Ο πολιτικός οπορτουνισμός ο οποίος αποδίδεται στην πρακτική της αλλαγής κομματικής στέγης ή ιδεολογικών θέσεων με μοναδικό κριτήριο το προσωπικό όφελος, την εξουσία ή αξίωμα, αποτελεί μία από τις πλέον βαθιές παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Δεν πρόκειται απλώς για μια διαφωνία στα σημεία, αλλά για μια θεμελιώδη διάβρωση της έννοιας της πολιτικής συνέπειας και της ηθικής ακεραιότητας.
Η "ποδοσφαιροποίηση" της πολιτικής βρίσκει την τέλεια έκφρασή της στον οπορτουνιστή πολιτικό. Όπως ένας μισθοφόρος αθλητής αλλάζει φανέλα για ένα καλύτερο συμβόλαιο, έτσι και ο οπορτουνιστής αλλάζει ιδεολογική πλατφόρμα, αδιαφορώντας για την ομάδα που τον ανέδειξε ή τους "φιλάθλους" (ψηφοφόρους) που τον εμπιστεύτηκαν.
Η οποιαδήποτε ρητορική που προσπαθεί να δικαιολογήσει, αρχικά την «αποστασία και ακολούθως τη «μεταγραφή» είναι απλώς ένα προπέτασμα καπνού που προσπαθεί να κρύψει τον κυνισμό της κίνησης.
Ο οπορτουνισμός υπονομεύει τη βάση της δημοκρατικής διαδικασίας, την εμπιστοσύνη. Οι πολίτες ψηφίζουν με βάση συγκεκριμένες υποσχέσεις, αρχές και ένα ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο. Όταν ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος, λίγο ή πολύ μετά την εκλογή του, αλλάζει "στρατόπεδο" διαπράττει ουσιαστικά εξαπάτηση του εκλογικού σώματος.
Το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω ενίσχυση της πολιτικής δυσπιστίας, της αποστροφής και του κυνισμού απέναντι στα κοινά. Ο πολίτης βλέπει την πολιτική ως ένα θέατρο σκιών και ένα παιχνίδι εξουσίας χωρίς κανόνες, όπου οι ηθικές δεσμεύσεις είναι εφήμερες και οι "αρχές" ευέλικτες, οδηγώντας σε απαξίωση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.
Το Κυνικό Κόμμα που Υποκινεί τη Διάβρωση
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, ένοχο είναι το πολιτικό κόμμα που υποκινεί, προσελκύει ή εκμεταλλεύεται τον οπορτουνισμό ενός πολιτικού για να ενισχύσει τις τάξεις του.
Ένα τέτοιο κόμμα επιδεικνύει Κυνισμό και Αμοραλισμό γιατί βάζει το πρόσκαιρο κομματικό όφελος πάνω από τις αρχές, τη συνέπεια και την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Επίσης, επιδεικνύει Αναξιοπιστία γιατί η κίνησή του δείχνει ότι οι δικές του ιδεολογικές διακηρύξεις είναι ελαστικές και ότι λειτουργεί με όρους παρασκηνίου και αθέμιτων συναλλαγών ("παζάρι"), προσφέροντας πιθανώς ανταλλάγματα για την "μεταγραφή".
Συμπέρασμα
Ο οπορτουνιστής πολιτικός δεν είναι παράδειγμα ευελιξίας ή ρεαλισμού. Είναι η ζωντανή απόδειξη της κρίσης αξιών και της επικράτησης του "εγώ" έναντι του "εμείς" στον δημόσιο βίο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί συνειδητοποιημένους πολίτες που επιβραβεύουν τη συνέπεια, την εντιμότητα και τη μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Η ψήφος πρέπει να λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στην ιδιοτέλεια. Ένας οπορτουνιστής πολιτικός πρέπει να βλέπει την πόρτα της εξόδου από την πολιτική ζωή στις επόμενες εκλογές, λαμβάνοντας το μήνυμα ότι η εξαπάτηση της λαϊκής εντολής δεν είναι ανεκτή.
Η συνειδητοποιημένη λαϊκή ετυμηγορία, θα βοηθήσει να ανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία της πολιτικής ζωής και να μπει τέλος στην «ποδοσφαιροποίηση» του πολιτικού συστήματος και του πρόσκαιρου και ευκαιριακού οφέλους του κυνικού κόμματος και του οπορτουνιστή πολιτικού.
*O Αντώνης Ρουσσάκης είναι Γραμματέα της Δημοκρατικής Παράταξης.













