ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η ζωγραφική είναι ένα όχημα φυγής

Ο Γιώργος Ρόρρης μιλάει στην «Κ» για όσα τον καθόρισαν καλλιτεχνικά με αφορμή την αναδρομική έκθεσή του στην Ανδρο

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΛΕΝΑΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το περασμένο Σάββατο, 3 Ιουλίου, στη Χώρα της Aνδρου εγκαινιάστηκε η αναδρομική έκθεση του ζωγράφου Γιώργου Ρόρρη, «Η ευγένεια του απέριττου», στο μαγικό μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του ζωγράφου, περιηγηθήκαμε στην τριαντάχρονη πορεία του, μέσα από τους πίνακες που έχουν επιλέξει εκείνος και το Δ.Σ. του Ιδρύματος (η έκθεση θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο αυτής της χρονιάς).

Την εξαιρετική επιμέλεια της έκθεσης την οφείλουμε ειδικά στην κ. Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ, η οποία είναι υπεύθυνη της συλλογής του Ιδρύματος.

Η σχέση με τα έργα του και με τον ίδιο τον Γ. Ρόρρη είναι πάντα μια αφορμή για να δημιουργηθούν πλήθος συναισθημάτων, διότι όπως και εκείνος επιζητεί, είναι ο Έλληνας ζωγράφος που αγγίζει το ψυχικό μεδούλι. Πριν από τρία χρόνια, ένα αντίστοιχο καλοκαιρινό βράδυ, σε ένα μικρό ταβερνάκι στην προοπτική αυτής της έκθεσης, είχαμε και οι δύο εκφράσει ο ένας στον άλλο την επιθυμία να συνομιλήσουμε εκ βαθέων. Αλλά η έκθεση λόγω της πανδημίας μετατέθηκε. Τίποτα όμως τελικά δεν μπόρεσε να διαταράξει την αρχική αυτή υπόσχεση, όπερ και εγένετο.

– Πώς νιώσατε που ξαναείδατε μαζεμένα όλα αυτά τα έργα; Έργα που έχετε αφήσει πίσω τριάντα και πλέον χρόνια;

– Με κυρίευσε ένα δύσκολο αίσθημα και συνάμα απελευθερωτικό, με την εξής έννοια. Όταν φαντάζεσαι τα έργα σου και μάλιστα σε σύνολο, αναδρομικά, κάνεις μια ελλειπτική και σταχυολογική αναδρομή, φανταζόμενος εικόνες, δεκαετίες, πιθανόν να έχεις καταλήξει σε κάποιες προτιμήσεις από αυτά, και ίσως έχεις καταλήξει σε μια ιδέα στο μυαλό σου, που τώρα βλέποντάς τα μπορεί να έρχεται και να προσκρούει. Οπότε είπα στον εαυτό μου βλέποντάς τα: Αυτό ήσουν. Ό,τι και εάν πίστευες ή φανταζόσουν εσύ για σένα, τελικά αυτό ήσουν. Και τώρα από απόσταση από τα πράγματα, δεν μπορείς να το αλλάξεις.

– Πιστεύατε για εσάς κάτι διαφορετικό;

– Φυσικά. Γιατί πάντα θέλεις να είσαι κάτι πληρέστερο, ακριβέστερο, οξύτερο και με μεγαλύτερη αντοχή και με μεγαλύτερη πιθανόν δύναμη αποτύπωσης στη συλλογική συνείδηση. Γιατί πια τα έργα δεν μου ανήκουν, ούτε να τα ακουμπήσω μπορώ, ούτε να τα αλλάξω. Είμαι ένας ακόμα θεατής. Αν μου άνηκαν, μπορεί να είχα και τη διάθεση να πάρω μια σκάλα και τα πινέλα και να αρχίζω να τα τροποποιώ πάλι και πάλι.

– Είδατε κάποια έργα που μπήκατε σε έναν τέτοιο πειρασμό;

– Σε κανα-δυο ναι, το ομολογώ. Σκέφτομαι όμως με το σήμερα και έτσι θα διόρθωνα τον νεαρότερό μου εαυτό. Από την άλλη, εάν το κάνεις είναι σαν να προσπαθείς να διορθώσεις τον εαυτό σου όπως ήταν, να μην τον αποδέχεσαι, σαν να μιλάω στον 25χρονο εαυτό μου με τη σοφία του σήμερα. Δεν έχει κανένα νόημα. Και τα σημεία των έργων μου, τωρινών και παλιών, που είναι άστοχα μετά από καιρό τα βλέπεις ως αφορμές για να καθίσεις να σκεφτείς. Διδάσκομαι από τα λάθη μου. Γιατί αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τα λάθη μου είναι επαναλαμβανόμενα, γίνονται σε κάθε έργο.;

– Είναι σαν φυσική τάση; Τι θα θέλατε να είναι αλλιώς ως προς την τεχνική ή το αποτέλεσμα;

– Πάρα πολλές φορές οι εικόνες που προσπαθώ να ζωγραφίσω ταλαιπωρούνται από μια πλευρά του εαυτού μου που επιζητεί να τις καλλωπίσει, με σκοπό να αρέσουν σε περισσότερους φανταστικούς και ετερόκλιτους θεατές. Ή επιζητεί να τις καναλιζάρει, να τους δώσει μια κατεύθυνση για να αρέσουν σε μερικούς άλλους θεατές, αντίθετους. Αυτά τα δύο μέσα μου συγκρούονται. Ή επιζητώ όταν συνειδητοποιώ τον καλλωπισμό να τις καταστρέψω. Και αυτό πάλι είναι μια ακραία στάση. Και παλεύω συνεχώς με αυτά. Θα ήθελα να μπορώ να αποδώσω πιο καίριες εικόνες, πιο ακριβείς, θα ήθελα τα έργα μου να μπορούν να φτάσουν στην καρδιά των πραγμάτων. Να μιλήσουν, να πιάσουν το μεδούλι, και με αυτή την έννοια να απευθύνονται και στο μεδούλι του άλλου, στο αίμα του, στα σπλάχνα του. Αυτός είναι ο στόχος μου. Δεν θέλω να απευθύνομαι στη διανόηση.

– Νιώθω ότι ίσως θέλετε να καλλωπίσετε γιατί ίσως έχετε δει την ασχήμια και το θάνατο από κοντά. Ο δικός σας καλλωπισμός στα έργα είναι ένας τρυφερός καλλωπισμός.

– Ναι, ισχύει αυτό, αλλά πολλές φορές αυτό ακριβώς είναι το βάσανό μου, είναι το εμπόδιό μου. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο καλλωπισμός έχει μια διάθεση κολακείας, γίνεται τρυφερότητα, αλλά πολλές φορές αυτή η τρυφερότητα αφαιρεί από την εικόνα την οξύτητα που θα έπρεπε να έχει. Θα έπρεπε ορισμένες φορές η εικόνα να είναι οδυνηρή.

– Ποιο ψυχικό σας κομμάτι αντιστέκεται σε αυτή την οδύνη; Σκέφτομαι όση ώρα μιλάτε ότι ο τίτλος της έκθεσης είναι “Η ευγένεια του απέριττου”. Πώς η ευγένεια θα αφήσει χώρο στο σαδισμό;

– Δεν είναι εύκολο, αλλά το έχω συνειδητοποιήσει. Στο ατελιέ εδώ και καιρό, με αφορμή κάτι που θέλω να γράψω για τον Otto Dix και για τα χαρακτικά του για τον πόλεμο. Αυτός ο καλλιτέχνης βρίσκεται στον αντίποδα των δικών μου έργων. Βρισκόταν τέσσερα χρόνια στα χαρακώματα του ποταμού Σομ, στο δυτικό μέτωπο. Η περίφημη μάχη του Σομ, που διήρκεσε κοντά τέσσερις μήνες, ήταν η δεύτερη πιο φονική μάχη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Ντιξ κατάφερε να επιζήσει. Όλη αυτή την εμπειρία την μετέτρεψε σε χαρακτικά. Με αφορμή το κείμενο που ήθελα να γράψω μελέτησα τις φωτογραφίες των πολεμιστών αυτής της μάχης, που τους ονόμαζαν από την έκταση των τραυμάτων στα πρόσωπά τους, “Σπασμένες μούρες”. Τους κατασκεύασαν προσωπίδες για να μπορούν να ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι. Έχω συγκλονιστεί από αυτές τις φωτογραφίες γιατί τις έχω συνδέσει με τις εικόνες που έχω από παιδί από τα σφαγεία των ζώων. Πήγα και τις φωτοτύπησα και τις μεγένθυνα και ζω μαζί τους. Στο ατελιέ έχω έναν τοίχο με έξι-εφτά από αυτές. Και δεν τις έβαλα τυχαία, γιατί είχα ξεκινήσει να ζωγραφίζω τα οστά και το χώμα και ήθελα κάποια έργα μου να πάνε προς τα εκεί. Αλλά τελικά δεν μπορώ. Γιατί εγώ έχω ανάγκη το μοντέλο. Από τη στιγμή που μου ποζάρει ένας άνθρωπος, δεν μπορώ να πάω προς αυτή την κατεύθυνση, της κατακρεούργησης του προσώπου. Αν με ρωτάτε, λοιπόν, τι δεν με ικανοποιεί σε αυτή την έκθεση, είναι οι προσπάθειες που κάνω και η μάχη που δίνω σε αυτό το θέμα. Η παρατήρηση που μου κάνατε είναι καίρια για μένα.

«Αυτοπροσωπογραφία».

– Επιλέγετε τις γυναίκες, κε Ρόρρη. Αυτές είναι κυρίως τα μοντέλα σας. Από ποια θέση λοιπόν, θα κακοποιήσετε τη γυναίκα; Από ποια θέση θα αναδείξετε την ασχήμια της γυναίκας;

– Είναι εξαιρετικά βαθιά η παρατήρησή σας, και για λόγους πολύ προσωπικούς που δεν θέλω να εκθέσω, οφείλω να πω ότι η οικογενειακή μου ιστορία, τα βάσανα και οι ελλείψεις μου, έχουν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στο ότι δεν θέλω να κακοποιήσω τη γυναίκα. Για αυτό μάλλον δημιουργώ εικόνες ομορφιάς.

– Ζούμε σε εποχές που οι περισσότεροι ακόμα και διεγερτικά αναπαράγουν την ασχήμια του κόσμου μέσα στην τέχνη τους. Δεν έχει αρκετή ασχήμια από μόνος του ο κόσμος; Από την άλλη, δεν ωραιοποιείτε τα γυμνά σας; Εκτίθενται πραγματικά σώματα γυναικών στα έργα σας. Όμως αυτό που έχει σημασία στα έργα σας είναι ότι τα περιβάλλετε με τρυφερότητα. Το μοντέλο δεν είναι ένα αντικείμενο, είναι η σχέση που αναπτύσσεται μαζί του.

– Υπάρχουν πολλών ειδών σχέσεις που αναπτύσσονται. Το μοντέλο με μένα, το μοντέλο με τον αέρα που το περιβάλλει. Ξεκινώντας τον πίνακα, δημιουργείται ένα παράξενο πλέγμα που προφανέστατα με ενώνει με αυτό που βλέπω και εκείνο δένεται με μένα. Διότι αυτό που βλέπω πρέπει να το νιώσω σωματικά μέσα μου, όλα τα μέλη του, τα στοιχεία που το απαρτίζουν, οι σκιές, τα φώτα, είναι ένα όλον. Και δεν είμαι θεός να κατασκευάσω με μια κίνηση το όλον. Σιγά σιγά το δημιουργώ. Αυτό δημιουργεί άπειρα πλέγματα. Εγώ ζωγραφίζω το μοντέλο μέσα σε ένα δωμάτιο, όχι για να εγκλωβιστεί το μοντέλο στο γύρω περιβάλλον, αλλά για να εγκλωβιστεί ο θεατής μέσα σε αυτό. Το βλέμμα του θεατή συμπληρώνει τον πίνακα. Αλλά και ο πίνακας βλέπει. Εγώ πιστεύω ότι και ο πίνακας βλέπει τον θεατή. Είναι ένα ανοιχτό βλέμμα.

– Επανερχόμαστε στις σχέσεις. Νιώθω ότι δεν υπήρξατε ποτέ κλειστό σύστημα, πάντα σχετιζόσασταν με ό,τι σας περιέβαλε, με τους ανθρώπους.

– Υπάρχει εδώ ένα έργο που δείχνει το μοντέλο και τον ζωγράφο με τη σαγιονάρα που δείχνει ακριβώς αυτό που λέτε. Με δείχνει εκεί ενώ όλοι ξεχνάμε ότι είμαι από εδώ. Είναι μια σαφέστατη εμπλοκή. Εγώ από όταν γεννήθηκα δεν είχα τη δυνατότητα να μην είμαι εμπλεκόμενος. Έτσι όπως ήταν οι συνθήκες της ζωής μου ήμουν συνεχώς μπλεγμένος. Σαν παιδί δεν είχα ιδιωτικό χώρο. Το σπίτι μου ήταν μικρό και ζούσαμε εκεί μέσα εφτά άνθρωποι. Πολλές φορές στα έργα μου αναρωτιούνται γιατί είναι τόσο άδειοι οι τοίχοι μου, γιατί δεν είναι διακοσμημένοι. Η απάντηση είναι απλή. Δεν είχα ποτέ παιδικό δωμάτιο και δεν είχα καμία δυνατότητα ή ελευθερία ως μικρός ή ως έφηβος να διακοσμήσω κάτι, ούτε με αφίσες, φωτογραφίες ούτε με τίποτα άλλο. Ουδέποτε, λοιπόν, θα μάθω να ζωγραφίζω με διακοσμήσεις. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου αλλιώς.

– Στάθηκα πολύ στο πρόσωπό σας σε δύο πίνακες. Στον πίνακα που φέρει τον τίτλο “Κοτετσόσυρμα” και στο “Ενδεχομένως”. Αισθάνομαι ότι και στους δύο πίνακες το πρόσωπο του ζωγράφου μέσα έχει μια βαθιά ψυχική και υπαρξιακή σχέση με τον πίνακα. Τι νιώθετε σήμερα κοιτάζοντας το νεαρό εαυτό σας;

– Το “Κοτετσόσυρμα” είχα αποφασίσει στην αρχή να το ονομάσω “Αυτοπροσωπογραφία περιφραγμένη”. Σήμερα νιώθω ότι τότε ο καλλιτέχνης εκείνος ένιωθε εγκλωβισμό. Για μένα η ζωγραφική αποτέλεσε όχημα φυγής. Για αυτό το λόγο την εναγκαλίστηκα, την προσεταιρίστηκα, ανέβηκα πάνω της. Και είναι ακόμα και τώρα όχημα φυγής. Δεν σταματάει. Γιατί συνέχεια το σημείο που βρίσκομαι, κάθε σημείο της ζωής μου, το αισθάνομαι ως εγκλωβισμό. Πρέπει να φύγω και από εκεί.

– Αν δεν είχατε τη ζωγραφική, τι θα κάνατε με τη ζωή σας;

– Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έκανα. Ορισμένες φορές, σκέφτομαι ότι θα ήθελα να είμαι επαγγελματίας αναγνώστης. Να με πληρώνουν μεν, αλλά να διαβάζω αυτό που θέλω. Αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί η ζωγραφική μού δίνει συνείδηση του σώματός μου. Οπότε μάλλον μια τσάπα θα χρειαζόμουν για να σκάβω συνεχώς μέχρι να κουραστώ. Έχω ανάγκη να είμαι μοχθών. Κατά τη διάρκεια της ζωγραφικής δεν είμαι απλά ο homo faber, που κατασκευάζει και επινοεί. Είμαι ο άνθρωπος του μόχθου.

– Οι τέχνες είναι σωματική άσκηση. Πολλές φορές βιώνω την ίδια αίσθηση όταν γράφω και όταν ράβω.

– Και εμένα οι εικόνες των ραφείων στο κέντρο της Αθήνας, ανθρώπων που έχουν έρθει από το Μπαγκλαντές και ράβουν σκυμμένοι, στην Ιουλιανού, στην Παπαδιαμαντοπούλου, με συγκινούν αφάνταστα. Τους βλέπω και νιώθω ότι είναι στο ατελιέ τους, όπως και εγώ.

– Ο αδερφός σας πέθανε πολύ νέος. Εσείς από όλη την οικογένεια διαφοροποιηθήκατε. Ζήσατε μια διαφορετική ζωή και από την αδερφή σας. Αισθανθήκατε ποτέ ενοχή;

– Πολύ μεγάλη ενοχή ένιωσα και νιώθω στο σύνολο του βίου μου. Ίσως το “κοτετσόσυρμα” συνδέεται με εκείνη την περίοδο. Είναι το δυσκολότερο έργο της ζωής μου. Δεν είχα ποτέ σκοπό να το ζωγραφίσω. Δεν ήξερα καν γιατί το ξεκίνησα. Και δεν μπορούσα να το τελειώσω με τίποτα. Περνούσαν οι μήνες, άλλαζαν οι εποχές. Το μεγάλωνα και δεν ήξερα πώς να φύγω από εκεί. Γιατί δεν έβλεπα το σύρμα. Έβλεπα τα δέντρα μέσα αλλά όχι το σύρμα που με εμπόδιζε. Από τη στιγμή που αποφάσισα να βάλω στον καμβά το σύρμα, έβαλα και τη φάτσα μου. Τότε απεγκλωβίστηκα.

– Πότε αρχίσατε να νιώθετε την αυτοπεποίθηση του καλλιτέχνη; Να εμπιστεύεστε τον εαυτό σας;

– Χρειάστηκαν δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Από τη στιγμή που ασχολήθηκα με τα πορτρέτα βρήκα τον εαυτό μου. Τα προηγούμενα έργα με βασάνιζαν. Γιατί όσο πιο ανασφαλής αισθανόμουν τόσο δεν αποδεχόμουν το non finito των έργων και επιθυμούσα να τα ελέγξω μέχρι το τέλος, για να μην μπει ο “εχθρός”. Η αυτοπεποίθηση ήρθε όταν αποφάσισα ότι δεν θα ελέγξω τα πάντα και με τους ανθρώπους. Η επαφή με τα μοντέλα μου δημιουργούσε τέτοια ένταση και αφοσιωνόμουν εκεί, που δεν με ενδιέφερε εάν θα είναι τέλεια ζωγραφισμένος ο τοίχος. Με ενδιέφερε ο άνθρωπος. Ίσως από την πλευρά μιας μοντέρνας αντίληψης της τέχνης, αυτό παραπέμπει σε υστέρημα. Θα μπορούσαν να μου καταλογίσουν ότι ανήκω σε παλιά μοντέλα τέχνης, με την έννοια της κλιμάκωσης και της κορύφωσης. Η αφηρημένη ζωγραφική αντιμετώπισε την επιφάνεια όχι ως τρισδιάστατη αλλά ως δυσδιάστατη. Πέρασα από όλα αυτά και τη γνωρίζω τη θεωρία. Αλλά εγώ δεν μπορώ να ζωγραφίσω αφηρημένα, δεν με ενδιαφέρει. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο να αποδεχθώ ότι ανήκω σε μια παλιότερη εποχή, ότι η τέχνη μου είναι διαποτισμένη από τη νοσταλγία του παρελθόντος. Ελπίζω να μην ισχύει κάτι τέτοιο.

«Ενδεχομένως».

– Ενώ όλα τα έργα σας έχουν τίτλο το όνομα συνήθως του μοντέλου, ένας φέρει τον τίτλο “Ενδεχομένως”. Και εκεί εσείς στέκεστε μέσα στον πίνακα γυμνός και μάλιστα με μια αγριότητα που δεν μας έχετε συνηθίσει.

– Δεν μπήκε τυχαία εκεί αυτός ο τίτλος. Αυτό το έργο έγινε κάπως με παραγγελία, να ενταχθεί σε μια έκθεση ομαδική στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, και το θέμα της έκθεσης ήταν “Το σκιάχτρο, ο φόβος”. Παιδεύτηκα πολύ να βρω θέμα, γιατί εγώ ζωγράφιζα γυμνά. Δεν ήθελα να κάνω κάτι επί τουτου, γιατί θα έβγαινε ψευδές. Είχα ξεκινήσει από πριν, λοιπόν, αυτό το έργο με αυτή την κοπέλα, με την οποία σήμερα είμαστε φίλοι. Τότε δεν είχε καθόλου εξοικειωθεί με τη διαδικασία και φοβόταν. Είχε την αμηχανία που έχει κάθε άνθρωπος που εκτίθεται. Στην άκρη ήταν το πορτ μαντώ, στο κέντρο το βλέμμα του μοντέλου και αυτή η συστολή, και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτή η γυναίκα φοβάται, και ο φόβος δεν είναι άλλος από τον εαυτό μου που τον προκαλεί. Εγώ ως ζωγράφος, ως άνδρας εκεί, της προκαλούσα τεράστιο φόβο. Για αυτόν το λόγο είναι η πρώτη φορά που κάνω μαζί με το μοντέλο μου αυτοπροσωπογραφία χωρίς ρούχα. Εκεί μπήκαν και άλλα στοιχεία φθαρτότητας, γύρω από τον πίνακα, για να μας υπενθυμίζουν το θάνατο. Αλλά ακόμα και ο τρόπος που ζωγραφίστηκε ο εαυτός μου έχει μια σημασία. Ήθελα εκείνη να είναι φωτεινή, την περιέβαλα με τρυφερότητα, τη δική μου όμως την εικόνα ήθελα να τη ζωγραφίσω αρρενωπή, νευρώδη. Πώς έγινε αυτό; Επέλεγα να την κάνω λίγο, λίγο, μόνον είκοσι λεπτά πριν να έρθει εκείνη στο ατελιέ. Είχα κάθε φορά μόνον είκοσι λεπτά και αυτό μου δημιουργούσε μεγάλη ένταση, γιατί έλεγα, ό,τι προλάβω τώρα. Αυτό το συναίσθημα καταγράφηκε γιατί δεν ήθελα να περιποιηθώ τον εαυτό μου, ήθελα να είναι σκοτεινός και φοβιστικός.

– Ζωγραφίζετε γυμνές γυναίκες, αναζητάτε την ετερότητα. Έχετε αισθανθεί ότι μπορεί να γίνετε επιθετικός ή να βλάψετε άθελά σας;

– Βέβαια, ακόμα και με την εικόνα που φτιάχνω, το αναρωτιέμαι. Ένας λόγος που οδηγούμαι σε έναν καλλωπισμό είναι και για το βλέμμα του μοντέλου, για το πώς θα βιώσει μετά την εικόνα της. Όταν ήμουν πιο νέος αυτά με βασάνιζαν πιο πολύ. Τώρα έχω εξοικειωθεί με το γυμνό, δεν μου κάνει καμία αίσθηση, ίσα ίσα πλέον εντυπωσιάζομαι και γοητεύομαι με το ντύσιμο σε μια γυναίκα. Η εικόνα του γυμνού είναι μια απόλυτη αλήθεια και συνακολούθως είναι αθωότητα, δεν υπαινίσσεται τίποτα. Όταν ξεκινούσα θυμάμαι την ιερή συγκίνηση που ένιωσα 17 χρόνων στο φροντιστήριο όταν είδα γυμνή γυναίκα. Ένιωσα τεράστια ταραχή. Το μοντέλο όμως ανέβαινε σε βάθρο, δεν περιφερόταν ανάμεσά μας, πάνω στο βάθρο γυμνωνόταν. Και μετά όταν κατέβαινε ντυνόταν. Από τη στιγμή που ανέβαινε στο βάθρο αποκτούσε άλλη διάσταση. Και μετά έπρεπε να αφήσεις το θαυμασμό του όλου και να μπλέξεις με τα σημεία για να το σχεδιάσεις. Τα σημεία δεν σου επέτρεπαν πλέον να αφεθείς, γιατί έπρεπε να μπει αυτό που έβλεπες στο κλουβί. Και το κλουβί ποιο είναι; Το χαρτί. Στο κλουβί βάζεις μέσα πάντα το βλέμμα σου, ποτέ το ίδιο το πρόσωπο. Αυτό παραμένει ακέραιο. Το βλέμμα σου εγκλωβίζεται. Αλλά αυτό όταν είσαι νέος δεν το καταλαβαίνεις.

«Μάγδα».

– Τι είναι για εσάς οι γυναίκες;

– Μέγα μυστήριο. Με μια τάση συνεχώς ενός πλησιάσματος και μιας απομάκρυνσης. Είναι πάντα μακριά και κατά καιρούς αισθάνεσαι ότι είναι κοντά σου. Και μετά πάλι φεύγουν. Ταυτόχρονα καλλιτεχνικά η εικόνα της γυναίκας είναι πάντα ποιητική. Σε καθημερινές στιγμές που ποτέ κανείς δεν θα το φανταζόταν, στη στάση του λεωφορείου, στο σούπερ μάρκετ. Από τη στιγμή που και εσύ έχεις τεθεί στην υπηρεσία του βλέμματός σου. Το έχεις ενεργοποιήσει.

– Έχετε κάνει πολλά χρόνια ψυχανάλυση. Πολλοί καλλιτέχνες φοβούνται ότι αν κάνουν ψυχανάλυση θα χάσουν το ακατέργαστο ταλέντο τους. Εσείς;

– Δεν αισθάνομαι ότι έχασα κανένα ακατέργαστο ταλέντο. Τα έχω ακούσει και εγώ αυτά από καλλιτέχνες. Ίσα ίσα, βρήκα τον εαυτό μου. Γιατί διοχέτευα και ξόδευα πράγματα αλλού, και με βοήθησε η ψυχανάλυση στο να τα συνειδητοποιήσω αυτά.

-Μετά από αυτή την αναδρομική, πού θα πάτε καλλιτεχνικά; Είστε ακόμα τόσο πολύ νέος.

– Δεν ξέρω τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Θα εξαρτηθεί από πολλά, από το εάν θα αλλάξω ατελιέ για παράδειγμα. Και από άλλα μικρά ή μεγάλα. Δεν αισθάνομαι αυτή την έκθεση ως σφραγίδα, ότι τα έκανα και τελείωσα. Τουναντίον. Θέλω πολλά ακόμα να κάνω. Ονειρεύομαι στο μέλλον να κάνω πιο καίριες εικόνες. Αυτός είναι ο καημός μου. Από την άλλη προέρχομαι από μια παράδοση που δεν υπήρχαν εικόνες αποτροπιασμού, δεν φοβόμασταν τη Μέδουσα για παράδειγμα. Μόνον τα παραμύθια ήταν φοβιστικά.

Από την άλλη δεν ξέρω εάν πρέπει να φοβάμαι τη σωματική μου αδυναμία ή να την κάνω σύμμαχο. Έχουν αρχίσει το σώμα, η όραση να χάνουν την ορμή τους, όλα αυτά πρέπει να τα συνυπολογίσω από εδώ και πέρα. Πρέπει να συνειδητοποιήσω ότι αλλάζει ο τρόπος που κρατάω και τοποθετώ το πινέλο μου. Εγώ ζωγραφίζω για να μιλήσω για το πραγματικό. Θέλω ο άλλος να εισπράξει το πραγματικό, να μην είναι ανάμνηση, εξασθένιση ή υπαινιγμός. Θέλω την ένσαρκη εικόνα. Πρέπει να συμφιλιωθώ λοιπόν με το χρόνο που περνάει. Δεν είναι απλά πράγματα αυτά, γιατί δεν τα ελέγχουμε.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση

Στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στα Πλατανίσκια θα παρουσιαστούν χαρακτικές εικονογραφήσεις μιας περιόδου 46 χρόνων, από το ...
Του Απόστολου Κουρουπάκη
 |  ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ