

Του Παύλου Ξανθούλη
Ο Σουηδός δημοσιογράφος Joakim Medin παραπέμπεται σήμερα σε δικαστήριο της Τουρκίας, αντιμετωπίζοντας ποινές φυλάκισης 3 ετών για «προσβολή» του Ταγίπ Ερντογάν και 9 ετών για «συμμετοχή σε τρομοκρατία», γιατί φέρεται να παρευρέθη σε εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος της Άγκυρας, την οποία οργάνωσε το PKK στη Σουηδία. Συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη, φτάνοντας στην Τουρκία για να καλύψει τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου και παρά τις παρεμβάσεις της Στοκχόλμης, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, εξακολουθεί να κρατείται. Ο Marc Lowen, δημοσιογράφος του BBC, ήταν πιο «τυχερός», καθώς απελάθηκε στη Βρετανία μετά από 17 ώρες κράτησης στην Τουρκία, όπου επίσης πήγε για να καλύψει τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη σύλληψη Ιμάμογλου, στις 19 Μαρτίου. Σύμφωνα με το MFRR, Media Freedom Rapid Response, επισήμως, συνελήφθησαν 13 δημοσιογράφοι, εκ των οποίων 7 κατηγορήθηκαν, ενώ 12 χαρακτηρίζονται θύματα αστυνομικής βίας.
Η εικόνα που σχηματίζεται δεν είναι απλώς απογοητευτική. Είναι άκρως επικίνδυνη, καθώς η κυβέρνηση Ερντογάν και το υπερεθνικιστικό κόμμα του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, δείχνουν αποφασισμένοι να καταστείλουν κάθε διαφορετική άποψη, σε όλα τα επίπεδα, εκδηλώνοντας έναν αυταρχισμό, ανάλογο απολυταρχικών καθεστώτων. Ο Τούρκος πρόεδρος δείχνει να μην υπολογίζει κανέναν, περιλαμβανομένης και της Ε.Ε., η οποία σύμφωνα με τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν «έχει ανάγκη» την Τουρκία, τόσο για την κάλυψη της ευρωπαϊκής ομπρέλας άμυνας και ασφάλειας –μετά την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ– όσο και στο Ουκρανικό, σε περίπτωση συμφωνίας Κιέβου-Μόσχας και ανάπτυξης ειρηνευτικής αποστολής.
Την ίδια ώρα, η Ε.Ε. έχει μεν λάβει σωρεία παραπόνων για την εκτράχυνση της κατάστασης στην Τουρκία, σε ό,τι αφορά στο κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος έκφρασης, αλλά επί του παρόντος τουλάχιστον δεν δείχνει διατεθειμένη να τεντώσει το σχοινί των σχέσεων με το καθεστώς της Άγκυρας. Εκπρόσωπος της Κομισιόν, μιλώντας στην «Κ», προέβη σε υποδείξεις για τις υποχρεώσεις της κυβέρνησης Ερντογάν, οι οποίες ωστόσο πέραν του φραστικού υποδεικτικού χαρακτήρα, στερούνται μοχλού πίεσης και συνεπώς δύσκολα είναι σε θέση να αναστρέψουν την πορεία, την οποία επιβάλλει ο Τούρκος πρόεδρος στο εσωτερικό της χώρας του.
Η θέση της Ε.Ε.
Εκπρόσωπος της Κομισιόν ανέφερε στην «Κ» ότι «λυπούμαστε για τις αναφερόμενες συλλήψεις δημοσιογράφων. Αναμένουμε από την Τουρκία, ως υποψήφια χώρα, να σεβαστεί την ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης και την ελευθερία της έκφρασης. Αυτές οι αρχές», πρόσθεσε, «πρέπει να γίνονται σεβαστές από την Τουρκία, η οποία έχει δεσμευτεί να ευθυγραμμιστεί με το κεκτημένο της Ε.Ε., τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις ευρωπαϊκές αξίες». Η Κομισιόν υπέδειξε ότι «είναι σημαντικό οι δημοσιογράφοι να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς απειλή βίας, παρενόχλησης ή εκφοβισμού για να διασφαλίσουν ότι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε όλες τις διαφορετικές και αξιόπιστες πληροφορίες». Και σημείωσε ότι «καλούμε την Τουρκία να εγγυηθεί ένα ασφαλές, πλουραλιστικό και ανεξάρτητο περιβάλλον Μέσων Ενημέρωσης, επιτρέποντας στους δημοσιογράφους να λειτουργούν χωρίς φόβο αντιποίνων, λογοκρισίας ή αδικαιολόγητης πίεσης. Οι δυσανάλογοι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικοί και πρέπει να αποφεύγονται. Η Κομισιόν θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις σχετικά με το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες στην Τουρκία».
Όπως συνάγεται, η Κομισιόν εξαντλείται επί του παρόντος σε υποδείξεις προς την κυβέρνηση Ερντογάν, συνεχίζοντας να παρακολουθεί με ιδιαίτερη «στωικότητα» την κατάλυση του κράτους δικαίου στην υποψήφια προς ένταξη χώρα.
Διπλωματικό παρασκήνιο
Κύκλοι στις Βρυξέλλες έλεγαν στην «Κ» ότι το καθεστώς Ερντογάν «ενδέχεται» να κάνει μια «χειρονομία καλής θέλησης» στο ζήτημα του Σουηδού δημοσιογράφου Joakim Medin. Το ΥΠΕΞ της Σουηδίας βρίσκεται σε διαρκή επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «δεν αποκλείεται» να βρεθεί λύση, «για μια ποινή που θα επιτρέπει την απέλασή του ή την παραχώρηση προεδρικής χάρης» στον δημοσιογράφο για ανθρωπιστικούς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι εάν ο Joakim Medin αφεθεί τελικά ελεύθερος, η επικρατούσα εικόνα της κατάλυσης του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρόκειται να αποκατασταθεί στην Τουρκία. Άλλωστε, μια μεμονωμένη ενέργεια, θα μπορούσε να εκτονώσει μεν τις πιέσεις για τη σύλληψη του Σουηδού δημοσιογράφου, αλλά εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση να επαναφέρει την Τουρκία στον δρόμο του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Τούρκος πρόεδρος φέρεται να επενδύει στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, θεωρώντας ότι προσφέρεται για ένα «γενικό ξεκαθάρισμα», ώστε να καταπνίξει κάθε έκφραση διαφωνίας και αντιπολίτευσης, σε όλα τα επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά στην ελευθερία της έκφρασης και τα Μέσα Ενημέρωσης, οι «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα», επισημαίνουν ότι ποσοστό 90% των ΜΜΕ στην Τουρκία ελέγχεται από το καθεστώς Ερντογάν, ενώ οι εταίροι του Τούρκου προέδρου, ήτοι το υπερεθνικιστικό κόμμα MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, δεν διστάζουν να απειλήσουν όσους δημοσιογράφους τολμήσουν να εκφράσουν διαφορετική άποψη, για οποιοδήποτε ζήτημα.
Σημειώνεται ότι για το ζήτημα της σύλληψης του Σουηδού δημοσιογράφου Joakim Medin η Ένωση Συντακτών Κύπρου (ΕΣΚ) εξέδωσε ανακοίνωση, ζητώντας, από κοινού με δεκάδες άλλες δημοσιογραφικές ενώσεις σε όλο τον κόσμο, την άμεση απελευθέρωσή του. Σύμφωνα με την ΕΣΚ, το μόνο «έγκλημα» Joakim Medin «είναι ότι δημοσίευσε ρεπορτάζ για την Τουρκία», προσθέτοντας ότι «η δίωξή του οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο δημοσιογραφικό του έργο, γεγονός απόλυτα αντιδημοκρατικό, κατά της ελευθερίας έκφρασης και της ελευθεροτυπίας».