ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Επέτειος με «Τριπλό» Μπετόβεν και αριστοτεχνικό Σισιλιάνο

Αρκετοί συνθέτες δημιούργησαν σπονδυλωτά έργα, αντλώντας έμπνευση από τα παιδιά

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Α. ΔΟΝΤΑ

Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σισιλιάνου τίμησε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μαζί με τα 250 από αυτήν του Μπετόβεν σε διαδικτυακή συναυλία – συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στις 13 Δεκεμβρίου ο Λουκάς Καρυτινός, νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της ορχήστρας, διηύθυνε τις «Οκτώ παιδικές μινιατούρες» του Ελληνα συνθέτη και το δημοφιλέστατο «Τριπλό» Κοντσέρτο του Μπετόβεν, με σολίστ το Ελβετικό Πιάνο Τρίο, αποτελούμενο από τους Αντζελα Γκολούμπεβα (βιολί), Τζόελ Μαρόζι (τσέλο) και Μάρτιν Λούκας Στάουμπ (πιάνο).

Αρκετοί συνθέτες δημιούργησαν σπονδυλωτά έργα, αντλώντας έμπνευση από τα παιδιά. Το εύρος είναι τεράστιο και η στόχευση ποικίλλει. Ενδεικτικά, ο Κλοντ Ντεμπισί συνέθεσε την «Παιδική γωνιά» ανάμεσα στα 1906 και 1908 και την αφιέρωσε στην τρίχρονη κόρη του. Στον αντίποδα, οι διάσημες «Παιδικές σκηνές» του Ρόμπερτ Σούμαν, γραμμένες το 1838, αποτελούν «αναπολήσεις ενός ενήλικα για ενήλικες», κάτι που αντιλαμβάνεται κανείς άμεσα, με το που ακούει την πρώτη από αυτές.

Κατά τη διάρκεια της δημιουργικής του διαδρομής ο Σισιλιάνος πειραματίστηκε με αρκετά από τα μουσικά ρεύματα που κυριάρχησαν στον χώρο της μουσικής πρωτοπορίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο συγκεκριμένο έργο για τον γιο του αξιοποίησε την πείρα του με αριστοτεχνικό τρόπο. Η αθωότητα αναγνωρίσιμων παιδικών τραγουδιών, όπως το «Φρερ Ζακ», ή το εμβατήριο «Εγώ είμ’ εγώ, ευζωνάκι γοργό» διατηρείται, καθώς οι μελωδίες μοιάζει να ηχούν δήθεν άτεχνες ή φάλτσες, ενώ ταυτόχρονα προδίδουν ακριβώς τις αναζητήσεις του συνθέτη και έχουν ως αποτέλεσμα ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο έργο, κάθε άλλο παρά «παιδικό». Η ερμηνεία της Κρατικής υπό τον Λουκά Καρυτινό ανέδειξε τη γοητεία της γραφής αυτής.

Το «Τριπλό» του Μπετόβεν ανήκει στα πιο ενδιαφέροντα έργα, καθώς συνδυάζει ποιότητες συμφωνικής μουσικής και γραφής μουσικής δωματίου, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει σε ίσο βαθμό κομψότητα και ευγένεια όσο επίσης «θύελλα και ορμή». Ο Καρυτινός, η ορχήστρα και οι τρεις σολίστες ανταποκρίθηκαν σε όλες τις όψεις και προσέφεραν μια εξαιρετικά ελκυστική ερμηνεία, ζωηρή και δυναμική, αλλά ταυτόχρονα αφήνοντας χώρο, όπου χρειάζεται, προκειμένου να αναπτυχθεί και να «ανθίσει» η μελωδική γραμμή.

Η ερμηνεία υπήρξε πειστική και για έναν απρόσμενο λόγο: εξαιτίας της πανδημίας το σύνολο που έπαιξε το έργο ήταν περιορισμένο και συνεπώς ο ήχος του ήταν πιο ευέλικτος, ενώ και η ισορροπία ανάμεσα σε έγχορδα και πνευστά υπήρξε καλύτερη – τουλάχιστον όπως αποδίδονταν από τη μαγνητοσκόπηση.

Το σχόλιο είναι σχετικό, καθώς υπήρχαν σαφή θέματα ισορροπίας στην ηχογράφηση, με τα μικρόφωνα να ευνοούν το πιάνο αλλά όχι το βιολί. Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβανόταν κανείς την ποιότητα των τριών μουσικών, με τον τσελίστα Τζόελ Μαρόζι συνολικά λυρικό και εκφραστικό, ιδιαίτερα δε στην αρχή του αργού δεύτερου μέρους και τον πιανίστα Μάρτιν Λούκας Στάουμπ κοφτό και ακριβή να δίνει την απαιτούμενη ένταση στις φράσεις. Τέλος, μια υποσημείωση στοιχειώδους καλαισθησίας: σε ένα επαγγελματικό τηλεοπτικό προϊόν, το ταλαιπωρημένο κάλυμμα του πιάνου δεν έχει θέση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση