ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η ειρήνη και το δίκαιο ως επαναστατικές πράξεις

Κώστας Κακογιάννης, Πάμπος Κουζάλης και Παναγιώτης Τοφή μιλάνε στην «Κ» για την παράσταση του ΘΟΚ «Αχαρνείς»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η αριστοφανική κωμωδία «Αχαρνείς» είναι η θερινή πρόταση του ΘΟΚ, η οποία ανεβαίνει στο θέατρο της Σχολής Τυφλών για τρεις παραστάσεις τον Ιούλιο και επαναρχίζει τον Σεπτέμβριο. Στην «Κ» μίλησαν τρεις από τους συντελεστές της, οι οποίοι όμως είναι οι άνθρωποι που εγώ τους ονομάζω αόρατες δυνάμεις, οι άνθρωποι που δίνουν ήχο και που κινούν τα σώματα, που δίνουν μια θεατρική επίγευση. Ο Κώστας Κακογιάννης στη μουσική, ο Πάμπος Κουζάλης στους στίχους των τραγουδιών και ο Παναγιώτης Τοφής στην κίνηση. Και με τους τρεις έχουμε αναπτύξει μια πολύ όμορφη σχέση, η οποία έχει έντονο το δημιουργικό στοιχείο, κάτι που οφείλω να σημειώσω, αφού σε αυτή τη συνέντευξή μας φάνηκε, από τη συνεργασία μας. Και οι τρεις προσεγγίζουν τον Αριστοφάνη και την κωμωδία του, όχι με στείρο σεβασμό, αλλά με κλείσιμο του ματιού τους ότι προχωράν με ειλικρίνεια να ακούσουν τον Δικαιόπολη και τις ανησυχίες του.

Κώστας Κακογιάννης:«Ταξίδεψα προς την παράδοσή μας, χρησιμοποιώντας όργανα όπως το σαντούρι, το λαούτο, το πιθκιαύλι, το βιολί και το νταούλι»

Κωστας Κακογιάννης, Φωτογραφια απο τον Χάρη Ιωάννου 

–Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής σε μία αρχαία κωμωδία και γενικά στο αρχαίο δράμα;

–Όπως σήμερα στη θεία λειτουργία, όπου ο λόγος εκφέρεται με μουσικότητα, έτσι και το αρχαίο δράμα και ειδικά η κωμωδία, που γεννήθηκαν μέσα από τις τελετές και τις εορτές προς τον Διόνυσο, είχαν τη μουσική ως αναπόσπαστο κομμάτι τους. Άλλωστε, γι’ αυτό και τα κείμενα των κλασικών μας δραματουργών ήταν έμμετρα, γιατί εκφέρονταν μουσικά. Και επειδή γιορτή χωρίς μουσική δεν γίνεται, και σήμερα μια αριστοφανική κωμωδία για να μεταδώσει τον «σατιρικό» αυτό χαρακτήρα της στο κοινό, πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από μπόλικη και πλούσια μουσική.

–Ποιες ήταν οι δυσκολίες σε αυτό το εγχείρημα;

–Αυτή η συνεργασία είναι από τις πιο όμορφες που είχα στη ζωή μου. Το κλίμα στον ΘΟΚ, από τον φρουρό μέχρι και το Συμβούλιο, είναι τόσο όμορφο που ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μια τεράστια αγκαλιά αγάπης, ασφάλειας, αλλά και σεβασμού, έστω και αν λόγω των μέτρων του κορωνοϊού κρατήσαμε απόσταση μεταξύ μας. Η μόνη δυσκολία που συνάντησα ήταν για το πώς θα μπορούσε ο Κώστας Κακογιάννης να τολμήσει να αγγίξει ένα έργο, στο οποίο μεγαλούργησαν κορυφαίοι συνθέτες, όπως ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος, ο Λεοντής και ο Κραουνάκης. Ευτυχώς, προς τιμήν του τελευταίου, με το που έμαθε ότι θα μελοποιήσω τους «Αχαρνείς», με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Ξέχασ’ τους όλους! Μην βάλεις κανένα όριο στη φαντασία σου, να σκίσεις, χωρίς να νοιάζεσαι για κανέναν. Γράψε λαϊκά!» Τα λόγια του μου έδωσαν τόση δύναμη, που ένιωσα μια απίστευτη ελευθερία και η έμπνευση έρεε ποτάμι.

–Ποια τα μουσικά εργαλεία που ανέπτυξες για να αποδώσεις το κλίμα στους Αχαρνείς;

–Το μουσικό ύφος μιας παράστασης είναι καθοριστικό, έτσι το είχα έγνοια να αποφασίσω σε ποιο πλαίσιο θα ενέτασσα τη μουσική μου τόσο συνθετικά όσο και ενορχηστρωτικά. Στην αρχή σκεφτόμουν να γράψω ζεϊμπεκιές, έτσι όλοι οι ηθοποιοί στις ακροάσεις ερμήνευσαν τη… «Ρόζα». Μάλιστα, αναζητούσα τον κατάλληλο μπουζουξή για το έργο, αφού η μουσική θα είναι ζωντανή. Το κείμενο όμως τελικά με οδήγησε αλλού, έτσι ταξίδεψα πιο βαθιά, προς την παράδοσή μας, χρησιμοποιώντας όργανα όπως το σαντούρι, το λαούτο, το πιθκιαύλι, το βιολί και το νταούλι.

–Η σκηνοθετική ματιά του Βαρνάβα Κυριαζή επηρέασε τη δουλειά σου; Γενικά ο σκηνοθέτης πρέπει να επηρεάζει τον συνθέτη;

–Μόνο και μόνο η συνεργασία μου με μια τόσο σημαντική μορφή του θεάτρου όπως ο Βαρνάβας Κυριαζής, ήταν ένα όνειρο που εδώ και χρόνια ήλπιζα να πραγματοποιηθεί. Αν και η αλληλοεκτίμησή μας είναι μεγάλη, αυτή είναι η πρώτη φορά που καταφέραμε να συνεργαστούμε. Απόλαυσα στο μέγιστο την καλλιτεχνική αυτή συνάντησή μας και ο θαυμασμός μου προς το ταλέντο του γιγαντώθηκε. Είναι απίστευτο να βλέπεις την ενέργεια και τον τρόπο με τον οποίο ο Βαρνάβας υποδεικνύει στους ηθοποιούς τη σωστή ερμηνεία, καταφέρνοντας να υποδυθεί στην εντέλεια τον κάθε ρόλο. Τόσο άψογα, που να αναρωτιέσαι αν μπροστά σου βλέπεις ένα δεκάχρονο παιδί ή έναν 80χρονο γεροντάκο! Άλλο στοιχείο που εκτίμησα στο πρόσωπό του είναι η ευγένεια, ο σεβασμός και η ακρίβεια, ένας πραγματικός τζέντλεμαν! Όσον αφορά το συνθετικό μέρος, ήταν από τις πιο «ανώδυνές» μου συνεργασίες, αφού μου έδωσε απίστευτη ελευθερία και τα μόνα σχόλια που εισέπραξα από μέρους του ήταν τα «μπράβο». Μάλιστα, ένιωθα τόσο άβολα στην αρχή, που τον ρωτούσα ξανά και ξανά αν ήταν σίγουρα ικανοποιημένος με τα κομμάτια που έφερνα.

–Έχεις και τη μετάφραση, αλλά και τους στίχους του Πάμπου Κουζάλη, δημιουργική πολυφωνία; Σε δυσκολεύει αυτό;

–Η συνεργασία μου με τον Κουζάλη μετρά πλέον δεκαετίες, έτσι η σκέψη και η έμπνευση είναι κοινή. Γνωρίζουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που ξέρει από πριν τι θα με εμπνεύσει και τι θα με ταλαιπωρήσει. Το μόνο στοίχημα που έπρεπε να κερδίσουμε ήταν ο χρόνος, αφού λόγω της αβεβαιότητας που έφερε ο κορωνοϊός, αργήσαμε να ξεκινήσουμε, έτσι όταν τελικά ο ΘΟΚ αποφάσισε να ανεβάσει το έργο, είχαμε μόνο 15 μέρες να ολοκληρώσουμε πάνω από δέκα χορικά. Ο Κουζάλης φρόντισε να γράψει δύο αριστουργηματικές παραβάσεις, αλλά και να μεταφέρει στο σήμερα τους αυθεντικούς στίχους του ποιητή σε ταχύτητες ρεκόρ (κάτι σπάνιο για τον τελειομανή αυτό ποιητή), χωρίς όμως καμία απολύτως έκπτωση στην ποιότητα. Έτσι εγώ είχα έναν… πολύ καλοστρωμένο δρόμο να δημιουργήσω.

–Λαμβάνεις υπόψη σου την κινησιολογία του Παναγιώτη Τοφή ή εκείνη ακολουθεί τον δικό σου μουσικό δρόμο;

–Αχ! πόσο χάρηκα τη δεύτερη αυτή συνεργασία μου με τον Παναγιώτη! Τον γνωρίζω από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν το Παράκεντρο είχε μια συνεργασία με το πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδαζε, έτσι δύο από τις πρώτες του χορογραφίες παρουσιάστηκαν στον χώρο εκδηλώσεων του Παράκεντρου. Τώρα πια συναντιόμαστε ως ισότιμοι συνεργάτες και χαίρομαι, όπως και με τον Βαρνάβα, τη συνεργασία μας. Ακόμα ένας τζέντλεμαν, χωρίς τις εξάρσεις και τα... «αππώματα», που πολλοί καλλιτέχνες και δημιουργοί έχουμε κάποιες φορές. Η μουσική μου προηγήθηκε, έτσι σε έναν μεγάλο βαθμό ο Παναγιώτης έπρεπε να κεντήσει πάνω στις νότες που του καθόρισα και το έπραξε στην εντέλεια. Είμαι περήφανος για το αποτέλεσμα και χαρούμενος που δεν μου ζήτησε την παραμικρή αλλαγή. Είμαι σίγουρος ότι θα θαυμάσετε το έργο του και θα εκστασιαστείτε με τον «Χορό των Τράγων», στον οποίο μεγαλούργησε.

–Τι είναι αυτό που προσέχεις περισσότερο, όταν γράφεις μουσική για το θέατρο; Ποιες παγίδες κρύβει η μουσική για το θέατρο;

–Επειδή η μουσική για μια θεατρική παράσταση είναι πρωτότυπη και το κοινό δεν την έχει ξανακούσει, πρέπει να υπάρχει μουσική συνέπεια ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον θεατή/ακροατή να εμπεδώσει το κλίμα από τις πρώτες κιόλας νότες. Αρκετά από τα μοτίβα του έργου επαναλαμβάνονται σε παραλλαγές και εξελίσσονται, όπως και οι χαρακτήρες του έργου. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, το μοτίβο του πολεμοχαρούς Λάμαχου πλησιάζει μουσικά αυτό του… ειρηναίου Δικαιόπολη, ενώ τα υπόλοιπα μουσικά θέματα της παράστασης συγκλίνουν και υφαίνουν το διονυσιακό φινάλε, το «Τήνελλα Καλλίνικε!». Χαίρομαι που η μουσική θα είναι ζωντανή στη σκηνή και που θα συμμετέχω και εγώ ο ίδιος, ώστε να έχω την ευελιξία και την ελευθερία της προσαρμογής στις αντιδράσεις του κοινού.

Πάμπος Κουζάλης: «Ο θεματικός πυρήνας του έργου, ο πόθος για την ειρήνη, είναι διαχρονικός και πάντα επίκαιρος. Μόνο στο πλαίσιο των δύο παραβάσεων αγγίξαμε κάποια άλλα θέματα της επικαιρότητας»

Πάμπος Κουζάλης 

–Θα ακούσουμε κάτι διαφορετικό από τα λόγια του Αριστοφάνη, μέσα από τους στίχους των τραγουδιών σου;

–Όλα τα τραγούδια, πλην των δύο παραβάσεων, είναι φτιαγμένα από το γλωσσικό υλικό του Αριστοφάνη. Είχα στη διάθεσή μου τρεις μεταφράσεις, τις οποίες αντιπαρέβαλα με το αρχαίο κείμενο, για να μην απομακρυνθώ από τις αρχικές εικόνες. Οι προσωπικές μου παρεμβάσεις είχαν ως στόχο, με τη βοήθεια της ομοιοκαταληξίας και του ρυθμού, να δώσουν έμφαση σε κάποια σημεία και να προκαλέσουν ευφορία και γέλιο.

–Ποιον δρόμο ακολουθείς για να γράψεις τους στίχους; Φοβήθηκες μην παρασυρθείς υπέρ το δέον από την επικαιρότητα;

–Ο δρόμος χαράχτηκε από τον σκηνοθέτη, τον Βαρνάβα Κυριαζή, ο οποίος ήξερε ακριβώς τι ήθελε, μας έδωσε όμως πλήρη ελευθερία να αποτυπώσουμε το δικό μας στίγμα. Το κάθε τραγούδι υπηρετεί τη συγκεκριμένη στιγμή και τη δεδομένη σκηνή, στην οποία είναι ενταγμένο. Ορμητικό και επιθετικό εκεί που χρειάζεται, κωμικό και… πιπεράτο εκεί όπου πρέπει. Ο θεματικός πυρήνας του έργου, ο πόθος για την ειρήνη, είναι διαχρονικός και πάντα επίκαιρος. Μόνο στο πλαίσιο των δύο παραβάσεων αγγίξαμε κάποια άλλα θέματα της επικαιρότητας.

–Ποιος είναι ο ρόλος των παραβάσεων στη σημερινή παράσταση;

–Στην παράβαση διακόπτεται η δράση και ο Χορός απευθύνεται άμεσα στους θεατές. Στη δική μας παράσταση ο λόγος δίνεται στα νιάτα, στη γενιά στην οποία παραδίδουμε τον κόσμο που εμείς έχουμε χτίσει ή… γκρεμίσει. Μέσα, λοιπόν, από το κριτικό βλέμμα ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού, εκφράζεται ο θυμός και η αγανάκτηση, που όμως δεν ζητούν εκδίκηση. Η απάντηση στον παραλογισμό του πολέμου, της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης από την αυθαίρετη εξουσία είναι ο δρόμος της καρδιάς και η φωνή της αγάπης.

–Συνδέεται η μουσική του Κώστα Κακογιάννη με τους στίχους σου;

–Στην αφετηρία κάθε νέας μας δουλειάς συζητούμε και συμφωνούμε με τον Κώστα το ύφος και τον ρυθμό των τραγουδιών. Ακολουθώντας αυτό τον κοινό άξονα, επιδιώκουμε το αρμονικό δέσιμο λόγου και μουσικής. Είτε οι στίχοι γραφτούν πρώτοι είτε η μουσική, ξέρουμε προς τα πού πηγαίνουμε. Μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας, δεν χρειάζεται πια να εξηγούμε πολλά. Σ’ αυτή την παράσταση η μουσική φέρνει τόσα χρώματα και έναν ξέφρενο διονυσιακό ρυθμό, που θέλεις να σηκωθείς, να τραγουδήσεις και να χορέψεις μαζί με τους ηθοποιούς.

–Ποιες είναι οι προκλήσεις σε ένα τέτοιο κείμενο;

–Όλοι οι συμμετέχοντες στην παράσταση προσεγγίζουμε το έργο με μεγάλο σεβασμό. Το ζητούμενο είναι να ζωντανέψει στη σκηνή ο λόγος του Αριστοφάνη σαν να γράφτηκε για να ακουστεί για πρώτη φορά σήμερα. Με μέτρο πάντα και πιστός στη σκηνοθετική γραμμή, προτείνω κάποια δικά μου λόγια, που στέκονται ταπεινά και χωρίς περιττά στολίδια δίπλα στο μεταφρασμένο αρχαίο κείμενο. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να δέσουν όλα τα μέρη ουσιαστικά και να παρουσιαστούν ως ένα σώμα με συνοχή και αρτιότητα.

Παναγιώτης Τοφή: «Σημαντικός στόχος υπήρξε η έμφαση ως προς τη συνολική αισθητική που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κωμωδία, ένα λαϊκό πανηγύρι όλο ενέργεια, χιούμορ, ζωντάνια και σωματικότητα»

Παναγιώτης Τοφή, Φωτογραφια απο τον Χάρη Ιωάννου 

–Ποια είναι η λογική της κινησιολογίας σε ένα αρχαίο θεατρικό κείμενο; Υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι;

–Η κίνηση σε ένα αρχαίο θεατρικό κείμενο, βασίζεται αρχικά στο είδος (τραγωδία ή κωμωδία), την κεντρική θεματική, την πλοκή και εξέλιξη, την ταυτότητα, τους στόχους και τη σχέση μεταξύ ρόλων/χαρακτήρων και χορού, και όπως και σε κάθε θεατρικό έργο, στην προσέγγιση απ’ τον σκηνοθέτη και κατ’ επέκταση τα στοιχεία τα οποία επιθυμεί να αναδείξει και τα μηνύματα τα οποία έχει στόχο να μεταφέρει μέσω της παράστασης.

–Αλλιώς στην τραγωδία και αλλιώς στην κωμωδία;

–Νιώθω πως στην τραγωδία υπάρχει περισσότερη τάση για αυστηρότητα ως προς την σύνθεση της κίνησης και τη σχέση με τον χώρο. Στην κωμωδία έχω παρατηρήσει πως παρόλο που υπάρχει καθορισμένος, κοινός άξονας και υφίσταται βέβαια το υλικό που έχει οριστεί, δεν κυριαρχεί η αίσθηση του απόλυτου. Η ενέργεια, ο ρυθμός και το χιούμορ είναι πολύ σημαντικά στοιχεία που ενισχύουν ερμηνεία και κίνηση, όπως βέβαια και τη ζωντανή, άμεση επικοινωνία.

–Η μουσική του Κώστα Κακογιάννη φαντάζομαι επηρεάζει και τον δικό σου τρόπο, όπως και η σκηνοθετική ματιά του Κυριαζή;

–Οι υπέροχες μουσικές του Κώστα Κακογιάννη, σε στίχους Πάμπου Κουζάλη αποτέλεσαν τη βάση για τα περισσότερα χορογραφημένα μέρη της παράστασης, φέροντας πλούσια στοιχεία από διάφορα είδη χορών, κυρίως παραδοσιακών, όπως είναι για παράδειγμα ο καλαματιανός, το τσάμικο, ποντιακός πυρρίχιος, τσιφτετέλι, ζεϊμπέκικο, κτλ. Ο Κώστας Κακογιάννης και οι εξαιρετικοί μουσικοί που τον συνοδεύουν (Βερόνικα Αλωνεύτου, Τζόναθαν Μπετίτο, Χαράλαμπος Παντελή), ερμηνεύουν ζωντανά, δημιουργώντας μια μοναδική διάθεση γεμάτη ρυθμό, ένταση και συναίσθημα.

–Ποιο είναι τα στοιχεία, το άρωμα, αν το θέλεις, που θες να αναδυθεί μέσα από τη χορογραφία σου;

–Μέσα από τη χορογραφία υπήρξαν διάφοροι στόχοι, όπως το να αναδειχθεί η ταυτότητα αλλά και πορεία του χορού μέσα από το έργο: εξαγριωμένοι Αθηναίοι αγρότες, οι οποίοι εισβάλουν κατά την πάροδο, κυνηγώντας τον Δικαιόπολη, καταλήγοντας, μετά από αντιπαράθεση, σε σύγκρουση με αποτέλεσμα να καταλήξουν χωρισμένοι σε δύο ημιχόρια, οι μεν υπέρ της ειρήνης και οι δεν υπέρ του πολέμου. Αυτό τελικά ανατρέπεται και ο χορός τάσσεται υπέρ της ειρήνης, πλάι στο νικητή Δικαιόπολη. Σημαντικός στόχος υπήρξε η έμφαση ως προς τη συνολική αισθητική που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κωμωδία, ένα λαϊκό πανηγύρι όλο ενέργεια, χιούμορ, ζωντάνια και σωματικότητα με γρήγορες μεταβάσεις από «τάξη» σε «αταξία» και αλλαγές στον χώρο. Και βέβαια ο κύριος στόχος του συγκεκριμένου έργου: να αναδειχθεί το μεγαλείο και η σημαντικότητα της Ειρήνης.

Πληροφορίες
Η πρεμιέρα θα δοθεί στις 29 Ιουλίου 2020 στο Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄ (9:00 μ.μ.). Θα ακολουθήσουν παραστάσεις στη Λευκωσία στις 30 και 31 Ιουλίου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση