
ΚΥΠΕ
Οι άνθρωποι φαίνεται ότι ξεχνούν όσα τούς διδάσκει το παρελθόν, δηλώνουν στο ΚΥΠΕ οι ζωγράφοι Ρήνος Στεφανή και Σουμέρ Ερέκ, οι οποίοι συμπράττουν εκ νέου στη Λεμεσό, 35 χρόνια μετά την πρώτη τους κοινή έκθεση στο Λονδίνο.
Σημειώνεται ότι στην παρούσα έκθεση ο Ρήνος Στεφανή πραγματεύεται τη βία και τη δημοκρατία με καυστικότητα και χιούμορ, ενώ ο Σουμέρ Ερέκ παρουσιάζει μια αναδρομή πορτρέτων που εξερευνά τη διάβρωση του χρόνου και της μνήμης.
Ερωτηθείς για το σκεπτικό πίσω από τη διοργάνωση της έκθεσης στη Λεμεσό, ο Σουμέρ Ερέκ εξηγεί ότι η φιλία του με τον Ρήνο Στεφανή ξεκινά από τα φοιτητικά τους χρόνια στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1980, και προέκυψε από τη δίψα τους για δημιουργία τέχνης και για νέες εμπειρίες. «Αυτού του είδους οι συνδέσεις είναι πολύ βαθιές, και παρόλο που δεν έχουμε κρατήσει συνεχή επαφή, κάθε φορά που συναντιόμαστε, μας ενώνει ένα πάθος για την πολιτική και την τέχνη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Μετά την πρώτη μας έκθεση στο Λονδίνο, ήταν πρόθεσή μας να κάνουμε μια ακόμη έκθεση στην Κύπρο. Δυστυχώς, οι κυπριακές μας συνήθειες μάς οδήγησαν στο να χρειαστούμε πάνω από 3 δεκαετίες για να την οργανώσουμε», λέει στο ΚΥΠΕ, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η έκθεση στη Λεμεσό θα λειτουργήσει τόσο ως εορτασμός της φιλίας τους όσο και ως εξερεύνηση του τρόπου με τον οποίον ο χρόνος έχει εμβαθύνει και διαμορφώσει τις καλλιτεχνικές τους πρακτικές.
Αναφερόμενος στη συλλογική μνήμη των Κυπρίων και απαντώντας στην ερώτηση αν έχουν διδαχθεί από το παρελθόν, ο Σουμέρ Ερέκ κάνει λόγο για «μια βαθιά και άλυτη πληγή στη συλλογική μνήμη της Κύπρου». Όπως εξηγεί, «οι εμπειρίες του εκτοπισμού, της βίας και της απώλειας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970 έχουν διαμορφώσει βαθιά και συνεχίζουν να αναδιαμορφώνουν τόσο τους Ελληνοκυπρίους όσο και τους Τουρκοκυπρίους, ωστόσο οι χώροι για διάλογο και θεραπεία έχουν παραμείνει περιορισμένοι». Επισημαίνει ακόμη ότι «τα τραύματά μας έχουν εργαλειοποιηθεί για εθνο-εθνικιστικές ατζέντες, οι οποίες χρησιμεύουν στο να διχάζουν αντί να ενώνουν τους ανθρώπους με σκοπό την αναγνώριση της κοινής μας ανθρωπιάς, του πολιτισμού και των εμπειριών μας».
Ο Σουμέρ Ερέκ δηλώνει «κατηγορηματικά αντίθετος σε όλες τις μορφές εθνο-εθνικισμού» και εκφράζει την ανησυχία του για την αναβίωση αυτών των ιδεολογιών παγκοσμίως, οι οποίες – όπως λέει – «υποβιβάζουν τους ανθρώπους σε μοναδικές ταυτότητες και σβήνουν την πολυπλοκότητα». «Νιώθω σαν να έχουν γραφτεί στην άμμο τυχόν μαθήματα που έχουμε πάρει προηγουμένως», προσθέτει.
Την ίδια ώρα, εκφράζει την ελπίδα ότι το έργο του επιτρέπει τον συνεχή διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, και τονίζει το ενδιαφέρον του συμμετοχικούς και κοινωνικά ενεργούς τρόπους εργασίας, «καθώς δημιουργούν χώρους για συλλογική προσπάθεια μεταξύ ανθρώπων που διαφορετικά δεν θα είχαν ποτέ συνδημιουργήσει κάτι».
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για τη δυνατότητα διατήρησης της μνήμης σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, ο Σουμέρ Ερέκ αναφέρει ότι οι μνήμες «λιώνουν και ξαναπαγώνουν συνεχώς για να φτιάξουν διαφορετικά σχήματα καθώς προχωράμε στη ζωή». Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι «αυτή τη στιγμή υπάρχει μια εντατικοποίηση της απόσπασης της προσοχής, που σημαίνει ότι ο σχηματισμός της ενσωματωμένης μνήμης, του τόπου, της αίσθησης, της βιωμένης στιγμής έχει γίνει πιο απαιτητικός».
Ο κ. Ερέκ υπογραμμίζει ότι στην έκθεση προσπαθεί να αμφισβητήσει και να διαταράξει τη μονολιθική «μνήμη του κράτους». Όπως λέει, «παρουσιάζοντας ιστορίες που συχνά έχουν συσκοτιστεί και ξεχαστεί, προσπαθώ να αποτυπώσω στιγμές που διαταράσσουν μεγαλύτερες ιστορικές αφηγήσεις». Αλλά τελικά, επισημαίνει, «σε αντίθεση με έναν ιστορικό, ενδιαφέρομαι για την υποκειμενικότητα και τους ολισθηρούς και αναβράζοντες σχηματισμούς της».
«Οι προσωπικές μνήμες και οι βιωμένες εμπειρίες είναι πιο ρευστές και συνεχίζουν να αναδιαμορφώνονται με την πάροδο του χρόνου», τονίζει, εξηγώντας ότι για τον ίδιο αυτή η έκθεση αφορά στην εξερεύνηση της σχέσης του με τον χρόνο και τη μνήμη μέσω της προσωπογραφίας. «Δεν βλέπω τη διάβρωση των υλικών που χρησιμοποιώ, είτε έχουν φαγωθεί, διαβρωθεί, ξεφτίσει είτε καεί, ως κάτι αρνητικό, αλλά μάλλον ως μέρος αλχημικών διεργασιών, οι οποίες, μέσω του μετασχηματισμού, ανοίγουν τη δυνατότητα για νέες ερμηνείες και σχέσεις», συμπληρώνει.
Σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ, ο Ρήνος Στεφανή σημειώνει ότι η νέα του συνεργασία με τον Σουμέρ Ερέκ προέκυψε λόγω της κοινής τους καταγωγής και της παλιάς τους φιλίας, προσθέτοντας ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι κοινές εμπειρίες του Λονδίνου, οι οποίες τούς διαμόρφωσαν μια παρόμοια αντίληψη για την κοινωνία, την πολιτική και την τέχνη.
Ερωτηθείς πώς μπήκαν τα θέματα βίας στην τέχνη του, ζητήματα εξουσίας και δημοκρατίας, ενώ ως επί το πλείστον ασχολείται με τοπία, με ερωτικά και με άλλα θέματα, ο κ. Στεφανή αναφέρει πως η κοινωνία, η πολιτική και η τέχνη επικοινωνούν, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η βία, η δημοκρατία, η εξουσία είναι, όπως λέει, «θέματα που με προβληματίζουν, δεν μπορούσα να τα αγνοήσω. Δεν μπορούσα να ζωγραφίζω μόνο ωραία τοπία».
Ο Ρήνος Στεφανή επισημαίνει πως «φαίνεται ότι οι άνθρωποι ξεχνούν». Παράλληλα, εκφράζει την πεποίθηση ότι «η ιστορία που κρύβουμε και ξεχνούμε επαναλαμβάνεται – ο φασισμός επανέρχεται ως νεοφασισμός. Έτσι προκύπτουν οι τραγωδίες: Οι εχθρότητες, η μισαλλοδοξία, οι συγκρούσεις, οι σκοτωμοί και τα κακά των πολέμων», σημειώνει.
Η έκθεση “Ρήνος Στεφανή – Sumer Erek” θα παραμείνει ανοιχτή για το κοινό μέχρι τις 31 Μαΐου στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λεμεσού - Αποθήκες Παπαδάκη.