίας «είναι υπό συζήτηση».