
Kathimerini.gr
Βασίλης Βαμβακάς
Η έκπληξη γύρω από τη μεγάλη επιτυχία του Ελληνα ράπερ ΛΕΞ συνδέεται πολύ συχνά με το γεγονός ότι αυτή δεν έρχεται μέσα από τα δεδομένα μονοπάτια παραγωγής και διάδοσης της μουσικής βιομηχανίας, δηλαδή δισκογραφικές εταιρείες, τηλεοπτικούς σταθμούς, ραδιόφωνα, καθιερωμένα ενημερωτικά μέσα. Θα ήταν όμως τουλάχιστον άστοχο να θεωρήσει κανείς ότι στην ψηφιακή εποχή η μουσική δημιουργικότητα και αναγνωρισιμότητα περνάει από αυτούς τους διαύλους.
75,6 εκατ. ακροάσεις στο Spotify μετρούν συνολικά τα τραγούδια από το τελευταίο του άλμπουμ «G.T.K.», το οποίο έγινε και ο ταχύτερα πλατινένιος ελληνικός δίσκος στην εποχή των ψηφιακών κυκλοφοριών
Τα κυρίαρχα μέσα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σίγουρα ύστερα από τη δεκαετία του 2010 είναι άλλα. YouTube, Spotify και άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες γίνονται το βασικό μέσο προώθησης των νέων μουσικών τάσεων. Ειδικά το χιπ-χοπ και οι διάφορες εκδοχές του εκεί βρίσκουν το «βασικό» μέσο αναπαραγωγής τους. Οι νεότερες γενιές αυτά τα μέσα εμπιστεύονται ως τα καταλληλότερα όχι μόνο για τη διασκέδασή τους αλλά και την αναζήτηση των όποιων παράξενων ακουσμάτων τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοφιλέστατη στην παιδική ηλικία τραπ τις ίδιες διαδρομές προώθησης ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.
Το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που είναι ακόμη προσανατολισμένο στα παραδοσιακά μέσα, δεν γνώριζε το φαινόμενο ΛΕΞ, δεν σημαίνει ότι αυτός ήταν αόρατος, ακόμη περισσότερο ότι δεν είχε αξιοποιήσει όλα εκείνα τα εργαλεία διάδοσης του μουσικού του έργου που ταιριάζουν στη σημερινή εποχή και στο αντισυμβατικό ύφος που ο ίδιος και το μουσικό ρεύμα όπου ανήκει ακολουθούν. Αν κάτι αναδεικνύεται μέσα από το παράδειγμα του ΛΕΞ είναι ότι το ακροατήριο της σύγχρονης δημοφιλούς μουσικής είναι κατακερματισμένο. Η επιτυχία του, πάντως, δεν οφείλεται στο μέσο και μόνο.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι όλα τα χρόνια της διαρκούς κρίσης που περνάει η ελληνική κοινωνία, σχεδόν κανένας τραγουδοποιός από τα παλιά μουσικά είδη (ροκ, έντεχνο, λαϊκό) δεν έχει καταφέρει να εκφράσει με έναν κάπως συναιρετικό τρόπο τα πολύπλοκα συναισθήματα και βιώματα που έχουν γεννηθεί, ειδικά στις νεότερες γενιές. Ο ΛΕΞ, ενεργοποιώντας τον πιο δημοφιλή μουσικό κώδικα των νέων των τελευταίων δύο δεκαετιών, το ραπ, ίσως να είναι ο μόνος που καταφέρνει να βάλει σε λέξεις και ρυθμό τη θυμωμένη μελαγχολία της εποχής αυτής.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι κάνει «αντι-ποίηση», αλλά αυτό που ουσιαστικά παράγει είναι ένας πιο έντεχνος λόγος μέσα στο γενικότερο παράδειγμα καταγγελτικής ρίμας που παράγουν πολλοί και διάφοροι Ελληνες ράπερ. Δεν είναι ο μόνος που το κάνει, αλλά είναι από τους λίγους που καταφέρνουν οι στίχοι τους να γίνουν ένα χαρακτηριστικό σάουντρακ της σύγχρονης νεανικής αμφιθυμίας και να ενώσουν τις διάφορες εκδοχές του χιπ-χοπ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις συναυλίες του με τα δεκάδες καπνογόνα των χιλιάδων θεατών, οι στίχοι του μεταμορφώνονται σε ένα είδος πολιτικών και ποδοσφαιρικών συνθημάτων που αρθρώνονται με μεγάλη συγκίνηση από το πλήθος.
Σε μία από τις λίγες συνεντεύξεις του έχει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο δηλώσει ότι η υποκουλτούρα που εκφράζει δεν έχει να κάνει με ταξικά, πολιτικά, οπαδικά, ούτε καν μουσικά κριτήρια, αλλά με ένα κοινό πλαίσιο αντίληψης που θέλει ο σύγχρονος κόσμος να κυριαρχείται από μια διάχυτη αδικία. Η δική του γενιά (αυτή που μεγαλώνει και ωριμάζει πριν και μέσα στην κρίση) είναι η γενιά της αμφιβολίας.
Οπως λέει ο ίδιος: «Σαν να ζητήσαμε δικαίωμα στην αμφισβήτηση και να μας δώσανε αμφιβολία ενδοφλέβια». Το ατομικό άγχος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η αίσθηση ενός στημένου παιχνιδιού, η αναζήτηση ενός τρόπου αυτοεκτίμησης («αξιοπρέπειας») είναι τα θέματα των τραγουδιών του ΛΕΞ που φιλτράρονται μέσα από τον κώδικα της ραπ, που πάντα μιλάει για ένα πραγματικό ή φαντασιακό κοινωνικό περιθώριο. Για ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσαρμοστούν σε μεγάλες νόρμες, που διατηρούν τις αντιφάσεις τους, που επιδεικνύουν και αποδέχονται την ηθική ευελιξία σε έναν κόσμο αξιακής ρευστότητας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ΛΕΞ δεν αναιρεί τις στερεοτυπικές αναφορές του κόσμου της ραπ σε μια αντισυμβατική κοσμοαντίληψη. Υπάρχουν παραπομπές στους «μπάτσους», στα φετιχοποιημένα brands ρουχισμού, σε πρακτικές παραβατικότητας, σε μια περιγραφή της πόλης του («Σαλούγκας») ως μια ιδιόμορφα εγκαταλελειμμένης-γκετοποιημένης αστικής περιοχής. Ομως όλα αυτά τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της χιπ-χοπ μυθολογίας διεθνώς δεν κυριαρχούν και κυρίως δεν εξιδανικεύουν το εμπόριο ναρκωτικών, την οπλοχρησία, την πορνεία, τον κυνισμό της εύκολης επιτυχίας, όπως γίνεται από τη δημοφιλή τραπ. Συχνά μάλιστα έρχονται σε ξεκάθαρη κριτική τους.
Ολα αυτά τα σύμβολα, μαζί με πολλές συχνά πικρόχολες αναφορές στη δημοφιλή κουλτούρα του ποδοσφαίρου, των video games, της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής μυθοπλασίας, αξιοποιούνται στην προσπάθεια να περιγραφεί ένα γενικότερο κοινωνικό και υπαρξιακό αδιέξοδο, μια αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας και, τελικά, η ανάγκη μιας οργισμένης αντίδρασης στο βίωμα ενός γενικευμένου χάους.
Μέσα στο κλίμα αναζωπύρωσης της συναυλιακής εμπειρίας μετά την πανδημία, ο ΛΕΞ και οι συναυλίες του γίνονται αφορμή όχι μόνο να καταλάβουμε ότι τα νέα μέσα οργανώνουν τους νέους όρους μουσικής δημοφιλίας, αλλά κυρίως ότι υπάρχει ένα μουσικό πρόσωπο αναφοράς που συνενώνει πολλές και διάφορες νεανικές προσλαμβάνουσες της κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Και μάλιστα, αυτή η συνένωση δεν λαμβάνει χώρα μόνο σε νέους ή εικονικούς τόπους αλλά και στα γήπεδα, όπου πολλές φορές στο παρελθόν το ελληνικό τραγούδι έγινε σημείο μαζικής συνάντησης.
Οι μεγάλες συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα και του Διονύση Σαββόπουλου τη δεκαετία του 1980 στο ΟΑΚΑ αποτέλεσαν τομή, γιατί έβαλαν ένα τέλος στη σύνδεση της μουσικής συναυλίας με την πολιτική στράτευση της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Η συναυλία ενός Ελληνα μουσικού έπειτα από τόσα χρόνια στο ίδιο γήπεδο ίσως σηματοδοτήσει κάτι νέο, ίσως την ιδεολογική αχρωματοψία της συλλογικής κατάθλιψης που ο ίδιος επαγγέλλεται και απαγγέλλει.
*O κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας, ΑΠΘ.
Πες μου ένα στίχο του, να σου πω πώς νιώθω
Βίβιαν Στεργίου
Δεν σκαμπάζω πολλά από μουσική. Μπορώ, όμως, να κρίνω τους στίχους του ΛΕΞ ως λογοτεχνία. Είναι απίστευτα καλοί. «Ελλάδα φτώχεια, αμφίβολο το αύριο». Χάπια, πλειστηριασμοί, λογαριασμοί, ναρκωτικά, πολυκατοικίες, βία και επιβίωση. Σε μια εποχή που έχει πονέσει το μυαλουδάκι μας από στίχους, εικαστικές «δημιουργίες», κείμενα, γραμμένα σαν να μιλάει υπολογιστής, από καλλιτέχνες που μισούν πραγματικά την ώρα και τη στιγμή που το ταλέντο τους καταδικάστηκε στα όρια αυτής της μικρής χώρας, αυτής της μικρής γλώσσας, αυτού του μικρόνοου κοινού, ο ΛΕΞ ραπάρει σε υπερκούλ ελληνικά, γιατί δεν ξέρει να ζήσει αλλιώς.
Κι ενώ τόσοι και τόσοι γράφουν «τέχνη», αλλά δεν βρίσκουν μισή λέξη για την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τις γυναικοκτονίες, τον ακάλυπτο, ο ΛΕΞ κοιτάζει γύρω του και όλο βρίσκει: Αληθινός καλλιτέχνης θα πει σαρώνω τους δρόμους, μένω σε νοικιασμένα δωμάτια, κοιτάζω επίμονα. Η πορεία του ΛΕΞ είναι συγκινητική, όπως και οι στίχοι του.
Θοδωρής Λέννας
Δεν έχει τόση σημασία αν μας αρέσει ο ΛΕΞ. Σημασία έχει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι είναι ο ΛΕΞ· ως «μεγάλο» σύμβολο πια και όχι ως ήρωας μιας οριοθετημένης μουσικής σκηνής. Ο ίδιος δίνει μια απάντηση στο «Graffiti»: «Αυτό είναι ραπ για τον λαό, όχι λαϊκό, δεν είναι το ίδιο». Τραγούδι «για τον λαό», δηλαδή τομή μεταξύ της αυτοαναφορικότητας του ράπερ και μιας νέας συλλογικής αυτοαναφορικότητας.
Κάπως έτσι, τα βιώματα, παρότι μη καθολικά βιωμένα, γίνονται κοινά. Η αστική θλίψη, οι δρόμοι, οι μνήμες, το άλγος για το αβέβαιο μέλλον, αλλά και η διακριτή επιθυμία για ένα ομορφότερο μέλλον, αφορούν κάτι μεγάλο, ένα «λαό».
Σαν ο ΛΕΞ να μετασχηματίζει το ευκόλως και στερεοτυπικώς αποκαλούμενο «περιθώριο» σε ένα «εμείς», σε μια συλλογική επιθυμία πιο ισχυρή, ενδεχομένως πιο αναγκαία.
Παντελής Τσομπάνης
«Η ζωή μας είναι ζάρι, πέσιμο στο Βαρδάρη / αμάξι που μαρσάρει δέκα μέτρα πριν στουκάρει / Ιπτάμενα αντικείμενα πάνω από τις πλατείες / Οι τελευταίοι γήινοι μες στις πολυκατοικίες». Σε κάθε στριμάρισμα του «Vittorio» από το 2ΧΧΧ –δεν καταλαβαίνω πώς, ούτε βέβαια αναζητώ και το γιατί– ανατριχιάζω και βουρκώνω όπως την πρώτη φορά που το άκουσα. Το παθαίνω και με άλλα τραγούδια του, το έπαθα και στη συναυλία του στο Καυταντζόγλειο.
Τον ακούω στο ηχείο μου, βάζω το volume στο τέρμα και, αντί για το απέναντι μπαλκόνι, βλέπω την εφηβεία μου στη Θεσσαλονίκη: τα κίτρινα φώτα στους δρόμους όπου περπατούσαμε χαμένοι για να ξεχάσουμε, το άραγμα στα «εικοσιτετράωρα», τους νταλαβεριτζήδες και τους «ρουφιάνους», τον Αύγουστο που η Θεσσαλονίκη γινόταν η παιδική χαρά μας, τις αόρατες πληγές, «το φεγγάρι που μας προσέχει πάνω από το Γεντί» και την πόλη που μας κρατάει ζωντανούς, παρόλο που μας κάνει να νιώθουμε εγκαταλελειμμένοι και στο περιθώριο.
Ισως τελικά δεν έφυγα ποτέ από την πόλη. Ή ίσως, χάρη στον ΛΕΞ, η πόλη αυτή δεν μπορεί να φύγει ποτέ από πάνω μου. Και γι’ αυτό ακόμη ανατριχιάζω.
Οι αριθμοί
60.000 εισιτήρια εκτιμάται (δεν έχει δοθεί επισήμος αριθμός) ότι διατέθηκαν μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες, όταν στις 24 Απριλίου ο ΛΕΞ ανακοίνωσε τη συναυλία του στο ΟΑΚΑ.
75,6 εκατ. ακροάσεις στο Spotify μετρούν συνολικά τα τραγούδια από το τελευταίο του άλμπουμ «G.T.K.», το οποίο έγινε και ο ταχύτερα πλατινένιος ελληνικός δίσκος στην εποχή των ψηφιακών κυκλοφοριών.
14,7 εκατ. ακροάσεις έχει στο Spotify το σίνγκλ «Τίποτα στον κόσμο», που είναι και το πιο δημοφιλές κομμάτι του στην πλατφόρμα.
4 προσωπικά άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα, με πρώτο το «Ταπεινοί και πεινασμένοι» του 2014. Είχαν προηγηθεί άλλα τέσσερα με το σχήμα Βόρεια Αστέρια.